Μπήκαμε όλοι μέσα και πέρα προς τα προάστια, εκεί που ανοίγουνε οι δρόμοι, σηκώσαμε την κουκούλα και ξεσκεπάσαμε τ’ αμάξι. Ο αέρας μάς ανακάτευε τα μαλλιά. Απολαμβάναμε αυτή τη θεσπέσια αυτοκινητάδα και σε λίγο δεν μίλαγε κανείς.
ΟΣΟ ΟΔΗΓΟΥΣΑΜΕ προς τα Βορειανατολικά ο τόπος ερήμωνε. Οι δρόμοι όλο και στένευαν και μετά πήραμε ατέλειωτους χωματόδρομους και διασκεδάζαμε με τα σύννεφα της σκόνης και τέλος καταλήξαμε σε μια μοναχική δημοσιά και πηγαίναμε. Πότε-πότε κάποια αγροικία, κάποτε ένας στάβλος κι αμπέλια, ατέλειωτα αμπέλια και μακρινοί ελαιώνες. Όλα με μια υφή παλιά και ξεχασμένη, ταυτόχρονα παράξενα γνωστή. Σύντομα αντικρίσαμε τη θάλασσα, μια πλατιά, ήρεμη, μπλε επιφάνεια και τότε μας χτύπησε στα ρουθούνια το ιώδιο. Ήμασταν, προς μεγάλη μας έκπληξη, πίσω σε ένα ολοζώντανο παρελθόν, σε μια Αττική του Μαλέα. Κανένας μας όμως δεν έκανε σχόλιο. Αμίλητοι παρακολουθούσαμε τούτη την ανασκευή ενός παλιού χρόνου. Γέροι ποδηλατούσαν πάνω σε αλλοτινά ποδήλατα με διπλό σίδερο μπροστά κι εμείς προσπερνούσαμε αέρινα. Κάποιος ερχόταν κάποτε από την απέναντι μεριά προπορευόμενος ενός κατάφορτου υποζυγίου. Γυναίκες με άσπρες μαντηλοδεσιές σκυμμένες στη γη κι ένας άντρας που τσάπιζε στο βάθος ενός χωραφιού όρθωσαν τη ράχη. Χαιρέτησαν πρόσχαρα και ο άντρας έβγαλε το σκιερό καπέλο του και τ’ ακούμπησε στο στήθος. Ένας άλλος βάδιζε μπροστά, στον ώμο ένα φτυάρι, επιστρέφοντας απ’ τον αγρό. Γύρισε, μας χαμογέλασε και αργοκούνησε το χέρι. Τη στιγμή που βρεθήκαμε δίπλα του πρόλαβα και είδα δυο ζεστά σκούρα μάτια που ήταν τα μάτια ανθρώπου που αγκαλιάζουν μια τέτοια γη. Στο βλέμμα του υπήρχε ακόμα, πριν η έκφρασή του αλλάξει, κάτι απ’ το δέος του άνδρα που θωρεί τη γυναίκα που κοιμάται δίπλα του ευχαριστημένη. Καμιά αμφιβολία, ήμασταν στην Ελλάδα του Λακαρριέρ. Ή μήπως ακόμα πιο πίσω… στην Ελλάδα που πρωτοαντίκρισε ο Λη Φέρμορ;
Σαν εκείνο τον μακρινό ξένο θα τριγυρνούσα σε μια ανοιχτόκαρδη πόλη. Στα καφενεδάκια κάτω απ’ την Ακρόπολη και στα άλλα, γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Και μετά θα κατηφόριζα στους μεγάλους λαϊκούς καφενέδες κάτω απ’ την Ομόνοια όπου σύχναζαν οι επαρχιώτες. Στους τόπους τους ανελλιπώς θα οδοιπορούσα και διασχίζοντας μια τραγική μεταπολεμική ύπαιθρο θα γινόμουν αποδέκτης μιας αρχαίας φιλοξενίας. Άνθρωποι αγράμματοι, μα κατά κανένα τρόπο απαίδευτοι, ένοιωθαν αχνά πως ήμουν ένας Τηλέμαχος που είχα βγει στον δρόμο προς προϋπάντησιν εκείνου που ερχόταν. Στα σπίτια βοσκών με τα λιγοστά χάλκινα σκεύη που κρέμονταν στους άγριους τοίχους και το αναμμένο τζάκι της αυγής και τον ήλιο να κατέρχεται από την καμινάδα πάνω στη χαμηλή πυρά θα βρισκόμουν μπρος σε μια νεολιθική απλότητα. Σκεύη, εργαλεία και γεννήματα, ό,τι απολύτως χρήσιμο, υπήρχε μες σ’ αυτά τα ταπεινά καταλύματα – τίποτα αυθαίρετο, τίποτα περιττό που διακοσμεί. Μόνο, καμιά φορά, μια μικρή εικόνα στο φως του καντηλιού. (Κι αυτό το αναμμένο καντηλάκι ήταν μια ήρεμη αποδοχή ότι ίσως υπάρχουν άλλοι κόσμοι). Πιθανώς για αυτό η παρουσία λίγου χρώματος ή ενός σχεδίου, ένα παιχνίδισμα, πάνω σ’ ένα υφαντό έλαμπε εκτυφλωτικά σαν ξαφνικός ήλιος. Το ίδιο και στους τρόπους τους, ένα στοιχείο απροσδιόριστο και αστάθμητο που στην ελληνική γλώσσα λέγεται «αρχοντιά», ένα στοιχείο που ανταμώνουμε κάποτε στους πιο ταπεινούς, στους «αγράμματους», είχε να κάνει με την περήφανη αυτάρκεια την οποία εξασφάλιζε μια σκληρή ζωή μέσα στην παντοδύναμη φύση. Εκεί, σ’ αυτούς, ολοζώντανη ήταν η αίσθηση της γήινης καταγωγής του ανθρώπου. Οι χωρικοί της οροσειράς της Πίνδου, όσοι κατοικούν την περίκλειστη μυστική Αρκαδία, την ορεινή Κρήτη και τα ανεμοδαρμένα νησιά του Αρχιπελάγους είναι οι τελευταίοι πανθεϊστές της Ευρώπης. Γλύτωσαν καλά κρυμμένοι μες τον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα παρέμειναν οι τελευταίοι Ευγενείς. Ακούγοντάς τους να λαλούν θα ένοιωθα πως ακούω τα ζώα του λόγγου και τα θαλασσοπούλια και πως τον μόνο θεό που τους παρέδωκαν οι γονιοί τους και οι φτωχοδιδάσκαλοί τους ήτανε η γλώσσα. Και πως η μόνη αμαρτία ήτανε να λαθέψεις σε μια τέτοια γλώσσα. Και βλέποντας τους να χορεύουν θα αισθανόμουν πως πιο πίσω ενέδρευε ο άλλος, ο δαιμονικός θεός. Κι αν είναι, όπως λεν, θεός των σκοταδιών, πώς γίνεται να λάμπει μες σε τόση αντηλιά;
Σ’ αυτούς τους δρόμους, σ’ αυτές τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, θα τριγυρνούσα κι ένα απόβραδο, μες τη μυρουδιά του γιασεμιού, ακούγοντας τα κρυφομιλητά από τις σκοτεινές αυλές με τους βασιλικούς σε ασβεστωμένους τενεκέδες, θα διασταυρωνόμουν με ένα σμάρι κοπελιές που χαιρέτησαν εμένα τον ξένο ξεκαρδισμένες στα γέλια. Ω, πόσο λαχτάρησα να με είχαν αποκαλέσει με τ’ όνομά μου! Αλλά όχι, η Ελλάδα δεν σ’ αφήνει να μελαγχολήσεις για πολύ. Και η Αθήνα, όπου τα πάντα είχανε συμβεί μέσα στους αιώνες όσο σε καμιά πόλη του κόσμου και κι όπου μεγάλα παιχνίδια είχανε παιχτεί, διατηρούσε τη δροσιά ενός κοριτσιού. Έτσι, ένα βράδυ, αφήνοντας μια ταβέρνα, θα τραγουδούσαμε στους δρόμους του Λυκαβηττού το «Ξανανθίζουν τα ρόδα» και παραθύρια θ’ άνοιγαν ψηλά. Τότε θα ‘ταν που η Ιφιγένεια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.
ΕΓΩ, ένας φυγάς του κόσμου μου, ο φυγόστρατος και λιποτάκτης, το ορεξάτο πουλάρι «με τους μαγικούς πέπλους της ποίησης ακόμα ριγμένους στα βλέφαρά του», σε μια ηλιόλουστη Αθήνα! Σε μια Αθήνα ανεπιτήδευτη που τα πιο σπουδαία κτίριά της ήταν το κτίριο της Βουλής, τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Όλα χαμηλά, λιτά, έχουν κάτι απ’ το σεπτό και διάφανο ερείπιο του Παρθενώνα που σκεπάζει την πόλη κι απ’ τα γαλαζωπά βουνά που την περιτριγυρίζουν και απ’ τη λεπτότητα του αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ απ’ το βλοσυρό μεγαλείο που έχει καταβαραθρώσει τόσες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Βαριά, ογκώδη, δημόσια κτίρια φτιαγμένα με λεφτά αρπαγμένα από το ταμείο της Γης με την κρυφή πρόθεση να επιβάλλονται και να δοξάζουν το κράτος. Τυχερή η Ελλάδα που την μεγάλη ευρωπαϊκή εποχή είχε τους δικούς της μπελάδες και απείχε της τελευταίας Σταυροφορίας. Ακόμα και στην ξεπεσμένη Λισαβόνα ήταν φανερό, από μια βαριά αρχιτεκτονική, πως πλούτος απροσμέτρητος εισέρρευσε κάποτε από χώρες πέρα απ’ τον ωκεανό. Χάλκινοι καβαλάρηδες υψώνονται στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης και δείχνουν προς τα δυτικά, προς τα κει που κείτονταν οι πόροι. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, στην αρχή της περιπλάνησής μου, είχα βρεθεί κάτω απ’ το άγαλμα του Καμπράλ και μες τον αχό της θάλασσας και το σκοτάδι ένοιωσα δέος μπρος στο πείσμα της αυτοκρατορικής Ευρώπης. Τυχερή και συνετή η ρακένδυτη Ελλάδα που εμπιστεύθηκε το αρχιτεκτονικό πορτραίτο της μικρής πρωτεύουσάς της σε κάποιους ευσεβείς και ταπεινόφρονες, σε κάποιους ξένους προσκυνητές που είχαν επιτέλους καταλάβει την αρχαιότητα και τον τόπο και είχαν συνειδητοποιήσει ότι το να κτίζεις σημαίνει να καταφάσκεις. Μακάρια, ακόμα, η φτωχή Ελλάδα ότι γέννησε έναν μύστη που γονατιστός έστρωνε λιθόστρωτα γύρω απ’ την Ακρόπολη απαντώντας για λογαριασμό της σε ‘κείνους τους τρομερούς προγόνους. Έτσι ευτύχησε να έχει την πιο δημοκρατική και ανοιχτόκαρδη πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Θα κύλαγα λοιπόν κι εγώ μέσα στις διαδηλώσεις για τη Δημοκρατία. Μαζί με το ξαναμμένο πλήθος. Ο ήχος όμως, ο ξερός, απ’ το κρανίο του Γρηγόρη Λαμπράκη που συντρίβεται από σιδερολοστάρι σ’ ένα λοξό δρομάκι της Θεσσαλονίκης θα με ξύπναγε από τις ονειροπολήσεις μου και θα πολλαπλασιαζόταν μέσα μου με άπειρη ηχώ· αδύνατον να ξεφύγεις από την Ιστορία! Και αν η σύγχρονη Αθήνα έπαιρνε τη ρεβάνς για την παλιά της ήττα για να γίνει ξανά η πρώτη πόλη της Ελλάδας, αυτάρεσκη και κυριαρχική, (Α, δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο τόσο αινιγματική…), σε μια χώρα που ζούσε στη σκιά ενός αλλοτινού εαυτού, σ’ αυτή τη σκιά έψαχνα εγώ, σίγουρος πως εκεί χάθηκε το παντοτινό κλειδί. Κι αν η κραταιά πόλη έδειξε πως και η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί ένα εγκληματικό καθεστώς και (όπως μου εξήγησε ένα βράδυ στο Παρίσι ο εξόριστος Κ.Π.) κάποιοι κρυφοί κηδεμόνες έπρεπε να τη σταματούν, αφού χάθηκε η Πόλις που σηκωνόταν όρθια εμπρός στην τραγωδία ώσπου έγινε η ίδια τραγική κάποιοι έπρεπε να είναι οι παραστάτες στη νέα γέννα. Ποιοι άλλοι μπορεί να ήταν αυτοί παρά οι ποιητές! Αν κάποιοι άνθρωποι χρειάστηκαν κάποτε για να μαζεύουν την έπαρση και την αλαζονεία, οι ίδιοι έπρεπε τώρα να πολεμήσουν τη στάχτη και την αμφιβολία. Αυτούς τους ποιητές, τους νηφάλιους απεγνωσμένους, τους περήφανους μοναχικούς, που στην αγρύπνια τους αποζητούσαν μια χαμένη πατρίδα, θα προσέγγιζα εγώ, έναν-έναν, για να διαπιστώσω πως με πόνο έψαχναν τη μάνα και εύρισκαν τη μητριά.
……………………………………
Και να, εκεί, μπροστά, ένας μοναχικός πεύκος κι από κάτω δυο-τρεις οικογένειες με ένα σωρό παιδιά είχαν μετά το μπάνιο στρωθεί να φαν για μεσημέρι. Με τρόπο ζεστό και ανεπιτήδευτο μας προσκάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους. «Καθίστε να πιούμε ένα γεμάτο!», έτσι είπαν. Ήταν καταφανώς εργατικοί, τεχνίτες και άνθρωποι που τους δυνάστευε η οικονομία, αλλά αν έριχνες μια ματιά στα σώματά τους και τον τρόπο τους δεν γινόταν να λαθέψεις, αυτοί της αντέτασσαν με πίστη μια δική τους ψυχική οικονομία. Μας τράταραν έναν μεζέ και ήπιαμε μερικά ποτηράκια· στον τρύγο, στις δουλειές, στον γάμο μιας Κόρης, στο απέραντο καλοκαίρι και στην υγεία των παρευρισκομένων. Σε λίγο ένας απ’ τους άνδρες, μειδιώντας ελαφρά, τράβηξε μια νταμιτζάνα με ρετσίνα απ’ τα Μεσόγεια και μας γέμισε τα ποτήρια. Μετά όλοι μαζί τα υψώσαμε προς ένα νοητό κέντρο – αυτό που χρόνια έψαχνα να βρω – και κάναμε μια στεντόρεια πρόποση: ΖΗΤΩ Η ΣΑΠΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ 2021!
Βασίλης Ηλιακόπουλος
(Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια)