της Αφροδίτης Κατσαδούρη

Ένας καλός πρώτος λόγος τον οποίο συχνά επικαλούμαι στην ερώτηση των νέων σχετικά με τη μελέτη της Ιστορίας είναι η αναπόδραστη βίωση μιας θέσης κατά την οποία θα κληθούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, την πορεία τους και τις ιδέες τους. Όταν –ας πούμε– η εκάστοτε εξουσία θα παρεμβαίνει εις βάρος τους, θα τους κατηγορεί, θα τους εξευτελίζει, θα τους αφήνει απλήρωτους έως τα μέσα Δεκεμβρίου, θα τους χρίζει άνεργους ή οτιδήποτε άλλο, με μοναδικό σκοπό να τους προσάψει κάθε ανικανότητα εξαιτίας εκείνου του νεφελώματος της νιότης, θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιπαρατεθούν, να επιχειρηματολογήσουν, να διεκδικήσουν και να μην κατεβάσουν χωρίς μάχη το κεφάλι.

Οφείλει κανείς να μελετά εις βάθος κάθε μηχανισμό κράτους, να εξετάζει πολυπρισματικά τους σκοπούς του, να χώνει τη μύτη του στις διεργασίες της ψυχοπαθολογικής πραγματικότητας, να εντοπίζει τη θεσμική αμετροέπεια, να ξεσκεπάσει τις παγίδες κανονιστικών και ιδεολογικών πλαισίων –που γράφει και ο Μαρκ Φερρό–, για να είναι ελεύθερος αργότερα να εκφραστεί και να τοποθετηθεί επί της πολιτικής κατάστασης των καιρών του, αντικρούοντας την όποια θρασεία πρακτική που τον διαβάλλει, καταλογίζοντάς του την απόλυτη ευθύνη. Οι νέοι λοιπόν, οι σπαραγμένοι νέοι οι οποίοι για δεύτερη φορά μετά την οικονομική κρίση έρχονται αντιμέτωποι με μία ακόμη πιο οδυνηρή περίοδο, αυτήν της κοινωνικής απομόνωσης, της εργασιακής ακαμψίας και του ψυχολογικού αδιεξόδου εργαλειοποιούνται από τη κυβέρνηση ως το υπαίτιο κομμάτι αναποτελεσματικότητας των μέτρων και διασποράς του κορωνοϊού.

Με το βολικό αφήγημα της αχαλίνωτης διασκέδασης των νιάτων η κυβέρνηση νίπτει προκλητικά τας χείρας της και διασπείρει την αναποτελεσματικότητά της και την καταφανέστατη αποτυχία των μέτρων της, αποδίδοντας τις ευθύνες που ποτέ δεν ανέλαβε στη ζώσα νεολαία. Χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία μιας ρητορικής των κοινωνικών διαιρέσεων με σκοπό την ακραία στηλίτευση των νέων και δίχως κανένα ίχνος αυτοκριτικής, ειλικρίνειας και απολογισμού των όποιων πεπραγμένων, κατηγορεί σε ευθεία βολή εκείνους που μπορεί πολύ εύκολα να τους προσδώσει έννοιες όπως η ανευθυνότητα, η απροσεξία, κοντινές ή σύμφυτες με τη νεανική τους φύση. Ο πολιτικάντικος αμοραλισμός χτυπάει επιτυχημένα στο ψαχνό ενός αφηγήματος στο οποίο έννοιες όπως η ανυπακοή, η ανωριμότητα, η αντίσταση ή και η επανάσταση κατά της όποιας βλοσυρής αρχής, μπορεί να συνθέτουν τον κατάλογο της πύρινης εφηβείας άλλα όχι της ενήλικης ζωής μας, όπως έντεχνα θέλουν να μας καταλογίσουν. Ο κρατικός λόγος σε μια προσπάθεια υποκατάστασης του πατρικού ρόλου καλλιεργεί την κοινωνική ενοχή και μοιράζει νουθετήσεις στους «παραβάτες».

Οι μαθητές απαγορεύεται να διαδηλώνουν διότι δεν διαθέτουν ακόμα το ενήλικο ανάστημα που είναι έτοιμο να αναμετρηθεί με το κράτος αλλά ύστερα αποδομείται πανηγυρικά και αυτό με τη σειρά του, οι φοιτητές «παρτάρουν» και οι εργαζόμενοι των 300 ευρώ «βαριούνται να δουλέψουν». Οι «νέοι», αυτή η χρόνια εξιλαστήρια κρατική συνισταμένη, θα χρησιμοποιείται πάντα από τις κυβερνήσεις για να καλύπτουν τα κενά της ανοργανωσιάς τους και θα αποτελούν την πρώτη στρώση επιβολής μιας άγριας και τυφλής καταστολής, που θέλγει τους ουρανίσκους μιας κυβέρνησης εξόφθαλμα εκδικητικής και αιμοβόρας. Οι «νέοι», το κοινωνικό υποσύνολο που δύναται σε κάθε κρίσιμη ιστορική περίοδο να ταράξει τα νερά, πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επιτηρείται για να μη χαλάσει τα στεκάμενα νερά μιας εφησυχασμένης πολιτείας.

Η ύστερη απόδοση ευθυνών, συνεπώς, στη νεολαία, αφού συνεχίσει την πάγια και εμμονική δαιμονοποίησή της εύλογα πετυχαίνει την καλοσχεδιασμένη καταστολή της δυναμικής της. Η κυβέρνηση σε αυτήν τη σύγχρονη παγκόσμια κρίση όχι μόνο αποδείχτηκε ακατάλληλη, τηρώντας στάση Πόντιου Πιλάτου, αλλά θέλησε –προκειμένου να αμαυρώσει το πιο υγιές σκεπτόμενο κομμάτι του πληθυσμού– να του επιρρίψει πάσα ευθύνη αθέτησης των μέτρων και να το καταδικάσει το σε παραδειγματικό εγκλεισμό για τιμωρία. Τι και αν οι σημερινοί τριαντάρηδες και εικοσιπεντάρηδες σαρδελοποιούμαστε στον χαμό των ΜΜΜ, δεν ξέρουμε άλλη μυρωδιά πέρα από την ιδρωμένη μασχάλη, δουλεύουμε δεκάωρα με πληρωμή τετραώρου, περιμένουμε τα κουπόνια ανέργων να δούμε την αγαπημένη μας παράσταση, βάζουμε μπαλονάκι στην καρδιά γιατί δεν αντέξαμε τους ανοιχτούς λογαριασμούς μας, μισούμε να σβήνουμε τη τούρτα γενεθλίων στο παιδικό μας δωμάτιο από το οποίο κάποτε θα ξεφεύγαμε και θα επιστρέφαμε πια βασιλιάδες, διασκεδάζουμε μονάχα με την σηκωμένη ουρά της γάτας μας, πληρώνουμε τα μεταπτυχιακά μας με τα κομπλιμέντα για τον ωραίο κώλο μας τις Παρασκευές το βράδυ.

Οι νέοι φταίμε. Φταίμε που 9 και πέντε πρώτα λεπτά δεν σου έχουμε φάει το λαρύγγι.

* Η Αφροδιτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και πρόσφατα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠίΝΑ». Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα realpolitik.gr.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!