Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Με όχημα την ποίηση: Ουΐλιαμ Κάλλεν Μπράϋαντ (1794 – 1878)

Με όχημα την ποίηση: Ουΐλιαμ Κάλλεν Μπράϋαντ (1794 – 1878)

Ο Έλληνας Αντάρτης

Η λεύτερη παντιέρα μας χορεύει
Στο λεύτερο βουνίσιο μέσα αέρα,
Και το τουφέκι γυαλιστό αγναντεύει,
Και μαχητές συνάζονται εκειπέρα·
Και είν’ άτρομο το λιγοστό το ομάδι
Θεριόψυχων στηθιών που τη φυλούν·
Θα βάψει το αίμα, τις καρδιές που θάλπει,
Το λάβαρο, παρά να τ’ αρνηθούν.
– Το κάθε σκότιο μάτι καρφώνεται στη γης,
Και η κάθε χαιρετούρα φευγάτη, σοβαρή.
Χαράς ματιά μήτε ήχος δε στέκεται κανείς,
Κείθε που οι άντρες τούτοι σμίγουνε βλοσυροί.

Πέρα τραβούνε, παν’ κατά σφαγής,
Το πλήγμα το αναπάντεχο να δώσουν,
Το κάλλιο απ’ το αίμα του εχτρού, στη γης
Σαν το νερό, να χύσουνε, να σώσουν·
Να του ριχτούνε από βράχο, ψηλωσιά,
Να ξελεκιάσουν τη λαγκάδα τη στενή,
Ή να του κάψουν το στρατόπεδο νυχτιά,
Και να τραπούνε σε φυγή, πριν συνταχτεί.
– Άλυσοι τρόγυρα στη χώρα μας σφιχτοί
Και την προδώσανε λιπόψυχοι χυδαία,
Και πρέπει μας το ματωμένο της στηθί
Τάφο να κάνουμε του εισβολέα.

Μέχρι που την Ελλάδα απ’ τα δεσμά
Να την ξαναναστήσουμε ορθή,
Και γράψουμε, με ματωμένα τα ψηφιά,
Ότι έχει η τυραννία κατασφαχτεί –
Ωχ, μέχρι τότε το χαμόγελο κλεφτό
Στις όψες όλες τούτες ’δω τις μαύρες
Και κάθε μαχητής αλάργα από
Τις γλύκιες των παιδιών του αγκάλες,
– Δε θα θερίσουμε το μεστωμένο στάρι,
Μέχρι που πέρα να δραμούνε τα φουσάτα,
Ριχτοί όλοι οι πιο αντρείοι τους, στο ποδάρι
Να ’ν’ μπρος μας, σα χινοπωρνά δεμάτια.

Μετάφραση: Νίκος Λάιος

Σχόλια

Exit mobile version