Είναι μία από τις λίγες φορές που καταχρώμαι τον πολύτιμο χώρο του Δρόμου για να μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο. Επειδή έχουν ακουστεί πολλά (και από χώρους της αριστεράς…) για τον «Πολ Ποτ των Άνδεων», νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω για ποιους λόγους, αναφερόμενοι στο θάνατο του Αμπιμαέλ Γκουζμάν, πολλοί σύντροφοί μου, κι εγώ ανάμεσά τους, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη δαιμονοποίησή του. Πόσο μάλλον την απανθρωπιά απέναντι σε έναν κομμουνιστή που καταδικάστηκε από άγνωστους κουκουλοφόρους στρατοδίκες και κυριολεκτικά θάφτηκε σε ένα υπόγειο κελί 2×2, όπου κρατήθηκε σε πλήρη απομόνωση επί 29 χρόνια και στο οποίο πέθανε σε ηλικία 87 χρονών…

ΟΣΟΙ ΕΖΗΣΑΝ ΣΤΑ άνυδρα χρόνια της δεκαετίας του 1980, που ιδίως στα τέλη της η παραμικρή αναφορά σε όρους όπως «επανάσταση» ή «ιμπεριαλισμός» προκαλούσε –στην καλύτερη περίπτωση– ειρωνείες, ίσως μπορούν να κατανοήσουν ευκολότερα τη στάση μας. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ίντερνετ, και κάθε μήνα πηγαίναμε στο Σύνταγμα για να αγοράσουμε την Μοντ Ντιπλοματίκ – μία από τις ελάχιστες πηγές πληροφόρησης για διεθνείς εξελίξεις που δεν περνούσαν ούτε στα ψιλά των υπόλοιπων ΜΜΕ. Εκεί (και σε έντυπα ξένων προοδευτικών οργανώσεων που «υποχρεούνταν» να αναζητήσουν και να φέρουν όσοι σύντροφοι ταξίδευαν εκτός συνόρων για δουλειά ή αναψυχή) πρωτοδιαβάσαμε μεταξύ άλλων και για τους «μαοϊκούς αντάρτες στο Περού» – μια κραυγαλέα παραφωνία σε χρόνια διεθνούς συνθηκολόγησης και αποστράτευσης… Επιδιώξαμε και μάθαμε περισσότερα και, με τα πενιχρά τότε μέσα μας, μοιραζόμασταν με όσους περισσότερους μπορούσαμε πληροφορίες και εκτιμήσεις για τέτοια κινήματα. Μας χαροποιούσαν οι ειδήσεις του δυναμώματος τέτοιων εξαιρετικών αντιστάσεων. Και μας τάραζαν τα νέα για μαζικές σφαγές των αιχμαλώτων ανταρτών στις περουβιανές φυλακές…

ΤΟΤΕ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ομάδα Α/συνεχεια, εξαρχής ευαισθητοποιημένη σε θέματα διεθνισμού, είχε αρχίσει να οικοδομεί (δύσκολα, επειδή είχε μια ιδιαίτερη άποψη και αρνούνταν να ακολουθήσει αυτό ή το άλλο διεθνές ρεύμα) ένα οργανωμένο δίκτυο διεθνών σχέσεων. Όταν λοιπόν μαθεύτηκε η σύλληψη του «προέδρου Γκονζάλο», όπως ήταν γνωστός ο ηγέτης του Κ.Κ. Περού, αποφασίστηκε να συμμετέχουμε στην ιδρυτική συνέλευση της Διεθνούς Επιτροπής Έκτακτης Ανάγκης για την Υπεράσπιση της Ζωής του Αμπιμαέλ Γκουζμάν (εν συντομία IEC). Η συνέλευση πραγματοποιήθηκε στα τέλη Φλεβάρη 1993 στο Κρέφελντ της Γερμανίας. Για να φτάσει κανείς εκεί έπρεπε να περάσει από σαράντα κύματα – οι διοργανωτές ζητούσαν εγγυήσεις για κάθε συμμετέχοντα, ενώ το αντίπαλο στρατόπεδο (με επικεφαλής στη συγκεκριμένη περίπτωση διάφορες «υπηρεσίες» του γερμανικού κράτους) έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποτρέψει. Λίγες εβδομάδες πριν είχε συγκληθεί μια όχι δημόσια προπαρασκευαστική συνέλευση στο Παρίσι: για να φτάσει κανείς στο κτίριο που γινόταν έπρεπε να περάσει ανάμεσα από εκατοντάδες ΜΑΤ, ειδικές δυνάμεις, «απλούς» αστυνομικούς και ασφαλίτες – που βρίσκονταν κοντά στην είσοδο και φωτογράφιζαν επιδεικτικά κάθε άνθρωπο που τη διάβαινε. Τα ίδια έγιναν και στο Κρέφελντ.

Διάγραμμα του κελιού του Γκουζμάν στη ναυτική βάση του Καλάο (περιοδικό Caretas, Λίμα 1993)

ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΑ ΜΠΟΡΕΙ να μην ξενίζουν τόσο, αλλά τότε η κινητοποίηση των «υπηρεσιών» για μια λατινοαμερικάνικη υπόθεση θεωρήθηκε πρωτοφανής και προκλητική. Εν πάση περιπτώσει, η συνέλευση ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς και οι διοργανωτές προχωρούσαν σε εξονυχιστικό έλεγχο κάθε συμμετέχοντα. Είχα αρχίσει να αγχώνομαι και να συνειδητοποιώ ότι το ενδιαφέρον για τον Γκουζμάν και το Κ.Κ. Περού δεν είχε καμία σχέση με τη συμπαράσταση σε άλλα λατινοαμερικάνικα κινήματα. Σήμερα μια τέτοια πρωτοβουλία ίσως να είχε απαγορευτεί εξαρχής. Αλλά τότε η δυτική «μεταδημοκρατία» και το «αντιτρομοκρατικό» οπλοστάσιό της βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα, οι «αρχές» δίσταζαν να καταπατήσουν στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα, και τελικά η ιδρυτική συνέλευση πραγματοποιήθηκε.

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΒΡΕΘΗΚΑ σε ένα μεγάλο αθλητικό-πολιτιστικό κέντρο και συνάντησα ένα πολύβουο πλήθος, χίλιοι άνθρωποι και βάλε, από κάθε μεριά του πλανήτη. «Φυσικά» οι Τούρκοι και Κούρδοι της Γερμανίας έδιναν τον τόνο. Ακολουθούσαν οι Ασιάτες, με επικεφαλής τους Φιλιππινέζους κι από κοντά τους Ινδούς, Νεπαλέζους, Μπαγκλαντεσιανούς κ.ά. Πολλοί ήταν και οι Λατινοαμερικάνοι: Περουβιανοί πολιτικοί πρόσφυγες, αλλά και εκπρόσωποι κομμάτων και κινημάτων από αρκετές λατινοαμερικάνικες χώρες. Υπήρχαν επίσης Αφρικανοί από τη Σενεγάλη, το Κονγκό, τη Ν. Αφρική και άλλες χώρες της μαύρης ηπείρου, που δεν τις θυμάμαι πια όλες. Συνάντησα ακόμη και εκπροσώπους από την Ωκεανία που, μαζί με εμάς τους υπόλοιπους λευκούς, δηλαδή τους «Ευρωπαίους» πάσης προελεύσεως, ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα.

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΤΗΚΑ ΜΕ ΤΙΣ εργασίες της συνέλευσης, όπου γνώρισα για πρώτη φορά σημαντικές προσωπικότητες του τότε επαναστατικού κινήματος. Η σημασία που έδιναν στην «περουβιάνικη» περίπτωση, η αγωνία τους να σώσουν τη ζωή αυτού που χαρακτήριζαν ως «τον σπουδαιότερο πολιτικό κρατούμενο» της εποχής, βρίσκονταν σε πλήρη αντίστιξη με την αδιαφορία ή και την ανοιχτή εχθρότητα της λοιπής αριστεράς, αυτής που είχε άπλετη πρόσβαση στα συστημικά ΜΜΕ και συνδιαμόρφωνε την προοδευτική κοινή γνώμη. Ήδη από τότε οι μαοϊκοί του Περού χαρακτηρίζονταν «τρομοκράτες» και από αυτήν την αριστερά… Η οποία δεν νοιαζόταν για τις μαζικές σφαγές αιχμαλώτων πολέμου και πολιτικών κρατούμενων, για τις «εξαφανίσεις» χιλιάδων υποστηρικτών του Κ.Κ. Περού, για τις εν ψυχρώ δολοφονίες φοιτητών μέσα στα πανεπιστήμια, για τα έκτακτα στρατοδικεία με κουκουλοφόρους δικαστές και πάει λέγοντας. Αντίθετα, πλειοδοτούσε…

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ στην ίδρυση της IEC δεν ήταν εύκολη, αφού δεν κρύψαμε τις επιφυλάξεις μας για πλευρές της γραμμής του Κ.Κ. Περού, όπως και την κριτική μας στη θεώρηση του «λαϊκού πολέμου» ως κριτηρίου επαναστατικότητας ακόμη και για την… Ευρώπη. Από την άλλη, η ειλικρινής τοποθέτησή μας προσέχτηκε από μια σειρά ανθρώπους και δυνάμεις, που επέβαλαν στους πιο θερμοκέφαλους μια ευρυχωρία στην IEC. Ανάμεσά τους πρέπει να μνημονεύσω τον ιδρυτή του Κ.Κ. Φιλιππίνων Τζόμα Σισόν, τον Λούις Άρσε Μπόρχα, πρώην εκδότη της εφημερίδα El Diario που είχε καταφύγει στο Βέλγιο, τον Γερμανό δικηγόρο Ράινερ Κοχ (που μαζί με 6 ακόμη διεθνούς φήμης νομικούς είχε πάει στο Περού για να παρακολουθήσει τη «δίκη» του Γκουζμάν, αλλά συνελήφθη και τελικά απελάθηκε) και άλλους.

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ τις πρώτες διεθνείς συναντήσεις που παρακολουθήσαμε καθώς χτίζαμε τη δική μας αντίληψη και τα δικά μας κριτήρια για έναν νέο διεθνισμό. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Αλλά δεν συναινέσαμε ποτέ στη δαιμονοποίηση αγωνιστών και κινημάτων, ιδίως όταν υποφέρουν από μια χιτλερικού τύπου καταστολή. Ακόμη κι αν διαφωνούσαμε σε αρκετά σημεία με όσα υποστήριζαν ή έπρατταν. Είναι ντροπή που προοδευτικοί, υποτίθεται, άνθρωποι, κόμματα κ.λπ. επικροτούν την ηθική και φυσική εξόντωση επαναστατών. Και που τώρα δεν βρίσκουν μια λέξη να πουν έστω για το γεγονός ότι το περουβιάνικο κράτος, με την υποστήριξη της τάχα πολιτισμένης Δύσης, δεν δίνει τη σορό του Γκουζμάν στην οικογένειά του για ταφή. Φοβάται η ολιγαρχία μήπως ο τάφος του γίνει σημείο προσκυνήματος. Και προειδοποιεί ότι «κάθε απότιση φόρου τιμής σε τρομοκράτες θα τιμωρηθεί αυστηρά». Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη δικαίωση του Αμπιμαέλ Γκουζμάν και των χιλιάδων δολοφονημένων και «εξαφανισμένων» συντρόφων του.
Ε.Φ.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ο Γκουζμάν και γενικώς οι αντάρτες κατηγορήθηκαν και για εμπόριο ναρκωτικών (που πάει με όλα). Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να παραθέσω τι έγραφε το κάθε άλλο παρά «μαοϊκό» εβδομαδιαίο περιοδικό Sí που κυκλοφορεί στη Λίμα: «Το Μονοπάτι έκανε μέσα σε λίγα χρόνια ό,τι δεν έκανε για δεκαετίες η κυβέρνηση: άλλαξε τις καλλιεργητικές συνήθειες των αγροτών, ως πρώτο βήμα της απαλλαγής από το εμπόριο ναρκωτικών»…

Διαβάστε επίσης: Τον φοβούνται και νεκρό

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!