Τέσσερα ποιήματα για τον όρθρο

Ωραία η Γη μου

Ωραία η Γη μου. Κι απέραντη
σαν το πουλί της αυγής.
Πτώση και πτήση.
Σπαρμένη με λευκά κιονόκρανα,
με οστά και κρίνα.
Κι απ’ το χαμόγελο ως την άκρη των κινδύνων της
λαμποβολούσα.
Κι απ’ των εφήβων τα μάτια ως την ακοίμητη
Ελευθερία,
Μυστηριακά, ξημερώνει.

Άνοιξαν τότε τα παράθυρα

Άνοιξαν τότε τα παράθυρα για πρώτη φορά.
Αυτό είναι το φως! είπε η μητέρα.
Μπορείς να το πης και δάκρυ και θάλασσα
και ξεδιπλωμένη σημαία.
Φωνή που πνίγεται ανεβαίνοντας, μαντίλι που ανεμίζει.
Όπως και να το πης, είναι φως.
Τα λόγια της  σκέπασε ένα πολύβουο κύμα.

Είχε απλώσει το χέρι του

Είχε απλώσει το χέρι του στη φωτιά.
Βογκούσε κι έφεγγε.
Βογκούσε κι έφεγγε.
Τα παιδιά κλαίγανε κοιτάζοντας
τη μεταμόρφωσή του.

Ήταν ωραίος αληθινά
όταν έσμιξε
το πρώτο χάραμα,
τρυφερή λάμψη.

Πιο πολύ από σύμβολο.
Μια ανθρώπινη περίπτωση.

Όχι, δεν είναι το ίδιο

Όχι, δεν είναι το ίδιο
η  πρωινή δροσιά στο μέτωπο
της κουρασμένης γυναίκας,
στη φούστα της Περσεφόνης,
στα χείλη του κατάδικου,
στον ύπνο του τυράννου.
Υπάρχει πάντα μια διαφορά αισθήματος.

Μια διαβάθμιση ρίγους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!