Αρχική πολιτική οικονομία Η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε για 11ο χρόνο...

Η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε για 11ο χρόνο (2010-2020)

του Κώστα Μελά*

 

Παρά τα μεγάλα λόγια, τις ατέλειωτες υποσχέσεις για στροφή της οικονομίας στις επενδύσεις και μέσω αυτών στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε για 11ο χρόνο (2010-2020), σύμφωνα με τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στις καθαρές επενδύσεις, δηλαδή αν από τις ακαθάριστες επενδύσεις αφαιρεθούν οι αποσβέσεις. Στη Γραφική παράσταση που ακολουθεί –με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και επεξεργασία της Eurobank Research (1)– παρουσιάζονται τα τρία αναφερόμενα μεγέθη. Είναι εμφανές ότι οι Καθαρές Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου από το 2010 μέχρι και το 2020 είναι αρνητικές. Για το 2020, που υπάρχουν πλήρη στοιχεία, οι νέες Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου που προστέθηκαν στο ήδη υπάρχον απόθεμα (€19,3 δισ. ή 11,7% του ΑΕΠ) ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες που αναλώθηκαν (€26,3 δισ. ή 15,9% του ΑΕΠ). Αλλά και στο 1ο εξάμηνο του 2021 οι Καθαρές Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου παρέμειναν αρνητικές.

Ελλάδα – Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίων και Ανάλωση Παγίου Κεφαλαίου
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Eurobank Research

Η συνολική συρρίκνωση των Καθαρών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου (ΚΕΠΚ) την περίοδο 2010-2020 ανήλθαν σε -93,1 δισ. ευρώ. Η μείωση επιμερίζεται ως εξής: νοικοκυριά -50,6 δισ. ευρώ ή 54,35%, μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις -34,7 δισ. ευρώ ή 37,27%, γενική κυβέρνηση -9,9 δισ. ευρώ ή 10,63%. Αντιθέτως οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις αύξησαν τις καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά +2,1 δισ. ευρώ.

Η σημαντική συρρίκνωση των ΚΕΠΚ τις οποίες πραγματοποιούν τα νοικοκυριά οφείλεται κυρίως στη μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες. Επίσης οφείλεται στη μείωση της απόκτησης κεφαλαιουχικών αγαθών (π.χ. μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός) ως ιδιοκτητών ατομικών επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη συνολική μείωση των ΑΕΠΚ αλλά και των ΚΕΠΚ.

Όμως σημαντική συρρίκνωση παρουσίασαν και οι ΚΕΠΚ του επιχειρηματικού τομέα παρά το ότι σύμφωνα με τη λογική των προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν τη συγκεκριμένη δεκαετία αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος του «νέου παραγωγικού υποδείγματος» το οποίο δυστυχώς ακόμη αναμένεται!

Οι δύο παραπάνω αναφερόμενοι τομείς αλληλοσχετίζονται με τον πρώτο να συμβάλλει καθοριστικά στο μέγεθος του δευτέρου.

Το ακολουθούμενο υπόδειγμα της μονότονης και επιτακτικής αύξησης του μεγέθους των εξαγωγών αγαθών δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα της αύξησης των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία. Μοναδική ελπίδα της κυβέρνησης φαίνεται ότι αποτελούν οι αναμενόμενοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης

Η ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ θεωρητική πρόταση που βρίσκεται στον πυρήνα και των τριών μνημονιακών προγραμμάτων αλλά και του λεγόμενου προγράμματος Πισαρρίδη, για υποκατάσταση των επενδύσεων που οδηγούνται στον τομέα των κατοικιών από επενδύσεις σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία. Παρά τη διατήρηση μιας θετικής τάσης στις εξαγωγές αγαθών, οι αντίστοιχες επενδύσεις δεν παρουσίασαν μια ανάλογη αύξηση. Αυτό συμβαίνει διότι η συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος οδήγησε πολλές επιχειρήσεις υπό καθεστώς πίεσης να στραφούν προς το εξωτερικό χωρίς όμως να αυξήσουν την παραγωγή τους. Απλά αυτά που πωλούσαν προηγουμένως εγχωρίως τώρα προσπαθούν να τα πωλήσουν στην αλλοδαπή. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων –μισθών και άλλων– των εργαζομένων, ενώ αποτελεί τον βασικό λόγο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ως προς τις τιμές, των ελληνικών επιχειρήσεων (και αποτελεί παράλληλα βασικό στοιχείο του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος) παράλληλα λειτουργεί καθοριστικά στη μείωση της εγχώριας ζήτησης, προκειμένου τμήμα της παραγωγής να εξαναγκαστεί να στραφεί στις εξαγωγές.

Όμως το ύψος των εξαγόμενων αγαθών έχει μικρή συμμετοχή στη προσδιορισμό του ΑΕΠ και είναι σχεδόν αδύνατον να «απορροφήσει» τον όγκο των επενδύσεων που κατευθύνονταν στις κατοικίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία (Eurobank Research): Πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2009, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Κύπρος είχαν τα υψηλότερα μερίδια επενδύσεων σε κατοικίες ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (Ελλάδα 41,6% επί του συνόλου των επενδύσεων παγίων, Ιρλανδία 38,7%, Ισπανία 38,1%, Κύπρος 48,1%, Ευρωζώνη 29,0%). Το 2020, η Ιρλανδία και η Ελλάδα εμφάνισαν μακράν τα χαμηλότερα μερίδια επενδύσεων σε κατοικίες σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ-27 (Ελλάδα 9,3%, Ιρλανδία 5,3%, Ισπανία 29,5%, Κύπρος 38,0%, Ευρωζώνη 25,9%).

Το ακολουθούμενο υπόδειγμα της μονότονης και επιτακτικής αύξησης του μεγέθους των εξαγωγών αγαθών δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα της αύξησης των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία. Μοναδική ελπίδα της κυβέρνησης φαίνεται ότι αποτελούν οι αναμενόμενοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης.

Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022, η μεγέθυνση του ΑΕΠ, στηρίζεται, κατά κύριο λόγο στις επενδύσεις. Η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου προβλέπεται στο 23,4%. Η αύξηση ουσιαστικά στηρίζεται στα 4,5 δισ. που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η αύξηση κατά 23,4% αντιστοιχεί σχεδόν επακριβώς σε 4,5 δισ. ευρώ. Αποτελεί ερώτημα χωρίς τους (αναμενόμενους) πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης ποια θα ήταν η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.

 

ΌΛΑ ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ αποτελέσματα μαζί με τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού ισοδυναμούν με μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας. Η αναστροφή της τρέχουσας πορείας από καθοδική σε ανοδική και η διατήρηση στη μακροχρόνια περίοδο των οφελών που θα προκύψουν (αύξηση κοινωνικής ευημερίας), είναι εφικτή μέσω της ενίσχυσης των επενδύσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε κλάδους που παράγουν και διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά αλλά και αγαθά που ζητούνται εγχωρίως, μέσω πολιτικών ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας και μέσω κινήτρων για συμμετοχή στην εγχώρια αγορά εργασίας.

Στην επιδιωκόμενη μεγέθυνση της οικονομίας η αγορά κατοικιών αλλά και ο κατασκευαστικός κλάδος πρέπει να πάρει τη θέση που του ανήκει. Η απαξίωση που υφίσταται στον δημόσιο λόγο αλλά και με την υπερφορολόγηση (ΕΝΦΙΑ) που επιβάλλει η ασκούμενη οικονομική πολιτική εξουδετερώνει ένα σημαντικό όπλο το οποίο μπορεί να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας.

Πολλοί σημαντικοί παραγωγικοί κλάδοι της χώρας (μη μεταλλικά ορυκτά, έπιπλα, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, κατασκευή μεταλλικών προϊόντων, κ.ά.) και επίσης σημαντικές επαγγελματικές τάξεις έχουν καθηλωθεί σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα παραγωγής και εγχώριου κύκλου εργασιών λόγω του ανεξέλεγκτου καταποντισμού της οικονομικής δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων.

Όμως η τεράστια μείωση των ΑΕΠΚ των κατοικιών είναι δύσκολο να αντικατασταθεί με άλλου είδους ΑΕΠΚ ας πούμε στο προβλεπτό μέλλον. Η συνολική αύξηση των επενδύσεων, δύσκολα θα γίνει χωρίς την επανάκαμψη των ΑΕΠΚ και στον τομέα των κατοικιών. Διαφορετικά αν αναμένουμε μόνο ΑΕΠΚ σε νέους και εξωστρεφείς κλάδους (απολύτως επιθυμητό) θα παραμείνουμε για πολλά χρόνια στη στασιμότητα.

 

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

 

1) Eurobank Research, 7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, 29 Οκτωβρίου 2021, Τεύχος 394

Σχόλια

Exit mobile version