Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Με όχημα την ποίηση: Οσίπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ (1891-1938)

Με όχημα την ποίηση: Οσίπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ (1891-1938)

[Κυλούσε απ’ το μπουκάλι σαν κλωστή το μέλι χρυσαφί]

Κυλούσε απ’ το μπουκάλι σαν κλωστή το μέλι χρυσαφί
τόσο πηχτό και τόσο αργά που πρόλαβε να πει η κυρά:
«Η μοίρα κι αν μας έριξε σε μια Ταυρίδα θλιβερή
δεν πλήττουμε ποτέ», – και στρέφοντας εκοίταξε μακριά.

Τον Βάκχο λειτουργούν παντού, λες κ’έμειναν στον κόσμο μοναχοί
οι φύλακες και τα σκυλιά (περνάς, κανέναν δε θα συναντήσεις)
ίδια βαριά βαρέλια οι μέρες ήρεμες κυλάν εκεί
μακριά, φωνές σε μια καλύβα, τι να πεις τι ν’ απαντήσεις.

Μετά το τσάι σε κήπο βγήκαμε τεράστιο, καστανό
σαν βλεφαρίδες στα παράθυρα οι κουρτίνες σκοτεινές, κλειστές
με αέρινο γυαλί περιχυμένο, νυσταγμένο το βουνό
να δούμε τα σταφύλια τρεις κολόνες παρακάμψαμε λευκές.

Είπα: τ’αμπέλι σαν πανάρχαια μάχη ζει. Στριφτοί οι ιππείς
χτυπιούνται και χτυπούν σε παρατάξεις κατσαρές, σγουρές.
Στην κακοτράχαλη Ταυρίδα της Ελλάδας η επιστήμη και θα δεις
ολόχρυσων κι αρχοντικών στρεμμάτων σκουριασμένες αυλακιές.

Κ’ εκεί στην άσπρη κάμαρα σαν ανυφάντρα, ορθή η σιωπή.
Μυρίζει ξύδι από την κάβα, γιοματάρι και μπογιά.
Σε σπίτι ελληνικό, μια σύζυγος, θυμάσαι, στανική μνηστή
όχι η Ελένη η άλλη, πόσα χρόνια όλο κεντούσε στη σειρά;

Πού να’σαι τώρα δέρας συ χρυσόμαλλο, ποιος να το πει;
Βαριά τα κύματα λυσσομανούσανε στη διαδρομή του μόνου
και το καράβι αφήνοντας, το σκουριασμένο πρωραίο πανί
στο σπίτι γύρισε ο Οδυσσέας πλήρης χώρου, πλήρης χρόνου.

Το Λυκόφως της Λευτεριάς

Το σούρουπο ας δοξάσουμε της λευτεριάς ξανά
του ίσκιου τη μεγάλη εποχή.
Στης νύχτας τα παφλάζοντα νερά
το δάσος των παγίδων έχει βυθιστεί.
Προβάλλεις μες στη σκοτεινή χρονιά
ώ, ήλιε μου, λαέ και δικαστή.

Τον φόρτο τον μοιραίο δόξασε και συ
που επωμίζεται ένδακρυς ο ηγέτης του λαού.
Της εξουσίας τον φόρτο δόξασε και συ
και την αφόρητη δουλειά του Ζυγού.
Όποιος γενναίος, να ακούσει πρέπει, ώ εποχή
πώς σπάει το πλοίο σου στους βράχους του βυθού.

Με λεγεώνες μάχης, με θηλιές
τα χελιδόνια δέσαμε γραμμή γραμμή
και πια δε βλέπεις ήλιο κι όλη στις κορφές
η φύση τιτιβίζει, τρέμει, ζει.
Μεσ’ απ’ το δίχτυ (σκοτεινό το λυκαυγές)
δε βλέπεις φως κ’ είναι μια σκούνα η γη.

Γιατί όχι, ας δοκιμάσουμε: αρχινά
του τιμονιού η στροφή χοχλακιστή.
Καράβι η γη, ωσάν με υνί
Στα δυο του πέλαου κόβει τα νερά.
Και στου Άδη θα θυμόμαστε την παγωνιά
πως με εκατό ουρανούς πληρώσαμε τη γη.

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Σχόλια

Exit mobile version