Schonberg

Είναι κλεισμένος αυτός ο μάρτυρας στην πικρή σκοτεινιά.
Τον βλέπω τυλιγμένο από κουρασμένη καταιγίδα.
Είναι μαύρος κι αποσβολωμένος.
Κρατεί στα χέρια του την κομμένη ουρά μιας γάτας.
Τα μυαλά του είναι χυμένα μεσ’ στον καθρέφτη.
Έχει γυρίσει απ’ την κηδεία του
σαν τον κόμη Alucard
ολόιδιος με τη χήρα του.
Το βλέμμα του είναι βαθύ σαν των αγίων.
Άλλωστε μια θρησκεία τον βασανίζει:
το αντίθετο χορτάρι.
Κάποια μέρα βρέθηκε ανάμεσα στα μνήματα
κ’ έχασε το γέλιο του μαζί με τα γυαλιά του.
Αλλά δεν ανησύχησε καθόλου, δεν ταράχτηκε
όπως συμβαίνει με τους κοινούς ανθρώπους
εξακολούθησε τον περίπατο τυφλός και περίπαθος.
Αναγκαστικά μεγάλος.
Αδελφός της τελευταίας βροχής
που έτυχε να τον μουσκέψει
προτού να ζεσταθεί σε μια βελούδινη, αλήθεια, νύχτα.
Δίχως να ξέρει τις μέρες που φορτωθήκαμε
είχε γνωρίσει εμάς. Τον αγαπώ.
Είναι πλασμένος από βραδινή ειλικρίνεια και η δόξα
του φανερώθηκε σαν κατσαρίδα.
Τίποτα περισσότερο. Αλλά και τίποτα λιγότερο.
Στον ύπνο του έβλεπε φλάουτα
και πεταγότανε καθώς πετάγεται το ελατήριο.
Στον ύπνο του έβλεπε άρπες
και ξυπνούσε ματωμένος.
Αυτή τη στιγμή σηκώνεται
και ντύνεται, όπως πάντα, στα μαύρα.
Δεν πηγαίνει θάλεγα πουθενά.
Ούτε μπορεί να πει κανείς πως έρχεται.

Ο ακέραιος κυρ’ Αλέξανδρος

Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας

ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του στη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξυπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!