του Γιάννη Σχίζα
Αυτή η ενότητα των τεσσάρων αφηγημάτων της Ηρώς Νικοπούλου που χωρούν μέσα σε ένα βιβλιαράκι των εκδόσεων Γαβριηλίδη, αποτελεί για άλλη μια φορά μια εκπομπή του παράδοξου πλην αληθοφανούς. Ή μάλλον, του αφηγήματος που δίχως να κάνει έστω και ένα μέτρο υποχώρησης από τη λέξη-προς-λέξη-αληθινότητά του, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα αλλόκοτο. Η δράστις, συγγραφέας με προϋπηρεσία τουλάχιστον από το 2003 –έχοντας στο ενεργητικό της ένα μυθιστόρημα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων– έδειξε στην πορεία της με ένα σύνολο 23 διηγημάτων από το 2015 στην «Ασφαλή πόλη», πως μπορεί να προκαλεί με τον ρέοντα λόγο της τον αναγνώστη σε μια ενδοσκόπηση. Και ταυτόχρονα, να προκαλεί τον μέσο γραφιά να σκεφθεί πάνω στους όρους και στις προοπτικές του κάθε του γραπτού! Πάντως, στην παρούσα κατάσταση, δεν διστάζει να ρίξει ορισμένες «μπηχτές» θυμίζοντας τα παιδιά που εξακολουθούν μετά από τα ντοκτορά στις Σορβόνες να κοιμούνται στα παιδικά τους δωμάτια και γενικώς να ζουν σε μια υπερχρεωμένη χώρα – που απλώς θέλει τη σωτηρία…
Πρόκειται για διηγήματα έξω από κάθε συμβατικότητα αλλά με όλους τους συμβατικούς κανόνες της αφήγησης: Ο λόγος της είναι στρωτός, ομαλός, χωρίς στροφές και επιταχύνσεις, τα συμπεράσματά της προετοιμάζονται μεθοδικά, κι όμως ξεσπάνε εκεί που δεν τα περιμένεις.
Είναι φαρμάκι ή φάρμακο –αναρωτιέται η συγγραφέας για το «γράψιμο» εν γένει– γι’ αυτές τις «υπαρξιακές επενδύσεις» που παιδεύουν συχνά με τους γρίφους τους….