Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Mε όχημα την ποίηση: Ντύλαν Τόμας (1914-1953)

Mε όχημα την ποίηση: Ντύλαν Τόμας (1914-1953)

Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία

Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία
Οι πεθαμένοι γυμνοί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο στον άνεμο και στο δυτικό φεγγάρι
Σαν ασπρίσουν τα κόκαλά τους και τ’ άσπρα κόκαλα χαθούν
Θα ’χουν άστρα στους αγκώνες και στα πόδια
Μολονότι αποτρελαίνονται θα ’ναι γνωστικοί,
Μολονότι θαλασσοπνίγονται θ’ αναστηθούν
Μολονότι χάνονται οι εραστές ο έρωτας δε θα χαθεί
Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία.

Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία.
Κάτω από τα πελαγογυρίσματα
Χρόνια πλαγιασμένοι δε θα πεθάνουν κατ’ ανέμου
Στη μέγγενη στριφογυρνώντας με σπασμένα νεύρα
Δεμένοι στον τροχό δε θα λυγίσουνε ωστόσο
Η πίστη μες στα χέρια τους θα γίνει δυο κομμάτια
Και οι κακίες του μονόκερου μέσα τους θα διατρέξουν
Σχισμένοι πέρα ως πέρα δε θα τσακίσουν
Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία.

Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία.
Μπορεί στ’ αυτιά τους να μην κρώζουν πια οι γλάροι
Μήτε τα κύματα να σπάνουν στο γιαλό με κρότο
Όπου σάλευε ένα λούλουδο μπορεί ένα λούλουδο
Να μην υψώνει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής
Μόλο πού ’ναι τρελοί και πεθαμένοι
Άκρες χαρακτηριστικών σφυροκοπούν μέσ’ από μαργαρίτες
Στον ήλιο ξεπροβάλλουν ώσπου να συντριβεί ο ήλιος,
Κι ο θάνατος δε θα ’χει εξουσία.

Η ορμή που μεσ’ απ’ το πράσινο φιτίλι σπρώχνει το λουλούδι

Ο ορμή που μεσ’ απ’ το πράσινο φιτίλι σπρώχνει το λουλούδι
Σπρώχνει την πράσινη ηλικία μου
που συνταράζει τις ρίζες των δέντρων
Είναι ο χαλαστής μου.
Και δεν έχω φωνή να πω στο γερμένο ρόδο
Πώς λύγισαν τα νιάτα μου απ’ τον ίδιο χειμερινό πυρετό.

Η ορμή που σπρώχνει το νερό μεσ’ απ’ τα βράχια
Σπρώχνει το κόκκινο αίμα μου
που ξεραίνει το στόμα των χειμάρρων
Λιώνει το δικό μου σαν κερί.
Και δεν έχω φωνή να ιστορήσω στις φλέβες μου
Πώς απ’ την πηγή του βουνού το ίδιο πάλι στόμιο ρουφά.

Το χέρι που περιδινεί το νερό μέσα στη στέρνα
Αναταράζει τη σύρτιδα που κουλουριάζει το βοριά
Σέρνει τα παταράτσα μου.
Και δεν έχω φωνή να πω στον κρεμασμένο
Πώς απ’ τη λάσπη μου βγαίνει του δήμιου ο ασβέστης.

Τα χείλη του χρόνου σα βδέλλες στο κεφαλόβρυσο
Η αγάπη σταλάζει και συνάζεται, μα το χυμένο αίμα
Θα μαλάξει τις πληγές της.
Και δεν έχω φωνή να πω στον άνεμο μιας εποχής
Πώς κατέγραψε ο χρόνος έναν ουρανό γύρω απ’ τ’ αστέρια.

Και δεν έχω φωνή να πω στον τάφο του εραστή
Πώς στο σεντόνι μου έρχεται το ίδιο βρωμοσκούλικο.

Μετάφραση: Κλείτος Κύρου

Σχόλια

Exit mobile version