της Μαρίας Θ. Μάρκου

 

Όταν έλεγαν «άνοιξε το χέρι σου» δεν ήταν για καλό. Ποτέ δεν κατάλαβα αν υπήρχε όριο στις ξυλιές ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος. Υπήρχε και το παράγγελμα «όρθιος στον τοίχο». Τώρα μοιάζει περίεργη η ομοιότητα ανάμεσα στις ποινές για τις σχολικές μας αταξίες και στα βασανιστήρια. Τότε οι μανάδες μας φοβέριζαν «θα σε δώσω στον αστυνόμο» – και τον ξέραμε με τ’ όνομά του τον ασφαλίτη μπροστά στο σπίτι του γείτονα. Αλλά για τα παιδιά που ήμασταν τότε, αυτό ήταν μονάχα ένα από τα χίλια μυστικά που μοιραζόμασταν στις αυλές του συνοικισμού. Και το σχολείο μας το αγαπούσαμε, παρά τις τιμωρίες, τους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς και τους πληκτικούς λόγους στις εθνικές εορτές, γιατί εκεί μπορούσαμε να μοιραστούμε μιαν αφήγηση του κόσμου που μας καλούσε. Από τα κενά της και τα ψέματα, μας προστάτευε η ατέλειωτη επινοητικότητα που έχουν τα παιδιά στην ανυπακοή.

Το σχολείο μας είχε πέτρινους τοίχους και μωσαϊκά, τις αίθουσες με τα ψηλά παράθυρα να κοιτάνε το Νότο. Μύριζε κιμωλία και το κουδούνι για τα διαλείμματα το χτυπούσαν τα παιδιά της έκτης. Στο υπόγειο λειτουργούσε ακόμα το συσσίτιο των απόρων. Στην ασφαλτοστρωμένη αυλή κάναμε γυμναστικές επιδείξεις, μαθαίναμε το βήμα για την παρέλαση, λέγαμε την πρωινή προσευχή και, στα περιθώρια του καθημερινού φασισμού, τα παιδιά παίζαμε μακριά γαϊδούρα κάτω από την αλέα με τις πιπεριές και οι δάσκαλοι προσπαθούσαν κάτι να κάνουν με την πρόσφατη μεταρρύθμιση που αναγνώρισε τη δημοτική. Όχι πως η κυρία Σουζάννα σταμάτησε τους βίους των αγίων, αλλά η κυρία Λιλίκα μας μάθαινε πώς να γράφουμε ομαδικά ένα παραμύθι κι ο κύριος Πεντέας έβαζε τους μεγάλους να προετοιμάσουν το μάθημα της ιστορίας και ήταν μόνο ατύχημα που ο Μπαλαφούτης πήγε για ράμματα όταν ένα χαστούκι τον έριξε στην κόγχη του θρανίου.

Άφησα το σχολείο και τη γειτονιά μας στα εννιά και δεν έπαψα να την αναζητώ. Γύρισα μεγάλη για να ριζώσω. Έλεγα τα παιδιά μου θ’ ανήκουν σε κάποιο τόπο και θα ‘χουν φίλους για μια ζωή κι ένοιωσα συγκίνηση όταν πέρασα μαζί τους την πόρτα του παλιού μου σχολείου με απαράλλαχτη εκείνη τη μυρωδιά. Στην 28η Οκτωβρίου που τραγουδούσε αντάρτικα η μαθητική χορωδία, σκέφτηκα ότι οι καιροί άλλαζαν όπως έπρεπε κι ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων ήταν η σωστή επιλογή.

Στην πρώτη όμως προσπάθεια του συλλόγου για μια ομιλία για τον αστροφυσικό Χόγκινς, η διευθύντρια έβαλε βέτο και, στην πρώτη έκθεση βιβλίου, κατέσχε ό,τι της φάνηκε βλάσφημο. Συνυπήρχαμε έτσι σε αμφίβολη ισορροπία μέχρι που έφτασε ο κύριος Πότης με καλά πτυχία, χιτλερικό μουστάκι και μιαν αδυναμία στα απολυτίκια. Μάθαμε ότι αφιέρωνε σ’ αυτά την πρώτη ώρα κάθε μέρας.

* * *

Έτος 2003, που όλη η Ελλάδα συζητούσε αν ο Οδυσσέας Τσενάι έπρεπε να σηκώσει το εθνικό λάβαρο. Την επομένη εκείνου του εορτασμού, άκουσα από το γραφείο του συλλόγου τρομερή φασαρία στη διπλανή τάξη. Από την ανοιχτή πόρτα, είδα τον καινούργιο δάσκαλο σε κατάσταση αλλοφροσύνης, μ’ ένα από τα αλβανάκια της δευτέρας στον πίνακα να πρέπει ν’ απαντήσει στο ερώτημα «αν γίνει πόλεμος εσύ θα πας με την Αλβανία ή με την Ελλάδα»; Το μικρό έκλαιγε με λυγμούς και ψέλλιζε «με την Ελλάδα» κι ο δάσκαλος του φώναζε ότι είναι αμαρτία να λέει ψέματα. Εκεί ο σύλλογός μας αναρωτήθηκε αν η λέξη ταυτότητα επέβαλλε στα οχτάχρονα παιδιά ν’ αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα σκοτώσουν κάποτε ή θα σκοτωθούν. Αποφασίσαμε ν’ αναλάβουμε δράση κι αρχίσαμε να τρέχουμε από το υπουργείο στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και να πρωτοκολλούμε αναφορές. Μάθαμε έτσι επισήμως ότι η Διεύθυνση εκτιμούσε πολύ το έργο του δασκάλου κι ανεπισήμως ότι, μαζί με τη διευθύντρια κι άλλες δύο δασκάλες του σχολείου, ήταν μέλος της αδελφότητας θεολόγων «Η Ζωή» που, για κάποιο λόγο, είχε βάλει στόχο το σχολείο μας.

Το λόγο τον καταλάβαμε αργότερα, αφού το γραφείο του συλλόγου έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν χρειάστηκε να επισκεφτώ το γραφείο της διευθύντριας, βρήκα μια μεγάλη σειρά παιδιών μπροστά στην πόρτα της, όλα από οικογένειες οικονομικών μεταναστών. Ένα-ένα περνούσαν μέσα και η διευθύντρια τα ρωτούσε αν είναι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί ορθόδοξοι. Τα παιδιά δήλωναν χριστιανοί και η διευθύντρια το σημείωνε στον κατάλογό της. «Έχεις βαφτιστεί;» ήταν η επόμενη ερώτηση. Εκεί, τα παιδιά δίσταζαν, δεν ήξεραν. «Πες στη μαμά σου να έρθει να με δει ή να με πάρει σ’ αυτό το τηλέφωνο» έκλεινε τη συζήτηση η διευθύντρια, προχωρώντας στο επόμενο. «Θα τους συστήσουμε το νονό που θ’ αναλάβει τα έξοδα και τον εφημέριο που θα τα βαφτίσει» μου εξήγησε ψυχρά, πριν προφτάσω να συνέλθω από το σοκ.

Δεν ήμασταν στο μεσαίωνα, αλλά λίγους μήνες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε δόξα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σε άλλα σχολεία και σ’ άλλες γειτονιές τα εκπαιδευτικά πειράματα δεν είχαν τέλος, όπως εκείνου του νεαρού δασκάλου που «μπάρκαρε» με τα παιδιά του στο «Κον Τίκι» και ξανάγραψαν με τις δικές τους εμπειρίες το ημερολόγιο καταστρώματος. Στο δικό μας, η μετριότητα έπαιρνε την εκδίκησή της απέναντι σε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία και οι δάσκαλοι σώπαιναν φοβισμένοι μέχρι να περάσει η μπόρα. Έτσι πέρασε ανέπαφος κι ένας δάσκαλος με ύποπτη συμπεριφορά, που συγκέντρωσε τις διαμαρτυρίες των γονιών αλλά είχε την προστασία ενός βουλευτή της δεξιάς. Κάποια στιγμή μετατέθηκε σε κοντινό σχολείο για να σταματήσει η φασαρία κι εξακολουθούσε να διδάσκει εκεί, όταν τον συνέλαβαν για συμμετοχή σε σπείρα που πουλούσε προστασία σε μαγαζιά.

Ο σύλλογός μας είχε διαλυθεί όταν έφυγε η διευθύντρια με τιμές, αναβαθμισμένη σε σύμβουλο στον τόπο καταγωγής της όπου, φαντάζομαι, θα συνεχίζει τη διακονία του Κυρίου από καλύτερη θέση. Δεν καταφέραμε να προσφέρουμε τίποτα στην εκπαίδευση των παιδιών μας οι συνδικαλισμένοι γονείς, από τη στιγμή που σκοντάψαμε στο παραθρησκευτικό κύκλωμα που παρασιτεί στο Υπουργείο Παιδείας. Καταλάβαμε μόνο πόσο νοσογόνος και πόσο ισχυρός, πόσο μεγάλη δύναμη συντήρησης είναι ο εναγκαλισμός της δημόσιας εκπαίδευσης με την εκκλησία.

* * *

Δυσκολεύομαι να πω αυτή την ιστορία σε φίλες που μοιράστηκαν συναρπαστικές στιγμές στο σχολείο με τα παιδιά τους και με δασκάλους ανοιχτόμυαλους και καταρτισμένους. Μήπως δε βλέπω αυτούς τους ανοιχτούς ορίζοντες, αυτή την όρεξη για αναζητήσεις σε συνέδρια και σε δημοσιεύσεις εκπαιδευτικών; Σαν να έχει ήδη ξεκινήσει από πολλές πλευρές η αλλαγή που όλοι περιμένουμε, που χρόνια περιμένουμε στο σχολείο και δεν μένει παρά η θεσμική της έκφραση. Κι όμως, κάθε φορά που φτάνει η ώρα για αυτό, βεβαιώνομαι πως δεν είδα εφιάλτη γιατί τότε ξυπνάει το έκτρωμα του αναχρονισμού και εκείνη η «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ζητάει τα δικαιώματά της από μια κοινωνία που νομίζει ότι μπορεί ν’ αφήσει πίσω της τα τέρατα που γεννάει ο ύπνος της λογικής. Είναι δυο χρόνια που ξαναζούμε αυτή τη σύγκρουση κι αναρωτιέμαι πόσο ισχυρός είναι ο αντίπαλος και γιατί του χαρίζουμε τη χαρά και το μέλλον των παιδιών μας. Πόσες γενιές ακόμα θα ζήσουν τον παραλογισμό και την αθλιότητα αν δεν κάνουμε τώρα κάτι γι αυτό;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!