Οι τριπλές εκλογές στη Βραζιλία (προεδρικές, βουλευτικές, πολιτειακές) σημαδεύτηκαν από μεγάλη πόλωση. Με τη συμμετοχή να κυμαίνεται στα συνήθη επίπεδα για τη σημαντική αυτή χώρα της Λατινικής Αμερικής [βλ. πλαίσιο «Διεθνές ενδιαφέρον»], η αντιπαράθεση μεταξύ του κεντροαριστερού υποψήφιου Λούλα και του απερχόμενου ακροδεξιού προέδρου Μπολσονάρου συμπίεσε τόσο τους υπόλοιπους υποψήφιους, όσο και τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια. Αυτά μειώθηκαν κατά 50% στις φετινές προεδρικές εκλογές σε σχέση με το 2018, και κατά 35% στις βουλευτικές. Το αποτέλεσμα φέρνει καθαρά πρώτο τον Λούλα, αλλά με μικρότερη διαφορά από αυτήν που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις[1], και οδηγεί σε Β΄ γύρο, που θα πραγματοποιηθεί στις 30 Οκτωβρίου.

Από πρώτη ματιά, φαίνεται ότι το κενό που έχει να καλύψει ο Λούλα για να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία στον Β΄ γύρο είναι μικρό (κάτω από 1,6%). Επιπλέον η τρίτη υποψήφια, η κεντρώα Τέμπετ, δήλωσε ήδη την υποστήριξή της στον Λούλα, και η εκλογική βάση του τέταρτου υποψήφιου, του επίσης κεντροαριστερού Γκόμες, δεν αναμένεται να στραφεί στον Μπολσονάρου. Την ίδια στιγμή, όμως, το αποτέλεσμα δείχνει μια σημαντική παγίωση του συντηρητικού πόλου υπό τον ακροδεξιό Μπολσονάρου, σε βαθμό ώστε να τέμνει σχεδόν στα δύο τη βραζιλιάνικη κοινωνία. Αυτό φάνηκε ακόμη πιο καθαρά στις βουλευτικές εκλογές: το Φιλελεύθερο Κόμμα του Μπολσονάρου αναδείχθηκε πρώτη δύναμη τόσο στη βουλή όσο και στη γερουσία, όπου συνολικά το συντηρητικό στρατόπεδο έχει σαφή πλειοψηφία έναντι του κεντροαριστερού.

Ετερόκλητο μπλοκ υπέρ του Λούλα

Ο Λούλα, που ήταν πρόεδρος της Βραζιλίας για δύο τετραετίες (2002-2010), φυλακίστηκε επί ενάμιση χρόνο (2018-19) μετά την καταδίκη του σε μια αμφιλεγόμενη δίκη για υπόθεση διαφθοράς[2]. Το 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του, κι έτσι έθεσε ξανά υποψηφιότητα, αφού φαινόταν ότι είναι η μοναδική προσωπικότητα του προοδευτικού μπλοκ που μπορεί να επικρατήσει του Μπολσονάρου. Γύρω του συσπειρώθηκε ένας ανομοιογενής γαλαξίας πολιτικών, κομμάτων και κινημάτων που ξεκινούν από την παραδοσιακή κεντροδεξιά και φτάνουν στη ριζοσπαστική αριστερά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ενός «άκρου» του μετώπου υπό τον Λούλα είναι ο υποψήφιος αντιπρόεδρός του, ο Ζεράλντου Άλκμιν, που έχει διατελέσει κυβερνήτης του Σάο Πάολο –όπου προώθησε κύμα ιδιωτικοποιήσεων και πρωταγωνίστησε στην καταστολή ακτημόνων και απεργών– και διατηρεί σχέσεις με τη συντηρητική καθολική οργάνωση Opus Dei. Απ’ αυτήν την άποψη φαίνεται ότι τόσο ο Λούλα όσο και το Κόμμα Εργατών δεν διδάχθηκαν τίποτα από την πρόσφατη ιστορία: η Ντίλμα Ρούσεφ, που διαδέχθηκε τον Λούλα στην προεδρία το 2011 και επανεκλέχθηκε το 2014, είχε επιλέξει ως αντιπρόεδρό της μια ανάλογη προσωπικότητα, τον κεντροδεξιό Μισέου Τεμέρ. Ήταν αυτός ακριβώς που το 2016 πρωταγωνίστησε στο θεσμικό πραξικόπημα που κατέληξε στην ανατροπή της Ρούσεφ και στην ανάληψη της προεδρίας από τον ίδιο…[3]

Επανενεργοποίηση κινημάτων και προβληματισμοί

Στο άλλο «άκρο» της ετερόκλητης προεδρικής πανστρατιάς βρίσκονται δυνάμεις όπως το Κίνημα Ακτημόνων (MST), το Κ.Κ. Βραζιλίας (PCdoB) και το «ακροαριστερό» Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας (PSOL). Οι δυνάμεις αυτές, μαζί με ένα τμήμα της βάσης του Κόμματος Εργατών, είχαν στο παρελθόν σταθεί κριτικά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοζαν οι κεντροαριστερές ηγεσίες –ιδίως επί προεδρίας Ρούσεφ– αλλά τώρα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της καμπάνιας του Λούλα στους δρόμους. Το MST, για παράδειγμα, έχει πρωτοστατήσει στη συγκρότηση 7.000 Λαϊκών Επιτροπών σε όλη τη Βραζιλία, που έδωσαν πνοή στην προεκλογική προσπάθεια, ευελπιστώντας ότι μετά από μια νίκη του Λούλα η γνώμη τους θα βαραίνει σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της νέας προεδρικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Ζοάο Πέντρο Στέντιλε, ιστορικό ηγέτη του MST, ήταν αυτή η κινητοποίηση της λαϊκής βάσης –παρά τις διαψεύσεις που βίωσε στο παρελθόν– που έδωσε στον Λούλα τη διαφορά των 6,2 εκατομμυρίων ψήφων από τον Μπολσονάρου.

Ένας άλλος ηγέτης του MST, ο Αλεξάντρ Κονσεϊσάο[4], εκτιμά επίσης ότι η ενεργητική εμπλοκή στου MST στην κεντρική πολιτική αρένα συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία του Λούλα κι ότι, μετά τη νίκη και στον Β΄ γύρο, θα διασφαλίσει την «κυβερνησιμότητα» της νέας προεδρίας. Μένει να αποδειχθεί κατά πόσο θα εκπληρωθούν αυτές οι προσδοκίες της ριζοσπαστικής πτέρυγας του στρατοπέδου Λούλα μετά την πολύ πιθανή επικράτησή του στον Β΄ γύρο. Τα όσα συνέβησαν στο παρελθόν επιβάλλουν να εκπονηθεί ένα σχέδιο για την περίπτωση που ο 77χρονος σήμερα Λούλα υποχρεωθεί σε διαφορετικές επιλογές. Η υποστήριξη του Λούλα στον Β΄ γύρο από νεοφιλελεύθερους πολιτικούς όπως η Τέμπετ, αλλά και ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, εύλογα προβληματίζει: τι ανταλλάγματα και διαβεβαιώσεις «υπευθυνότητας» έχουν αποσπάσει προκειμένου να καλέσουν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν αυτόν που αποκαλούσαν «ακραίο»;

Το αποτέλεσμα φέρνει καθαρά πρώτο τον Λούλα, αλλά την ίδια στιγμή δείχνει και μια σημαντική παγίωση του συντηρητικού πόλου υπό τον ακροδεξιό Μπολσονάρου – σε βαθμό ώστε να τέμνεται σχεδόν στα δύο η βραζιλιάνικη κοινωνία

Σχετική επιτυχία του Μπολσονάρου

Την ίδια στιγμή το αντίπαλο στρατόπεδο πανηγυρίζει για την αποτυχία των δημοσκοπήσεων και ο Μπολσονάρου διαβεβαιώνει ότι θα επανεκλεγεί πρόεδρος. Βέβαια αποφεύγει πλέον να αναφέρεται σε «επικείμενη νοθεία», όπως έπραττε πριν τον Α΄ γύρο. Όχι μόνο επειδή οι εξελίξεις διέψευσαν τις προεκλογικές καταγγελίες του (ότι υποστηρικτές του Λούλα θα χακάρουν το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας…), αλλά και επειδή «αδειάστηκε» τόσο από την κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και από τη βραζιλιάνικη στρατιωτική ηγεσία – που διατηρεί πάντα το «ειδικό βάρος» της στη Βραζιλία, και δήλωσε ότι θα αναγνωρίσει οποιονδήποτε ανακηρυχθεί πρόεδρος από την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή.

Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα παραμένει: με ένα υπερ-συντηρητικό πρόγραμμα, με κεντρικό σύνθημα το «Θεός, Πατρίδα και Οικογένεια» και με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον πρώην αρχηγό του βραζιλιάνικου ΓΕΕΘΑ, ο Μπολσονάρου συσπειρώνει ευρύτατα στρώματα. Προφανώς, οι ψηφοφόροι του δεν χρεώνουν αποκλειστικά σ’ αυτόν τη δραματική κατάσταση της λαϊκής πλειοψηφίας [βλ. πλαίσιο «Μια πλούσια χώρα γεμάτη φτωχούς»], και τον πιστώνουν θετικά για την άρνησή του να στραφεί ενάντια στη Ρωσία –στάση που θα έπληττε τα συμφέροντα της Βραζιλίας– καθώς και για τη σχετική βελτίωση του οικονομικού κλίματος το τελευταίο διάστημα.

Απογοήτευση και ελπίδα αντιπαλεύουν

Το γεγονός ότι πολλές συστημικές δυνάμεις (και μάλιστα οι πιο βουτηγμένες στην απίστευτη «διακομματική» διαφθορά που ταλανίζει τη Βραζιλία) στρέφονται, ανοιχτά ή έμμεσα, στην υποστήριξη του Λούλα, δεν φαίνεται να κάνει ζημιά στον Μπολσονάρου – το αντίθετο. Μάλιστα ο Μπολσονάρου εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά την απογοήτευση μεγάλου τμήματος των λαϊκών τάξεων από τις προηγούμενες περιόδους κεντροαριστερής διαχείρισης για να εδραιώσει τη συνοχή του πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ που εξακολουθεί να τον υποστηρίζει… Η απογοήτευση φαίνεται κι από το γεγονός ότι, παρά την πόλωση, η αποχή παραμένει σε υψηλά επίπεδα (σχεδόν 33 εκατομμύρια πολίτες δεν πήγαν να ψηφίσουν), ενώ και τα λευκά και άκυρα μειώθηκαν μεν δραστικά, αλλά παραμένουν υπολογίσιμα (5,5 εκατομμύρια στις προεδρικές εκλογές και 13 εκατομμύρια στις βουλευτικές).

Επιπλέον, διαφαίνεται ήδη ο κίνδυνος γρήγορης ανάκαμψης του μπολσοναρισμού εάν μια μελλοντική κεντροαριστερή διακυβέρνηση υπό τον Λούλα διαψεύσει εκ νέου τις λαϊκές προσδοκίες – ο κίνδυνος είναι υπαρκτός εάν η συμμαχία της Κεντροαριστεράς με ανοιχτά νεοφιλελεύθερους παράγοντες και δυνάμεις έχει στρατηγικό και όχι «τακτικό» χαρακτήρα. Η λογική του «μικρότερου κακού» μπορεί να αποδώσει εκλογικά σε μια δεδομένη συγκυρία, αλλά μπορεί και να γυρίσει τούμπα όταν αρχίσουν οι δυσκολίες (οι οποίες ίσως έρθουν γρήγορα, ιδίως αφού και τα δύο νομοθετικά σώματα δεν είναι φιλικά προς τον Λούλα…).

Από την άλλη, βέβαια, υπάρχει το αντίβαρο της εκ νέου ενεργοποίησης εκατομμυρίων Βραζιλιάνων που ποθούν μια διαφορετική πορεία, χωρίς ακραία εκμετάλλευση και διαφθορά, με περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτήν την εβδομάδα ο Πέντρο Ζοάο Στέντιλε επεσήμανε: «Πολλοί βίωσαν ως δυσάρεστη έκπληξη το ποσοστό του Μπολσονάρου. Παρ’ όλα αυτά, η μαζική μας κινητοποίηση διασφάλισε μια σημαντική διαφορά, και μας δίνει το δικαίωμα να μην είμαστε πεσιμιστές και να μην κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Πρέπει να αλωνίσουμε όλη τη χώρα, και να εξηγήσουμε ότι δεν πρόκειται για μονομαχία Μπολσονάρου-Λούλα, αλλά για αντιπαράθεση δύο διαμετρικά αντίθετων σχεδίων: είτε θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε προς τον γκρεμό, είτε θα σφυρηλατήσουμε ένα νέο δρόμο για τη χώρα μας». Αμήν!

Μια πλούσια χώρα γεμάτη φτωχούς

Στους αριθμούς, η Βραζιλία είναι η πλουσιότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, κι έχει το όγδοο μεγαλύτερο ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι επίσης η χώρα με την πέμπτη μεγαλύτερη έκταση στον πλανήτη, και η έβδομη πολυπληθέστερη παγκοσμίως. Διαθέτει απίστευτο φυσικό πλούτο, τεράστια αγροτική παραγωγή, σημαντικές βιομηχανίες και ισχυρό εξορυκτικό τομέα. Έχει όμως και μια ολιγαρχία μαθημένη να μην μοιράζεται τίποτε από όλα αυτά με τη συντριπτική πλειοψηφία των Βραζιλιάνων – αν και είναι εξίσου μαθημένη να μοιράζεται τα πάντα με τις ΗΠΑ αλλά και άλλες μεγάλες δυνάμεις, αρκεί να μην απειληθεί το βαθύ (και ολότελα διεφθαρμένο και καταπιεστικό) βαθύ κράτος της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις μόνο επιφανείς εκπρόσωποι της ντόπιας ελίτ –οι πολυδισεκατομμυριούχοι Λέμαν, Ζάφρα και Τέλες– συγκεντρώνουν πλούτο μεγαλύτερο από αυτόν που έχει το 80% των Βραζιλιάνων!

Υπάρχει λοιπόν μια εξωπραγματική ανισότητα που, με μικρά διαλείμματα (όπως ήταν η πρώτη τετραετία του Λούλα), εξακολουθεί να επιδεινώνεται: την τελευταία δεκαετία η ανεργία, η φτώχεια και η πείνα έχουν γίνει μόνιμοι σύντροφοι δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών. Σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% του πληθυσμού υποφέρει από «διατροφική ανασφάλεια» (ένας εύσχημος όρος για να περιγράφεται το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν επαρκή διατροφή σε σταθερή βάση), και σχεδόν το 25% «ζει» κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι συνθήκες αυτές επιδεινώνονται από την ακραία διαφθορά, στην οποία διαπλέκεται η πλειοψηφία της οικονομικής ελίτ και του πολιτικού κόσμου, και από την εκτός ελέγχου εγκληματικότητα: χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γυναικοκτονίες, που την τελευταία πενταετία αυξήθηκαν σχεδόν 50%…

Διεθνές ενδιαφέρον

Η Βραζιλία είναι μία από τις σπουδαιότερες πολιτικά (και η σημαντικότερη οικονομικά) χώρα της Λατινικής Αμερικής. Την αναμέτρηση παρακολουθούν λοιπόν από κοντά όχι μόνο όλοι οι Λατινοαμερικάνοι, αλλά και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις που κονταροχτυπιούνται για την παγκόσμια ηγεμονία, δεδομένου ότι η θέση που παίρνει η Βραζιλία στα διεθνή φόρα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο Λούλα έχει κριτικάρει ανοιχτά τον Ζελένσκι και εμμέσως τον Μπάιντεν ως συνυπεύθυνους για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως ακόμη πιο ενοχλητική για τις ΗΠΑ είναι η στάση του Μπολσονάρου, που αρνήθηκε να συμμετάσχει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας (σημειωτέον ότι η βραζιλιάνικη αγροτική παραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή ρωσικών λιπασμάτων) και έχει επανειλημμένα καλέσει τον Ζελένσκι να κάνει παραχωρήσεις ώστε να τερματιστεί η σύρραξη.

Έτσι, οι μεν ΗΠΑ αρνήθηκαν να παράσχουν βοήθεια στον Μπολσονάρου, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Μόσχα λίγο πριν εκδηλωθεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και είχε δηλώσει «αλληλέγγυος με τη Ρωσία», η δε Ρωσία προεκλογικά τήρησε στάση «ευμενούς ουδετερότητας» προς τον απερχόμενο πρόεδρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνάντηση Μπολσονάρου-Μπάιντεν τον Ιούνιο, ο πρώτος επιχείρησε να αποσπάσει τη στήριξη του δεύτερου ισχυριζόμενος ότι τυχόν προεδρία Λούλα θα ήταν εχθρική προς την Ουάσιγκτον, για να λάβει ως απάντηση τη διαβεβαίωση ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα σεβαστεί το αποτέλεσμα των εκλογών, όποιο κι αν είναι αυτό – δήλωση σπάνια από χείλη επισήμων των ΗΠΑ όταν γίνεται λόγος για κάποια από τις χώρες της λατινοαμερικάνικης «πίσω αυλής» τους!

Αντίθετα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, σε μια ακόμη επίδειξη πραγματισμού, δήλωσε πρόσφατα ότι «οι σχέσεις Κίνας-Βραζιλίας καταγράφουν σταθερή ανάπτυξη με αμοιβαίως γόνιμα αποτελέσματα». Πράγμα που είναι αλήθεια, αν ληφθεί υπόψη η σημαντική διείσδυση της Κίνας σε καίριους τομείς της βραζιλιάνικης οικονομίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η κινεζική ηγεσία (εν προκειμένω και η ρωσική) δεν ενδιαφέρεται για το χρώμα της γάτας – της αρκεί να πιάνει τα ποντίκια…

[1] Μια ακόμα ευκαιρία στον Λούλα; (φύλλο 606).

[2] Φυλάκισαν τον Λούλα (φύλλο 403).

[3] «Αντιδραστική επέλαση στη Λατινική Αμερική (φύλλο 323).

[4] Βλ. παλιότερη συνέντευξή του, επικριτική για την Ρούσεφ: Η κυβέρνηση αδυνατίζει ακριβώς επειδή υποχωρεί στις πιέσεις της Δεξιάς (φύλλο 281).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!