Αρχική πολιτική οικονομία Η ελληνική οικονομία σε διαρκή στενωπό

Η ελληνική οικονομία σε διαρκή στενωπό

του Κώστα Μελά

Εικοσιπέντε ημέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία οι ευρωπαϊκές χώρες βιώνουν ήδη τους πρώτους ισχυρούς κλυδωνισμούς του πολέμου, των κυρώσεων και της κλιμάκωσης της ενεργειακής κρίσης.

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ είναι ορατές σε όλο το οικονομικό και επιχειρηματικό φάσμα –από τη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας έως την αλιεία του ευρωπαϊκού Νότου–, η απειλή της κρίσης διαβίωσης γίνεται οξεία, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων (FAO) να προβλέπει περαιτέρω εκτίναξη του κόστους των τροφίμων κατά 22%, και ο ένας μετά τον άλλο, οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν αρνητικά τις προβλέψεις τους, στο φόντο του πολλαπλού σοκ που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος είναι πολύ πιο μεγάλος και άμεσος για τις πιο φτωχές και «αναπτυσσόμενες» χώρες, καθώς και για τα πιο αδύναμα στρώματα στις κοινωνίες των «ανεπτυγμένων» και πλούσιων χωρών. Για τις χώρες αυτές και για τα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα η έστω και μικρή αύξηση στις τιμές βασικών ειδών είναι ικανή να ωθήσει εκατομμύρια στην ένδεια και τη φτώχεια. Η Ρωσία είναι έτοιμη (αν δεν το έχει ήδη πράξει) να απαγορεύσει την εξαγωγή σιταριού, κριθαριού, σίκαλης και ζάχαρης προκειμένου να εξασφαλίσει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς.

Ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα στις αναλύσεις των περισσότερων διεθνών τραπεζών. Η επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης, σε ετήσια βάση, στην Ευρωζώνη θεωρείται ήδη δεδομένη, τουλάχιστον κατά 1,0% σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις. Αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι η γεωπολιτική κρίση θα μειώσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, θα συμπιέσει το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και θα διαταράξει το επενδυτικό κλίμα και την παραγωγική διαδικασία. Αν οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων διατηρηθούν στα τρέχοντα επίπεδα, το επιπλέον κόστος για τις εισαγωγές αερίου και πετρελαίου θα είναι ισοδύναμο με εισόδημα 550 δισ. ευρώ – ήτοι, με το 4,5% του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Γίνεται αντιληπτό ότι μετά τις ραγδαίες γεωπολιτικές-οικονομικές εξελίξεις που πυροδότησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία την 24η Φεβρουαρίου 2022, με τις πολεμικές επιχειρήσεις να συνεχίζονται μέχρι σήμερα και την ενεργειακή κρίση να κλιμακώνεται, οι κίνδυνοι, κυρίως για τον πληθωρισμό, αλλά και για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης στις ευρωπαϊκές χώρες, ενισχύονται σημαντικά. Η ισχυρή και παρατεταμένη αύξηση του κόστους παραγωγής αποτελεί μια αρνητική διαταραχή στην προσφορά και σε θεωρητικό επίπεδο δύναται να προκαλέσει φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού.

Αναφορικά με την Ελλάδα, η κατάσταση εμφανίζεται χειρότερη από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας και τη μεγάλη εξάρτησή της από εισαγόμενες πηγές ενέργειας (περίπου 85,0%) και από το αυξημένο ποσοστό του φυσικού αερίου σε αυτές. Μάλιστα η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που αύξησε τις εισαγωγές φυσικού αερίου εν μέσω κρίσης και αύξησης των τιμών του.

Ο ΡΥΘΜΟΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ, προφανώς είναι ακόμη νωρίς για ασφαλείς εκτιμήσεις, θα επιβραδυνθεί τουλάχιστον κατά 1,0%, ενώ στην περίπτωση δυσμενέστερων εξελίξεων μπορεί να φθάσει η επιβράδυνση στο 1,5%. Γίνεται κατανοητό ότι η μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ συμπαρασύρει και όλα τα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη που εκφράζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ (πρωτογενές και γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα, δημόσιο χρέος, εμπορικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κ.λπ.). Ειδικά στο δημοσιονομικό μέτωπο τα πράγματα δυσκολεύουν λόγω της επιτακτικής ανάγκης το δημόσιο να συνεχίσει την ισχνή επιδοματική του πολιτική προκειμένου να «προστατεύσει» τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που πλήττονται βάναυσα από την ακρίβεια και τις χαμηλές αμοιβές που έχουν υιοθετηθεί από το ακολουθούμενο οικονομικό υπόδειγμα.

Η αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού συνεχίστηκε αμείωτη και τον Φεβρουάριο 2022. Από τη σύγκριση του Γενικού ΔΤΚ του μηνός Φεβρουαρίου 2022 με τον αντίστοιχο Δείκτη του Φεβρουαρίου 2021 προέκυψε αύξηση7,2% έναντι μείωσης 1,3% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 με το 2020.
Ο Γενικός ΔΤΚ κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2022, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο 2022, παρουσίασε αύξηση 1,1% έναντι αύξησης 0,2%που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους.

Το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%

Κύρια πηγή αύξησης των τιμών είναι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, οι οποίες πλέον διαχέονται σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα είδη που απαρτίζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Εστιάζοντας στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών, δηλαδή στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, στις δαπάνες στέγασης και στις δαπάνες μεταφορών, προκύπτει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού συνεχίζεται αμείωτη το 2022, παρά τη μικρή ονομαστική αύξησή του κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022.

Ειδικότερα, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους ο δείκτης τιμών στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά αυξήθηκε 7,1 % σε σχέση με το Φεβρουάριο του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια μεταβολή τον Ιανουάριο του 2022 ήταν 5,2%, τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 4,3% και τον Νοέμβριο 3,5%. Υπάρχει δηλαδή μια σταθερή αύξηση κατά περίπου 0,9% ανά μήνα.

Στην ομάδα στέγαση ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 25,4%, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ενοίκια κατοικιών, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο. Σημειώνεται ότι τον Νοέμβριο του 2021 ο δείκτης τιμών στέγασης αυξήθηκε 17,7% έναντι του Νοεμβρίου του 2020 και τον Δεκέμβριο 18% αντίστοιχα. Τον Ιανουάριο του 2022 ο δείκτης τιμών για τις δαπάνες στέγασης αυξήθηκε 22,6% έναντι του Ιανουαρίου του 2021.

Στην ομάδα μεταφορές, ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 12,2%, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: καινούργια αυτοκίνητα, μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, μοτοποδήλατα-μοτοσυκλέτες, ελαστικά, καύσιμα και λιπαντικά, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο. Τον Ιανουάριο του 2022 ο δείκτης τιμών των μεταφορών είχε αυξηθεί κατά 11% έναντι του Ιανουαρίου του 2021.

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, αν ληφθούν υπόψη μόνο οι μεταβολές που αφορούν τις τρεις κύριες προαναφερθείσες κατηγορίες δαπανών, το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Όμως, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.

Η διαμορφούμενη κατάσταση, με όσα αναφέρθηκαν, δείχνει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε στενωπό μεγάλων δυσκολιών οι οποίες δεν προβλέπεται στο προσεχές μέλλον να ξεπερασθούν.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Exit mobile version