του Κώστα Μελά*

Το τουρκικό νόμισμα, μετά τη νέα μείωση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης (1,0%) από την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, συνέχισε τη διολίσθησή του σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο (και τα υπόλοιπα ισχυρά και περιφερειακά νομίσματα). Με στατιστικό πληθωρισμό 20,0% (ο πραγματικός πληθωρισμός είναι τουλάχιστον κατά 50,0% υψηλότερος) και με το ύψος των επιτοκίων στο 15,0% είναι αυτονόητη η συνεχής διολίσθηση του νομίσματος η οποία μάλιστα επιταχύνεται κάθε φορά που ο πρόεδρος Ερντογάν προβαίνει σε δηλώσεις όπως αυτές μετά το τέλος του υπουργικού συμβουλίου (Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021) σε σχέση με την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική: «Απορρίπτω τις πολιτικές που θα οδηγήσουν τη χώρα μας στη συρρίκνωση και την αποδυνάμωση, που θα καταδικάσουν τον λαό μας σε ανεργία, πείνα και φτώχεια… βλέπουμε τα παιχνίδια που παίζονται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και με τα επιτόκια. Έχουμε ξεπεράσει κάθε σύγκρουση στην οποία μπήκαμε έντιμα και τηρώντας ισχυρή στάση. Με τη βοήθεια του Αλλάχ και τη στήριξη του έθνους μας, θα βγούμε νικητές από αυτόν τον οικονομικό πόλεμο της ανεξαρτησίας.»

Αν αφήσουμε κατά μέρος τις θρησκευτικές αναφορές –ειρήσθω εν παρόδω, τελευταία και λόγω της φημολογούμενης κατάστασης της υγείας του, ο πρόεδρος Ερντογάν όλο και περισσότερο επικαλείται τον ισλαμικό νόμο για την απαγόρευση ύπαρξης τόκου– το επιχείρημα του Τούρκου προέδρου ότι τα υψηλά επιτόκια επιδρούν αρνητικά στη μεγέθυνση της οικονομίας είναι κατά βάση σωστή. Όμως το ποιο θα είναι το ύψος του επιτοκίου δεν αποτελεί μια βουλησιαρχική πράξη της Κεντρικής Τράπεζας ή της κυβέρνησης. Προέρχεται κατά βάση, και υπό μια έννοια, εξ αντικειμένου, δηλαδή από την κατάσταση της οικονομίας.

Οι ασχολούμενοι με την οικονομική θεωρία γνωρίζουν ότι το επιτόκιο είναι η μεταβλητή-κλειδί που συνδέει τις επιμέρους αγορές μιας οικονομίας: την αγορά επενδύσεων και αγαθών, την αγορά χρήματος, την αγορά των εξωτερικών συναλλαγών και την αγορά εργασίας. Για να βρίσκονται όλες αυτές οι αγορές σε μια διαδικασία δυναμικής ισορροπίας (δηλαδή να μεγεθύνονται χωρίς τη δημιουργία ελλειμμάτων και συνεπώς χωρίς την ύπαρξη προβλημάτων –διάβαζε ανισορροπιών– θα πρέπει το ύψος του επιτοκίου να ανταποκρίνεται στη δυναμική ισορροπία των επιμέρους αγορών και όλων μαζί συγχρόνως. Η επιδίωξη αυτή είναι δύσκολη και τις περισσότερες φορές ακατόρθωτη. Οι κυβερνήσεις ανάλογα και με τις θεωρητικές προσεγγίσεις που ασπάζονται, αλλά κυρίως βάσει συγκυριακών καταστάσεων της οικονομικής πραγματικότητας, μπορούν να επιλέξουν, βραχυχρόνια, να δώσουν βάρος π.χ. στη μεγέθυνση του εγχώριου τομέα (αγορά επενδύσεων, αγορά εργασίας), μειώνοντας το ύψος των επιτοκίων περισσότερο από το πρέπον (το πρέπον π.χ. συσχετίζεται με το ύψος του πληθωρισμού), έχοντας όμως την επίγνωση ότι θα υπάρξει κόστος στον τομέα των εξωτερικών συναλλαγών και στη βασική μεταβλητή που συνάδει με αυτόν, τη συναλλαγματική ισοτιμία.

***

Ο πρόεδρος Ερντογάν και το οικονομικό του επιτελείο αγνόησε (και αγνοεί) επιδεικτικά αυτή την απλή πραγματικότητα που ενυπάρχει στη λειτουργία μιας οικονομίας νομισματικού χαρακτήρα. Επιδιώκει πάση θυσία να τονώσει την αγορά επενδύσεων και αγαθών μέσω της μείωσης των επιτοκίων σε επίπεδο χαμηλότερο από τον πληθωρισμό. Αυτή η πολιτική η οποία ασκείται πλέον μακροχρονίως προκαλεί συνεχή διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος κάτι που μέσω feedback επιδράσεων ανατροφοδοτεί –μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού– τον γενικό πληθωρισμό, και πάλι από την αρχή, αυτό προκαλεί νέα διολίσθηση του νομίσματος, δημιουργώντας έναν συνεχή ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο.

Η υπάρχουσα νομισματική ανισορροπία θα συνεχίσει να αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στην τουρκική οικονομία. Μάλιστα όσο ο Ερντογάν συνεχίζει να μιλά ακατάπαυστα για την ορθότητα της νομισματικής του πολιτικής τόσο αυτό θα λειτουργεί ενάντια στην αξία της λίρας

Επί υπουργίας του γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, έγινε προσπάθεια να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, με την υποστήριξη της ισοτιμίας του νομίσματος μέσω της πώλησης ων συναλλαγματικών διαθεσίμων. Έτσι χάθηκαν πάνω από 120 δισ. δολάρια χωρίς καμία επιτυχία. Ακολούθησε μια περίοδος αύξησης των επιτοκίων από την Κ.Τ. της Τουρκίας –πιο ορθόδοξη νομισματική πολιτική– με την αξία του νομίσματος να διολισθαίνει με έναν κανονικό τρόπο λόγω των γενικότερων προβλημάτων που παρουσιάζει η τουρκική οικονομία (μεγάλη πιστωτική επέκταση, έλλειψη εμπιστοσύνης, υψηλό βραχυχρόνιο χρέος κ.λπ.). Αυτή η περίοδος κράτησε πολύ λίγο και ο πρόεδρος Ερντογάν επανήλθε στη μείωση των επιτοκίων με τα γνωστά αποτελέσματα σε σχέση με την αξία του τουρκικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, του ευρώ και των λοιπών νομισμάτων.

Εκείνο που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο σε σχέση με την περίοδο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι νομίζω η απόφαση του Ερντογάν να μην ασχοληθεί ιδιαιτέρως με την ισοτιμία του νομίσματος. Δηλαδή ο Ερντογάν πραγματοποιεί ένα ακόμα βήμα στη μονόπλευρη αντίληψή του για τη λειτουργία της οικονομίας. Το επιχείρημα που διαθέτει είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας –εκτιμάται σε 10,0% το 2021– και η διατήρηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών σε επίπεδα των προηγουμένων χρόνων αλλά και η αύξηση του τουριστικού εισοδήματος. Βεβαίως η διατήρηση του ύψους των εξαγωγών γίνεται με όλο και περισσότερο δυσμενείς όρους εμπορίου (λόγω της συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος).

***

Τα κύρια θύματα αυτής της πολιτικής άμεσα είναι οι πλατιές λαϊκές μάζες των μεγάλων πόλεων καθώς και μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζουμε μεσαία τάξη. Μεσοπρόθεσμα θα είναι και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και ο εξαγωγικός τομέας που δεν θα μπορεί να αντέξει το κόστος των εισαγωμένων πρώτων υλών και ημικατεργασμένων απαραίτητων για την κατασκευή των προϊόντων. Δεν μπορεί βεβαίως να εξαιρεθεί και ο τραπεζικός τομέας. Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις, μεταξύ άλλων, καθιστούν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας εύθραυστη, αφού μειώνουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, υπονομεύοντας την εγχώρια ζήτηση. Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα, καθώς, για την αγορά της ίδιας μονάδας προϊόντος, υποχρεώνονται να δαπανήσουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε σύγκριση με τα μεσαία και τα ανώτερα εισοδήματα. Συνεπώς, η άνοδος του πληθωρισμού αναμένεται να επιτείνει μία χρόνια διαρθρωτική αδυναμία της τουρκικής οικονομίας, δηλαδή το μεγάλο χάσμα μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδηματικών κλιμακίων.

Προσπαθεί ο πρόεδρος Ερντογάν, μέσω αυξήσεων του κατώτατου μισθού να αντιμετωπίσει την όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια των εργατικών πληθυσμών των αστικών κέντρων και μέσω μεγάλης πιστωτικής επέκτασης να συνδράμει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όλα αυτά τα μέτρα είναι σίγουρο ότι δεν θα βελτιώσουν την κατάσταση των Τούρκων εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών. Η κατάσταση θα χειροτερεύει προκαλώντας περαιτέρω τριγμούς στο οικονομικό οικοδόμημα αλλά και ακόμη άγνωστες συνέπειες στην κοινωνία και στο πολιτικό καθεστώς Ερντογάν.

Είμαι της γνώμης ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει αυτή την πολιτική προσπαθώντας να φθάσει μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2023. Τα κοινωνικά στρώματα που σήμερα τον στηρίζουν, δηλαδή οι μεγάλες μάζες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ανατολίας και των μη αστικών περιοχών, αποτελούν το μεγάλο ερωτηματικό για το πώς θα συμπεριφερθούν εκλογικά, δεδομένου ότι οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης τις αγγίζουν σαφώς ελαφρύτερα από τις αντίστοιχες των αστικών περιοχών.

Η Τουρκία είναι μια χώρα που εξακολουθεί και παράγει μεγάλη γκάμα προϊόντων, τα οποία θα μπορούσαν μελλοντικά να υποκαταστήσουν σειρά από τα αντίστοιχα εισαγόμενα. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλή εισόδημα στην Τουρκία, σε όρους Ισοτιμίας της Αγοραστικής Δύναμης, είναι 28.385 δολάρια το 2020, αυξημένο σε σχέση με το 2019, όταν ανήλθε σε 28.200 δολάρια. Σε ονομαστικούς όρους το κατά κεφαλή εισόδημα το 2020 ήταν 12.035 δολάρια. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι δεν πρέπει να συλλογιζόμαστε μόνο σε όρους δολαρίου για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε όσο είναι δυνατόν την πραγματικότητα.

Όμως, η υπάρχουσα νομισματική ανισορροπία θα συνεχίσει να αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στην τουρκική οικονομία. Μάλιστα όσο ο Ερντογάν συνεχίζει να μιλά ακατάπαυστα για την ορθότητα της νομισματικής του πολιτικής τόσο αυτό θα λειτουργεί ενάντια στην αξία της λίρας.

Υ.Γ.: Τα πρόσφατα στοιχεία της Τουρκικής Στατιστικής Υπηρεσίας (29 Νοεμβρίου 2021) δείχνουν ότι το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4% σε σχέση με το αντίστοιχο έτος του 2020. Η αύξηση αυτή συνάδει με την εκτίμηση ότι το ΑΕΠ το 2021 θα αυξηθεί κατά 9,5% περίπου. Το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021 το ΑΕΠ της Τουρκίας ανήλθε σε 4 τρισ. 895 δισ. τουρκικές λίρες σε τρέχουσες τιμές, έναντι 3 τρισ. 521 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2020. Σε όρους δολαρίου την ίδια περίοδο το ΑΕΠ ανήλθε σε 603,5 δισ. έναντι 525,5 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2020. Επίσης οι αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 36,3% το τρίτο τρίμηνο του 2021. Παρόλα αυτά όμως, το μερίδιο των αμοιβών εργασίας στην Ακαθόριστη Προστιθέμενη Αξία (σε τρέχουσες τιμές), το τρίτο τρίμηνο του 2021, μειώθηκε στο 29.8%, από 30,1% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!