Αρχική πολιτισμός Κωστής Παλαμάς: Ένας γνωστός άγνωστος

Κωστής Παλαμάς: Ένας γνωστός άγνωστος

Ένας ποιητής με συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής του

 

Του Ανδρέα Λούνη*

 

«Ένα μικρό κεφάλι μ’ αραιά άσπρα μαλλιά, με μυτερό γένι, ακουμπισμένο στην παλάμη του χεριού, δυο ζωντανά, γοργοκίνητα εκφραστικά μάτια -πεσμένα πάνω στον ομιλητή- που ανάμεσά τους περνούσαν διαδοχικά όλες οι αποχρώσεις της διανοίας – η απορία, η έκπληξη, η κατανόηση, η επιδοκιμασία». Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει ο Τέλλος Άγρας τον Κωστή Παλαμά, έτσι όπως τον αντίκρισε σε μια από τις συνεδριάσεις της Ακαδημίας των Αθηνών· μια περιγραφή που ταιριάζει απόλυτα και στο γνωστό πλέον στο πανελλήνιο άγαλμα του Κωστή Παλαμά, της οδού Ακαδημίας.

Το όνομα του Κωστή Παλαμά είναι ένα σημαίνον κενό περιεχομένου για τους περισσότερους σήμερα. Μολονότι αποσπασματικά και κάποτε με εξαμβλωματικό τρόπο γνωστός από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση, η συνολική προσφορά του στο λογοτεχνικό πεδίο παραμένει άγνωστη ή ελάχιστα φωτισμένη, στην καλύτερη περίπτωση, για το σημερινό αναγνωστικό κοινό. Δεν λείπουν, μάλιστα, οι μομφές για την ποιητική του παραγωγή: θεωρείται υπερβολικά παραδοσιακός για τις σημερινές αναζητήσεις της ποίησης, κατηγορείται για μεγαλοστομία, έλλειψη βάθους και λυρικότητας, εντέλει κρίνεται ως «αντιποιητικός».

Οι ενστάσεις αυτές παραβλέπουν, όμως, το γεγονός ότι σε ένα εκτενέστατο σε όγκο έργο -τα επίσημα Άπαντά του αριθμούν τους 16 τόμους και υπάρχουν και πολλά άλλα κείμενά του που δεν περιλαμβάνονται- υπάρχουν και οι αδύνατες και οι άτυχες στιγμές. Δεν είναι, όμως, αυτές που έχουν το κέντρο βάρους και το πρόσημο της λογοτεχνικής του συνεισφοράς είναι θετικό. Για αυτό, αναντίρρητα, αποτέλεσε την κεντρική φυσιογνωμία του πνευματικού κόσμου από τη δεκαετία του 1880 έως και τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η προσωπικότητά του σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, ώστε δικαιολογημένα ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Λογοτεχνίας του να τιτλοφορεί το μέρος όπου περιγράφεται η λογοτεχνική παραγωγή των σύγχρονών του Στη βαριά σκιά του Παλαμά.

Η ποιητική του παραγωγή καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. Ξεχωρίζουν οι εξής ποιητικές συλλογές: Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), Ύμνος εις την Αθηνάν (1889), Τα μάτια της ψυχής μου (1892), Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897), Τάφος (1898), Η ασάλευτη ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η φλογέρα του Βασιλιά (1910), Οι καημοί της λιμνοθάλασσας και Τα Σατυρικά γυμνάσματα (1912), Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), Βωμοί (1915), Ο κύκλος των τετραστίχων (1929), Οι νύχτες του Φήμιου (1935).

Μέσω της ποίησής του στάθηκε ίσως η μοναδική προσωπικότητα που εξέφρασε απόλυτα και καθ’ ολοκληρία τον ελληνικό κόσμο του καιρού του. Στη λογοτεχνική του παραγωγή μπορούμε να διακρίνουμε πολλές όψεις της νεοελληνικής σκέψης και Ιστορίας: την άδολη αγάπη για την αρχαιότητα του κλασικιστικού ιδεώδους (Ύμνος εις την Αθηνάν), μια ανάγκη για ενδοσκόπηση και αναστοχασμό μετά τη βαριά ήττα του 1897 (Η ασάλευτη ζωή), την επαναστατική ορμή και κάποτε οργή που ακολούθησε και οδήγησε στο κίνημα στο Γουδή και τον μαχόμενο δημοτικισμό (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Σατιρικά Γυμνάσματα), την ανακάλυψη και αποκατάσταση του Βυζαντίου (Η φλογέρα του βασιλιά), τον πολεμικό ενθουσιασμό και την αισιοδοξία των χρόνων των Βαλκανικών Πολέμων (Η πολιτεία και η μοναξιά, Βωμοί), τους απόηχους της μικρασιατικής καταστροφής (Οι λύκοι).

Την ποιητική του την χαρακτηρίζει μια δυαδικότητα, οι πόλοι που αντιτίθενται αλλά ταυτόχρονα συμπλέκονται και συνηχούν. Αφενός είναι ο «λυρισμός του εγώ», ο ελάσσων τόνος, ποιήματα που διακρίνονται για το λυρισμό τους, για την εσωστρέφεια και συχνά για την ηττοπάθειά τους, αφετέρου βρίσκεται ο «λυρισμός του εμείς», ο μείζων τόνος, με τον επικό του χαρακτήρα και ένα αίσθημα συλλογικότητας, που ενσαρκώνει τα «μεγάλα οράματα» του ελληνισμού. Χαρακτηριστικά και έξοχα παραδείγματα ποιημάτων του πρώτου λυρισμού βρίσκονται στη συλλογή Η ασάλευτη ζωή και κατεξοχήν δείγμα του δεύτερου τόνου η επική σύνθεση Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Η ζεύξη των δύο αυτών στοιχείων φαίνεται με ενάργεια στον τίτλο της συλλογής Η πολιτεία και η μοναξιά, η κοινωνικότητα και η μόνωση μαζί.

Πρέπει να επισημανθεί πως ο Παλαμάς υπήρξε άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία της ελληνικής γλώσσας. Ένθερμος οπαδός του δημοτικισμού, γεγονός που του προκάλεσε προβλήματα στο χώρο της εργασίας του -υπήρξε από το 1897 γενικός γραμματέας του γλωσσαμυντορικού τότε Πανεπιστημίου Αθηνών- έδωσε μεγάλη έμφαση στα λογοτεχνικά προηγούμενα που διέθετε η νεοελληνική λογοτεχνία, όπως ο Σολωμός, η κρητική λογοτεχνία και το δημοτικό τραγούδι, χωρίς να αδιαφορεί για την ισχύουσα χρήση της γλώσσας. Επίσης, στράφηκε στο απώτερο παρελθόν και άντλησε γλωσσικό υλικό από τη βυζαντική δημώδη γλώσσα.

Πάνω από όλα ο Παλαμάς είχε συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής του. Ως «στοχαστικός τραγουδιστής», όπως αποκαλούσε τον εαυτό του και έχοντας ως επίκεντρο τις έννοιες της γλώσσας και το έθνους, μέσω της ποίησης επιχείρησε να περάσει το μήνυμα ότι η πράξη οφείλει να αντικαταστήσει τα κενά λόγια και ότι ο λόγος πρέπει να εξυπηρετήσει γόνιμα την πράξη. Για αυτό προκάλεσε και αντιπάθειες και μάλιστα υπήρξαν αποδοκιμασίες εις βάρος του, όπως από τους συντηρητικούς οπαδούς της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας που κατά τη διάρκεια των Ορεστειακών (1903) κραύγαζαν «Κάτω ο Παλαμάς». Παρ’ όλα αυτά υπερασπίστηκε τα πιστεύω του καθώς όπως είχε δηλώσει «ο προορισμός του τεχνίτη του λόγου είναι αμεσότερα ηθοπλαστικός και η λειτουργία κοινωνικά φανερωτέρα». Ένα επίκαιρο και διαχρονικό δίδαγμα.

 

* Ο Ανδρέας Λούνης είναι φιλόλογος

Σχόλια

Exit mobile version