Οι «Μαρίκες» του Ηλία Φραγκάκη που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις της «Εστίας» είναι ένα μυθιστόρημα πολυπρισματικό, όσο και συναρπαστικό. Και συνάμα, βαθύτατα πολιτικό. Δύσκολα μπορείς να το κατατάξεις διότι αξιοποιεί με τον πλέον δημιουργικό τρόπο πολλές πηγές της λογοτεχνικής παράδοσης.

Υπάρχει σασπένς με στοιχεία θρίλερ, υπάρχει και η ιστορία μιας ζωής, υπάρχουν πολλές λογοτεχνικές και πολιτικές αναφορές. Και παρά το ζοφερό του κλίματος και του θέματος, ένα ιδιαιτέρως καυστικό χιούμορ. Και ο αυτοσαρκασμός του ανθρώπου-συγγραφέα που ξέρει τι πάει να πει «μέτρο».

Ήρωές του πραγματικοί απόκληροι της ζωής. Δυο γέροντες που ζουν σε τροχόσπιτα. Γύρω τους ο συγγραφέας υφαίνει το νήμα του. Ο ένας έζησε στο πετσί του όλες τις περιπέτειες της Αριστεράς και υπήρξε πολιτικός πρόσφυγας στη Βουλγαρία. Ο άλλος από το αντίπαλο στρατόπεδο, πολέμησε με τον Εθνικό Στρατό στον Εμφύλιο.

Ένα μικρό προσφυγόπουλο θα τους ενώσει. Αλλά και ένα έγκλημα…

Στον περίγυρο ζούμε τη φρίκη των νεοναζιστικών συμμοριών. Εδώ η περιγραφή γίνεται σκληρή, ανελέητη. Δεν ωραιοποιείται τίποτα. Φρικιά ο αναγνώστης. Και καλά κάνει. Διότι έτσι είναι τα πράγματα σήμερα.

Το βιβλίο μάς δείχνει τη σκοτεινή όψη του φεγγαριού σε όλα τα επίπεδα. Όμως μας δίνει και την ελπίδα και την ανθρωπιά. Όχι όπως κάτι γλυκανάλατα μυθιστορήματα του συρμού, αλλά ως ένα αυθεντικό αφήγημα.

Η πραγματικότητα θα μας δείξει πώς την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε…

Σαρκάζεται και η «υψηλή» λογοτεχνία με τις ασκήσεις ύφους, γραμμένη για να μπαίνει στις short list κρατικών και άλλων ψευδεπίγραφων βραβείων λογοτεχνίας.

Η εξαιρετική γραφή του συγγραφέα υπηρετεί το θέμα του κι όχι το ανάποδο. Είναι συμπάσχων κι όχι υπεράνω κριτής.

Απόλαυσα πραγματικά την ανάγνωση: Θύμωσα, γέλασα, τρόμαξα, συγκινήθηκα. Αγχώθηκα και διασκέδασα. Και σκέφτηκα…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Οι «Μαρίκες» είναι το πρώτο σου μυθιστόρημα. Πώς αποφάσισες να το γράψεις και πώς σχετίζεται με την προηγούμενη δουλειά σου;
Μάλλον αυτό αποφάσισε να γραφτεί χρησιμοποιώντας εμένα. Ήταν βιώματα, εμπειρίες, γεγονότα στα οποία υπήρξα μάρτυρας, η δουλειά μου δυόμιση χρόνια πλάι σε ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες, που ζητούσαν να βγουν. Η ευτυχής συγκυρία συνέβη όταν επισκέφτηκα τις Μαρίκες, γνώρισα τον Τιτάκο και είδα ένα κάμπινγκ όπου μένουν ως επί το πλείστον μόνιμα κάποιοι άνθρωποι που έχουν πεταχτεί στο περιθώριο λόγω κρίσης. Εκεί επινόησα τον μίτο που διατρέχει την ιστορία και ξετυλίγει και το κουβάρι της. Εκεί τοποθετήθηκαν και οι δύο γέροι από αντίπαλα ιστορικά στρατόπεδα και άρχισε η πλοκή. Η δουλειά μου στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, τα σενάρια, ακόμα και η ποιητική, έχουν νομίζω κοινό παρονομαστή άσχετα από το θέμα τους. Είναι το πολιτικό, το ανθρωπολογικό, το κοινωνικό στοιχείο, που ενώνει και διακρίνει όλες μου τις εργασίες μέχρι σήμερα. Η αγάπη για τον άνθρωπο, η ελπίδα για έναν κόσμο διαφορετικό, το χιούμορ και ο σαρκασμός ακόμη και σε σκληρές στιγμές της ιστορίας.

 

Το μυθιστόρημά σου έχει σαφή πολιτική τοποθέτηση. Θα μπορούσαμε να το εντάξουμε –υπό την ευρεία έννοια– σε ένα είδος στρατευμένης λογοτεχνίας;
Είτε το επιδιώκει κανείς είτε όχι, με την πένα του υπηρετεί πάντα κάποιο όραμα ή κάποιον εφιάλτη. Το ζοφερό παρόν ή κάποιο αύριο πιο ευτυχισμένο. Συνειδητά ή όχι, κάθε άνθρωπος και κατ’ επέκταση ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης λέει «τα μεγάλα ναι ή τα μεγάλα όχι». Η έννοια «στρατευμένο» δεν μου αρέσει γιατί δεν επιτρέπει το στοιχείο της κριτικής και της αυτοκριτικής. Οι «Μαρίκες» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για προσφυγιά, για ρατσισμό, για φασισμό, για αδιαφορία, για ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Έχει πολιτικό μα όχι κομματικό πρόσημο. Είναι πολιτική πράξη να μιλάς για την Ελλάδα που κάνουμε πως δεν βλέπουμε, για αυτούς που κάποιοι τους πέταξαν στο περιθώριο, που αισθάνονται παντού ξένοι, για τους αποσυνάγωγους του τώρα και του χτες, γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν με διωγμούς, με υπερημερία και ύστερα με περιφρόνηση. Είναι πολιτική πράξη να μιλάς για έναν κόσμο διαφορετικό, και επειδή είναι και τα 200 χρόνια από την παλιγγενεσία θα σας έλεγα να φανταστείτε πώς θα ήταν, αν οι πρόγονοι δεν πίστευαν πως ένας κόσμος χωρίς σκλαβιά είναι εφικτός.

 

Επιλέγεις για ήρωα-αφηγητή έναν γάτο. Προς τι αυτή η επιλογή· ως αντίδραση στον «παντογνώστη» συγγραφέα;
Ο γάτος με την συμπαθή μορφή του, την ανιδιοτελή του αγάπη και τις απόψεις του μας προκαλεί ένα χαμόγελο αισιοδοξίας σε μια μαύρη στιγμή. Μια άλλη ματιά στα πράγματα, «απ’ έξω». Πολλά θα μπορούσαμε να διδαχτούμε από τη φύση και τα ζώα. Το τυφλό κέρδος, όπως και ένας αφηρημένος ανθρωποκεντρισμός, δεν είναι η λύση. Χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση. Δεν είμαστε το απαύγασμα της δημιουργίας και όλα τα άλλα επιτρέπεται να καταστραφούν. Και μόνο το γεγονός ότι αρκεί κάποιος «να βγάλει την πρίζα» για να τελειώσει ο ανθρώπινος πολιτισμός ή να «πατήσει το κουμπί» και να εξαφανίσει τα πάντα, αρκεί για να αποδείξει του λόγου το αληθές.

 

Φαίνεται να γνωρίζεις καλά τη ζωή στις χώρες του κάποτε λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»; Έχεις προσωπική εμπειρία; Τι θα κρατούσες από αυτά τα καθεστώτα;
Δεν υπάρχει γενικά «ζωή στις χώρες του σοσιαλισμού». Από χώρα σε χώρα υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις. Άλλο Μόσχα, άλλο Βουδαπέστη, άλλο Σόφια. Επίσης άλλο Μόσχα και άλλο ένα χωριό στον Καύκασο. Εγώ δεν χρησιμοποιώ τον όρο λεγόμενος ή υπαρκτός. Ήταν αυτό που ήταν. Κατά τη γνώμη μου και εκ των υστέρων, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Ένα σοσιαλιστικό πείραμα που εξάντλησε τα όριά του σε ένα κομματικογραφειοκρατικό μοντέλο κρατισμού. Από μία χώρα έχω προσωπική εμπειρία και σε αυτήν αναφέρομαι στο βιβλίο. Εκτός από την ευγνωμοσύνη μου για τις καλές σπουδές και τις εμπειρίες που μου προσέφερε, είναι μεγάλη η κουβέντα. Για τους θεωρητικούς άνοιξε η συζήτηση για το εάν είναι οι άνθρωποι που φταίνε ή η θεωρία και το απότοκό της σύστημα-κόμμα-εργαλείο που δημιουργεί τέτοιους ανθρώπους και τέτοιες δομές. Κάτι σαν το αυγό του Κολόμβου. Το παιχνίδι πρέπει να κατανοηθεί σε πολλά ταμπλό, διεπιστημονικά. Αποσπασματικά αναφέρω τις ανισότητες χωριού-πόλης, χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, την παραοικονομία, τις διακρίσεις, τις καθυστερήσεις σε διάφορους τομείς. Το σπουδαιότερο είναι πως έχουμε πλέον μια μεγάλη λίστα με το τι «δεν». Επίσης έχουμε μια λίστα με αυτά που ήταν καλά αλλά δεν ήταν αρκετά και καλοστημένα. Το κυριότερο είναι πως φάνηκε, πως ένα διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός.

 

Με τη «Χρυσή Αυγή» στη φυλακή έχουμε ξεμπερδέψει με τον φασισμό;
Καταρχάς δεν είναι όλοι στη φυλακή. Επίσης μερικοί σιγά σιγά και αθόρυβα αποφυλακίζονται. Αλλά το πρόβλημα είναι αλλού. Πώς να ξεμπερδέψεις με ένα ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο όταν εκκρεμούν και διογκώνονται τα προβλήματα που δίνουν λαβή στη δημαγωγία του; Όταν δεν δουλεύεις με τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων; Εννοώ την καλλιέργεια και τη γνώση. Εννοώ την ιστορία που μεθοδευμένα αναθεωρείται στις μέρες μας ξεπλένοντας τον ναζισμό. Σας θυμίζω την ενδεικτική όσο και επικίνδυνη φράση του νυν πρωθυπουργού «τι τον νοιάζει τον σημερινό 17χρονο για τον Λαμπράκη». Όταν όλο το σύστημα αξιών που πλασάρεις μέσω της παιδείας και της κοινωνίας είναι ο ατομικισμός, η κοινωνική άνοδος με κάθε κόστος, η γκλαμουριά. Η αισθητική και ηθική αποτελμάτωση. Ο κυνισμός και ο αμοραλισμός. Θα σας έλεγα πως δεν θα ξεμπερδέψεις αν δεν νικήσεις τις αιτίες που γεννούν τον φασισμό, που υποτίθεται πως είναι ο καπιταλισμός. Αλλά ούτε αυτό δεν φτάνει χωρίς τα παραπάνω.

 

INFO

Οι «Μαρίκες» θα παρουσιαστούν στις 4 Νοεμβρίου στις 19:30 στον Ιανό (Σταδίου 24). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Γιώργος Πλειός, ο Νίκος Βλαχάκης και ο συγγραφέας. Θα διαβάσει αποσπάσματα ο Οδυσσέας Σταμούλης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!