Όρια

Απ’ όλους τους δρόμους που βγάζουν στη δύση
Πρέπει να υπάρχει ένας (δεν ξέρω ποιος)
Που ασυναίσθητα περπάτησα για μιαν αδιάφορη
Τελευταία φορά, πιόνι αυτού του Κάποιου

Που φτιάχνει προκαταβολικά τους πανίσχυρους νόμους
Χαράζοντας κρυφό κι οριστικό γραφτό
Όλων των σκιών, των όνειρων και των μορφών
Που υφαίνουν και ξυφαίνουν της ζωής το νήμα.

Αν υπάρχει κάποιο τέλος για τα πάντα κι ένα μέτρο
Και μια στερνή φορά και τίποτα άλλο και λήθη
Ποιος τότε ποιόν θα ξεναγήσει σ’ αυτό το σπίτι
Που αποχαιρετήσαμε χωρίς να το καταλάβουμε.

Από το τζάμι, γκρίζο κιόλας, τραβιέται η νύχτα
Κι από τη στοίβα των τόμων
Με τις βαθιές, σκιές που μαυρίζουν το τραπέζι
Ειν’ ένας τόμος που δε θα διαβαστεί.

Κάπου στο Νότο είναι κάμποσες ρημαγμένες πύλες
Με πέτρινα τραχιά κανάτια και φραγκόσυκα
Και δε με πάνε τα πόδια μου, τα βλέπω όλ’ αυτά
Σα λιθογραφία ή σαν παλιά εκτύπωση.

Είναι μια πόρτα που έκλεισες για πάντα,
Και κάποιος καθρέφτης μάταια σε προσμένει,
Τα σταυροδρόμια σου φαίνονται καθάρια κι ανοιχτά
Κι όμως ένας Ιανός τα φυλάει με τέσσερα κεφάλια.
Απ’ όλες σου τις θύμησες είναι μία
Ανεπανόρθωτα χαμένη και φευγάτη
Δε θα σε δούνε να κατεβαίνεις στην κρήνη
Μήτε ο άσπρος ήλιος, μήτε η κίτρινη σελήνη.

Ποτέ δε θ’ανακτήσεις ό,τι είπε ο Πέρσης
Μια φορά στη γλώσσα του, την κεντημένη με πουλιά και ρόδα,
καθώς πεθαίνεις, πριν διαλυθεί το φως,
θες να προσφέρεις πράγματα αξέχαστα.

Κι ο Ρήνος που πάντα ρει, κι η λίμνη,
Όλο τ’ασήκωτο το χτες που πάνω του το σήμερα ακουμπάει;
Όπως κι η Καρχηδόνα θα χαθεί
Καθώς την πέρασε ο Λατίνος από φωτιά κι αλάτι.

Φαντάζομαι, την αυγή, ακούω ένα φθαρτό
Μουρμουρητό του πλήθους που έρχεται και σβύνει μακρυά
Είναι όλα που μ’αγάπησαν και ξεχαστήκαν
Ο Τόπος, ο Χρόνος κι ο Μπόρχες τώρα μ’αφήνουνπια.

Μετάφραση: Λάμπρος Καμπερίδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!