Αρχική πολιτική ΚΚΕ: «Σταθεροποίηση» ή κάτι άλλο;

ΚΚΕ: «Σταθεροποίηση» ή κάτι άλλο;

Στις εκλογές το ΚΚΕ δεν πήγε καλά. Φταίει μόνο η γενική ατμόσφαιρα και τα «ψεύτικα διλήμματα των αστικών δυνάμεων»; Η ισχύς των διλημμάτων είναι ένας παράγοντας πέρα κι έξω από την επίδραση άλλων, «τρίτων» εναλλακτικών;

Το ΚΚΕ δεν πείθει, όχι γιατί είναι πολύ αριστερό και ριζοσπαστικό αλλά γιατί η «μόνη κερδισμένη ψήφος» που διεκδικεί, δεν τίθεται στην προοπτική μιας αλλαγής. Αν η «συνέπεια» του κόμματος, σημαίνει ότι τα πάντα είναι προβλέψιμα και τίποτα ενδιαφέρον δεν μπορεί να προκύψει από τη δράση του, τότε και η εκλογική του δύναμη θα παραμένει στα κλασσικά. Μια εκλογική εκστρατεία εντελώς αυτοαναφορική και κομματοκεντρική, μακριά από τη διάθεση, τους προβληματισμούς και τα πολιτικά επίδικα, δεν μπορεί να αγγίξει. Η γραμμή «εμείς τα λέγαμε» και «επιβεβαιωθήκαμε για τον ΣΥΡΙΖΑ» είναι στην ουσία εντελώς απολιτική. Να κατεβαίνεις στις εκλογές με τη «λαϊκή εξουσία», το «έξω από την Ε.Ε.» και τα σφυροδρέπανα είναι εγγύηση στασιμότητας. Η ηγεσία του ΚΚΕ το γνωρίζει, αν δε θέλουμε να είμαστε εντελώς αφελείς. Ο στόχος είναι η αναπαραγωγή ενός κομματικού μηχανισμού, μέσω μιας θέσης στα αριστερά αυτού του ναρκοθετημένου πολιτικού συστήματος. Η «μάξιμουμ» συνθηματολογία, αυτό ακριβώς εξυπηρετεί.

Το ΚΚΕ δεν πείθει, όχι γιατί είναι πολύ αριστερό και ριζοσπαστικό αλλά γιατί η «μόνη κερδισμένη ψήφος» που διεκδικεί, δεν τίθεται στην προοπτική μιας αλλαγής

Υπάρχει βέβαια ένα ζήτημα που αφορά τη γενική φυσιογνωμία του κόμματος την τελευταία δεκαετία. Φυσιογνωμία τόσο ως προς τον πολιτικό του λόγο, όσο και ως προς τη στάση του απέναντι στις μεγάλες περιπέτειες του λαού και της χώρας. Ας θέσουμε μόνο δυο κριτήρια: Πρώτον, κατά πόσο αυτό το κόμμα στρίμωξε, εμπόδισε επιλογές της κυρίαρχης τάξης και δεύτερον, σε τι βαθμό κατανόησε, εξέφρασε, συμμετείχε στις ανησυχίες, τις αμφισβητήσεις, τα σκιρτήματα του ελληνικού λαού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το ίδιο θέμα. Γιατί δίχως μεγάλα κινήματα και εξεγέρσεις, φαντάζει δύσκολο να αναχαιτιστεί η επίθεση, πόσο μάλλον να ανοίξουν ελπιδοφόροι δρόμοι. Οι απαιτήσεις, τα αναγκαία προχωρήματα, οι στοχεύσεις, οι ποιότητες αυτών των αγώνων, δεν μπορούν να τίθενται εξωτερικά της πραγματικής κίνησης του κόσμου, ως «σωστή γραμμή» και «ξεκάθαρη πλατφόρμα». Εκτός κι αν τέτοια «πραγματική κίνηση» δεν υπήρξε στην Ελλάδα, και «κίνημα» θεωρήσουμε τις στενά κομματικές εκδηλώσεις και τις εικονικές ενέργειες μηχανισμών. Στην περίπτωση βέβαια του ΚΚΕ (και όχι μόνο) η συνείδηση αυτών των κινημάτων ήταν συχνά πολύ πιο προχωρημένη από την ιδεολογική και πολιτική συνείδηση του κόμματος. Κι αυτό αναφέρεται γιατί συχνά η μομφή προς το ΚΚΕ καταλήγει σε ένα περιοριστικό συμπέρασμα του τύπου «πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν το ΚΚΕ ήταν μέσα σε όλα αυτά για να προσφέρει τα φώτα του».

Εδώ το πρόβλημα παρουσιάζεται πιο πεζό και οι «επιτυχίες» πολλές για όσους δε θέλουν καταρχήν να ξεχνούν. Το ΚΚΕ στάθηκε εχθρικά απέναντι στις εκδηλώσεις του λαού που κορυφώθηκαν τη διετία 2010-2012. Δεν αναγνώρισε καν ότι Μνημόνια και Τρόικα όρισαν μια διαφορετική ποιοτικά κατάσταση και σφύριζε αδιάφορα δηλώνοντας σε όλους τους τόνους ότι «καπιταλισμό είχαμε, καπιταλισμό έχουμε». Σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα, συνέχισε τη «μάχη στους χώρους εργασίας», όπως την καταλάβαινε, και φυσικά τον υπέρ πάντων εκλογικό αγώνα. Σε σχέση με τη συμφωνία των Πρεσπών, δεν έκανε ουσιαστικά τίποτα για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Τα συγχαρητήρια που παίρνει το ΚΚΕ από τον αστικό πολιτικό κόσμο για την υπευθυνότητά του ή η απόλυτη αδιαφορία του συστήματος γι’ αυτό, θα έπρεπε να μας προβληματίζουν για την επαναστατικότητά του.

Η κατάντια του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί αρκετές φορές στην επιστροφή σε κάτι που φαντάζει σταθερό και έντιμο. Είναι μια στάση που δεν βοηθά να βγουν γόνιμα συμπεράσματα για τη τελευταία δεκαετία, για την πολιτική, τις πολιτικές δυνάμεις, τους στόχους, τα κινήματα στην εποχή μας. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε και όχι με το «πόσο καλά τα λέει ο Κουτσούμπας στη Βουλή». Αυτό αποτελεί σε ένα βαθμό μια εκδοχή του «το μη χείρον βέλτιστον». Είναι σωστό να μη δίνουμε στην ψήφο μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι έχει, δε γίνεται όμως να κατεβάζουμε και τόσο πολύ τον πήχη.

Σχόλια

Exit mobile version