του Χριστόδουλου Δολαψάκη

Με όχημα την πανδημία ασκούνται πολιτικές που επαναορίζουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, προσωπικής και κοινωνικής. Μπορεί επιστημονικά η εμφάνιση μιας πανδημίας να είχε προβλεφθεί, μπορεί η αλληλεπίδραση με όρους καταστροφής ανθρώπου και φύσης να καθιστούσε θέμα χρόνου το ξέσπασμά της, αλλά στην πραγματικότητα όλοι ήταν «απροετοίμαστοι». Η «έλλειψη προετοιμασίας» των ελίτ πλέον αποτελεί κοινότοπη διαπίστωση -κριτική στις ελίτ μπορεί να βρει κανείς πλέον απλά ξεφυλλίζοντας επιστημονικά περιοδικά. Η «έλλειψη προετοιμασίας» των συστημάτων υγείας και των εργαζομένων σε αυτά είναι μια συζήτηση που όταν περιορίζεται στον αριθμό κρεβατιών, αναπνευστήρων ή ΜΕΘ φτωχαίνει το νόημα που θα είχε μια «άλλη» προετοιμασία στον τρόπο που νοείται η περίθαλψη, η φροντίδα και η πρόληψη. Εδώ μας ενδιαφέρει η έλλειψη προετοιμασίας όσων αναφέρονται στην αριστερά, στη «ριζοσπαστική σκέψη». Και αυτό γιατί αυτή η έλλειψη προετοιμασίας καθορίζει τον τρόπο και τα επιχειρήματα με τα οποία αποπειράται αυτήν την περίοδο ένα κομμάτι της «ριζοσπαστικής σκέψης» να αντιπαλέψει τη «μεγάλη επανεκκίνηση» του συστήματος στην οποία ζητήματα βιοηθικής, βιοπολιτικής και ρόλου της επιστήμης διαδραματίζουν κομβικό ρόλο.

ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ φάση της πανδημίας, οπότε το «αναπάντεχο» και το «πρωτόγνωρο» ήταν οι λέξεις κλειδιά, οι πρωτοφανέρωτες σε μαζική κλίμακα πολιτικές που καταργούσαν συλλογικές δραστηριότητες και κοινωνική ζωή αντιμετωπίστηκαν γενικώς με συναίνεση. Ουδείς αμφέβαλλε ότι «κάτι πρέπει να γίνει τώρα, εδώ και αμέσως» διότι υπήρξε εμπιστοσύνη στο επιστημονικό κύρος που περιέγραφε και προειδοποιούσε και αφού «τώρα, εδώ και αμέσως» τα ηνία ανήκαν στις ελίτ, αυτές ανέλαβαν το έργο. Φυσικά υπήρξαν εγκαίρως προβληματισμοί και προειδοποιήσεις τα οποία όμως ουσιαστικά αποτέλεσαν είτε θεωρητικές σκέψεις είτε ευχολόγιο: μακάρι ο λαός να έχει ενεργητική στάση, να πιέσει, να διεκδικήσει, να αγωνιστεί, προστατεύοντας ταυτόχρονα και την υγεία του. Σε άλλες εποχές η ευχή μπορεί να είχε πραγματοποιηθεί. Στη σύγχρονη συγκυρία όμως όχι μόνο δεν επινοήθηκαν νέες μορφές συλλογικότητας, αλλά αντιθέτως η στροφή προς τα «μέσα», προς τον εαυτό, προς τον ατομοκεντρισμό, ενισχύθηκε. Η απομόνωση, η τηλε-εκπαίδευση, η τηλε-εργασία, η τηλε-ζωή θεωρήθηκαν αναγκαία κακά και η «ριζοσπαστική σκέψη» συναίνεσε και εφήυρε «μέτωπα» για τα οποία οι ελίτ μακάριζαν την τύχη τους και παρέλειψε άλλα: ας θυμηθούμε τις επιθέσεις ενάντια στους πιστούς που πηγαίνουν στις εκκλησίες και κοινωνούν στο όνομα του «ορθού λόγου».

Πολύ γρήγορα κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμοί συνήλθαν από το «αναπάντεχο» και το χρησιμοποίησαν ως όχημα τεράστιας κλίμακας αναδιατάξεων όλων των ειδών. Ο νευραλγικός ρόλος και η συνενοχή του επιστημονικού λόγου σε αυτές τις αναδιατάξεις έχει περιγραφεί πολλάκις. Εδώ ας τονιστεί ότι το «χρησιμοποίησαν» δε σημαίνει «το εφήυραν». Το σύστημα έχει αποδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του να προσαρμόζεται και να αναλαμβάνει ρίσκα εκμεταλλευόμενο κάθε είδος κρισιακό φαινόμενο. Η «συνωμοσιολογία» ως αντίδραση φανερώνει απλά αδυναμία απάντησης και έλλειψη του αντίστοιχου ταλέντου από το «αντίπαλο στρατόπεδο», ιδίως όταν προέρχεται από τα ίδια χείλη που γέμιζαν σελίδες περί «επικείμενης περιβαλλοντικής κρίσης».

Η εξώφθαλμη πλέον εργαλειοποίηση της πανδημίας, ο καταιγισμός ρυθμίσεων, κανόνων και νόμων βιοπολιτικής, ο «εφιάλτης» που όχι μόνο δε τελειώνει αλλά μάλλον ζούμε την αρχή του, φαίνεται ωσάν να προκάλεσε τις ενοχές κάποιων που αναφέρονται στη ριζοσπαστική σκέψη και πρόσφεραν τη συναίνεσή τους μία πρώτη περίοδο. Είναι σαν να «εκδικούνται» την εμπιστοσύνη που επέδειξαν στην επιστήμη όταν αποδέχθηκαν να «μείνουν σπίτι».

Εάν όσοι ομνύουν στην «υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο» είχαν την πεποίθηση ότι η σημερινή, υπαρκτή, καπιταλιστική επιστήμη μπορεί να θεραπεύσει έγκαιρα και πλήρως αποτελεσματικά οποιαδήποτε ασθένεια και κάθε λοιμογόνο παράγοντα (ακόμα και αν διαβεβαίωναν ότι η «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι ουτοπία), οπότε αν κάτι τέτοιο δε γίνεται «κάτι μας κρύβουν», τότε απλά αυτό αποτελεί απόδειξη του επιστημονισμού που θέλουν να καταρρίψουν και φανερώνει την υπόκλιση στην αφήγηση μιας ανίκητης «επιστημονικής προόδου». Η «απογοήτευση» που η επιστήμη δεν κατορθώνει να «εξαφανίσει» τον κορωνοϊό όπως εξαφάνισε την ευλογιά και την πανούκλα αντί να οδηγήσει σε σοβαρή κριτική περί «προετοιμασίας» (ένα από τα νοήματα της «υπαγωγής») οδηγεί σε αντι-ορθολογικό λόγο και μάλιστα με «επιστημονική» βιβλιογραφία. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ο θόρυβος με τα μονοκλωνικά αντισώματα που για μια περίοδο έγιναν η «επιστημονική παντιέρα» της αριστεράς ως η «πανάκεια» που την κρύβουν, τη χρησιμοποιούν μόνο οι ελίτ σε αντιδιαστολή με το εμβόλιο; Εδώ δε μας ενδιαφέρει η παράθεση των επιστημονικών δεδομένων αλλά η λογική: η επιστήμη σίγουρα έχει κάπου κρυμμένη τη λύση αλλά μας την κρύβουν οι πολιτικοί. Πολύ «φτωχή» οπτική της υπαγωγής…

ΩΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΗ των παραπάνω, τα εμβόλια ενάντια στον κορωνοϊό, καθώς αποτελούν το κύριο εργαλείο μέσω του οποίου προωθούνται πολιτικές διαχωρισμού, διχασμού και διάλυσης του συλλογικού αντιμετωπίζονται -ως τέτοια- με επιφύλαξη που φτάνει σε παραδοξότητες και αντιφάσεις. Η ταχύτητα και η τεχνολογία χάρις στις οποίες έγιναν διαθέσιμα θεωρούνται ύποπτα φαινόμενα. Το κύριο προτέρημά τους, χάρις στο οποίο έχουν σωθεί ζωές, η πρόληψη της σοβαρής νόσου, αμφισβητείται. Η έλλειψη 100% αποτελεσματικότητας θεωρείται φιάσκο (και ενισχύει την κρουσματοφοβία στην οποία επενδύει η εξουσία). Το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν αφού πρώτα μελετήθηκε η δράση τους σε κάποιο αριθμό ανθρώπων θεωρείται πείραμα. Η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών ως λογικό αποτέλεσμα της χρησιμοποίησής τους σε εκατομμύρια ανθρώπους και όχι σε λίγες εκατοντάδες και σε συχνότητες απείρως υποδεέστερες της χρησιμότητάς τους θεωρείται «αποκάλυψη» και λόγος απόσυρσης. Τα αρκετά αναπάντητα ερωτήματα θεωρούνται απόδειξη ανεπάρκειας. Όσοι υπερασπίζονται τη χρησιμότητα των εμβολίων ως το κύριο και το πιο αποτελεσματικό όπλο ενάντια στην πανδημία κινδυνεύουν να θεωρηθούν συνένοχοι των πολιτικών που τα εργαλειοποιούν.

Για τη συζήτηση που κάνουμε δεν έχουν τόση σημασία τα «επιστημονικά» δεδομένα και οι μελέτες: την εποχή της πανδημίας πληροφορίας είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν «επιστημονικά» επιχειρήματα για όλα τα γούστα και πολλοί στήνουν καριέρες χάρις σε αυτό. Για άλλη μια φορά σημασία έχει η λογική και η μέθοδος της κριτικής. Μία «άλλη» επιστήμη, σε ένα «άλλο» σύστημα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων θα εκμεταλλευτεί τις προόδους και τις καινοτομίες που έχουν υπάρξει, αποτέλεσμα των οποίων είναι και τα εμβόλια; Η σύγχρονη τακτική σύμφωνα με την οποία πριν να κυκλοφορήσει ένα φάρμακο πρέπει να δοκιμαστεί στο εργαστήριο, στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα φάρμακα, σε υγιείς εθελοντές, σε μικρούς αριθμούς ασθενών δεν αποτελεί πείραμα αλλά επιστημονική μέθοδο σε αντιδιαστολή με πραγματικά πειράματα του μεσοπολέμου και «γνώμες ειδικών» που εφαρμόστηκαν και ποτέ δεν επαληθεύτηκαν. Με ποιον άλλον τρόπο ένα εμβόλιο θα αποδειχθεί ασφαλές παρά μόνο αν δοκιμαστεί και συλλεχθούν δεδομένα από εκατομμύρια ανθρώπους; Οι αναπροσαρμογές, επανασχεδιάσεις ή οι πιθανές ανεπάρκειες είναι γνωρίσματα της «επιστήμης υποταγμένης στο κεφάλαιο» ή της επιστημονικής μεθόδου ως τέτοιας;

Ας συνεχιστεί λίγο πιο προκλητικά ο συλλογισμός. Η Κούβα, η οποία δικαίως αποτελεί πρότυπο ανεξαρτησίας έφτασε στην παραγωγή και στην κυκλοφορία εμβολίων με κάποια «άλλη» επιστημονική μέθοδο; Δεν υπήρξε «πείραμα» στον κουβανικό λαό ή μήπως τα κουβανέζικα εμβόλια θα είναι χωρίς παρενέργειες και 100% αποτελεσματικά επειδή είναι κουβανέζικα; Μάλλον θα ήταν πιο πλούσιος ο προβληματισμός για μια «άλλη» επιστήμη σκεφτόμενοι ότι το «ζηλευτό» στην Κούβα δεν είναι μόνο η παραγωγική της ανεξαρτησία, αλλά πιθανώς η θέση που έχει η έρευνα και η ιατρική στην ταυτότητά της, το κύρος που απολαμβάνουν οι επιστήμονές της, η οπτική για την υγεία στην οποία διαπαιδαγωγούνται οι γιατροί της, η εμπιστοσύνη που έχει οικοδομηθεί με το λαό της. Δε φαντάζει απολύτως «δυτική» η συζήτηση για τις παρενέργειες των εμβολίων την ίδια στιγμή που ασκείται και δικαίως κριτική στο γεγονός ότι οι χώρες του τρίτου κόσμου έχουν σχεδόν αποκλειστεί από τη χρήση τους; Το σώμα του «δυτικού ανθρώπου» φαντάζει ξαφνικά πιο πολύτιμο.

Ο ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ στο βιβλίο του «Ιατρική Νέμεση» ήταν τίμιος σε σχέση με τη δυνατότητα για μια «άλλη επιστήμη» υποστηρίζοντας ότι εδώ και καιρό η ιατρική έχει ξεπεράσει το στάδιο που ήταν χρήσιμη και ό,τι εφαρμόζει έκτοτε προάγει την ασθένεια και όχι την υγεία. Επεκτείνοντας αυτή τη γνώμη -που έχει πλούτο μέσα στην υπερβολή της- μπορούν και πρέπει να ειπωθούν πολλά για τις ψυχικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής των εμβολιασμών, του φόβου των ανεπιθύμητων ενεργειών, της ανασφάλειας για την προστασία που προσφέρουν, της ριζικής αλλαγής των διαπροσωπικών και συλλογικών σχέσεων και όλα αυτά με τις ευλογίες πολιτικής και επιστημονικής εξουσίας. Η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει προς τα εμπρός και όχι προς τα πίσω. Αυτό το άρθρο ας θεωρηθεί ως μία προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση.


Σφάξε τους αγά μου να αγιάσουν

Μια απαραίτητη διευκρίνιση. Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή απόψεις και γνώμες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί κυρίως στο διαδίκτυο από ανθρώπους που πραγματικά αντιλαμβάνονται και αντιδρούν στις πρωτόγνωρες πολιτικές κοινωνικού διχασμού, μοντελοποίησης και διάλυσης του συλλογικού. Αποτελεί μία προσπάθεια συνέχισης του διαλόγου, έκθεσης προβληματισμών και εξαγωγής συμπερασμάτων με αυτούς που νοιάζονται για μια κριτική στάση με το βλέμμα στο μέλλον. Σε αυτούς δε συμπεριλαμβάνονται άνθρωποι και συλλογικότητες που σπεύδουν να διατυμπανίσουν την «υπευθυνότητά» τους μέσω εξωφύλλων υπέρ του εμβολίου και «αριστεροί» επιστήμονες που στήνουν καριέρες και βιογραφικά χάρις στη συγκυρία από Λόντρα, Παρίσι και Νιού Γιόρκ. Σφάξε τους αγά μου να αγιάσουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!