Του Κώστα Στοφόρου

 

Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα σε μια συζήτηση για τα μεταλλαγμένα τρόφιμα και με την αφορμή αυτή θυμήθηκα το εξαιρετικό βιβλίο του Raj Patel Η αξία των πραγματών (Eκδόσεις Κριτική), όπου μεταξύ άλλων εξηγεί πως τη χαμηλή τιμή των προϊόντων που είναι σκουπίδια, την πληρώνουμε όλοι εμείς με άλλους τρόπους – χωρίς να το γνωρίζουμε.

Εξηγεί ότι ένα μπιφτέκι από Big Mac θα έπρεπε κανονικά να κοστίζει 200 δολάρια(!). «Οι εταιρίες, εκτός του ότι δεν εξοφλούν τα εξωτερικά κόστη τους, συχνά λαμβάνουν και σειρά επιδοτήσεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι καταναλωτές πληρώνουν για φτηνά χάμπουργκερ απευθείας μέσω της φορολόγησής τους. Το κρέας των χάμπουργκερ της McDonalds προέρχεται από βοοειδή που εκτρέφονται με το πλέον επιδοτούμενο αγροτικό προϊόν της Αμερικής. Το καλαμπόκι». Σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου Tufts η αμερικανική βιομηχανία βοείου κρέατος κερδίζει κατά μέσο όρο 562 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο από το επιδοτούμενο καλαμπόκι. Από εκεί και πέρα είναι η καταστροφή στο περιβάλλον (που πάλι άλλοι πληρώνουν το λογαριασμό) οι χαμηλοί μισθοί – που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας: «Η κυβέρνηση πληρώνει πάνω από ένα δισ. δολάρια το χρόνο για να επιδοτήσει τους μισθούς πείνας στην εν λόγω βιομηχανία»…

Βεβαίως, δεν είναι το μόνο θέμα που εξηγεί και παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο ο συγγραφέας που πέρα από την καταγγελία των εταιριών που δραστηριοποιούνται κυρίως στο χώρο των τροφίμων, αναζητά και τις λύσεις μέσα από δράσεις, τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν τα κινήματα των αγροτών που μπορούν να πάρουν πολλές μορφές. Ένα βιβλίο για μελέτη, αλλά και ένα βιβλίο-εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις των καιρών…

 

Μη μου πεις το τέλος

Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη επίδοξο best seller, όπως τουλάχιστον μας προϊδεάζει το εξώφυλλο και ο τίτλος. Ωστόσο, το μυθιστόρημα της Μαρίας Λιάσκα-Μαυράκη Μη μου πεις το τέλος (Άνεμος Εκδοτική) ξεφεύγει από αυτό το είδος λογοτεχνίας «για να ξεχνιέσαι». Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας που έδωσε τα πάντα για τον αγώνα, θέτει το «δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων». Η ιστορία της διατρέχει ολόκληρο τον 20ό αιώνα.

Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας εγκαταλείπει την οικογένειά του κρυφά και φεύγει για τη Μόσχα, ακολουθώντας τον Νίκο Ζαχαριάδη. Θα αλλάξει το όνομά του και θα γυρίσει στην Ελλάδα παράνομα, συμμετέχοντας στην Αντίσταση, πολεμώντας στον Εμφύλιο, ζώντας στην παρανομία στο μετεμφυλιοπολεμικό κράτος. Η κόρη του η Άννα που, ουσιαστικά, δεν τον έχει γνωρίσει θα ακολουθήσει τα βήματα του κερδίζοντας μια ζωή στις εξορίες… Δεν θα μετανιώσουν ποτέ για τον αγώνα που έδωσαν… Σε μια εποχή που αρκετοί λογοτέχνες εν ονόματι της «κριτικής» και της «αντικειμενικότητας» ακολουθούν το ρεύμα της αναθεώρησης της Ιστορίας και των ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε θύτες και θύματα, το μυθιστόρημα αυτό έχει έναν έντιμο και καθαρό λόγο. Η κριτική προσέγγιση υπάρχει, αλλά χωρίς να περνά στην απέναντι όχθη και αποφεύγοντας να βάλει στο στόμα των ηρώων της λόγια που θα λέγονταν σήμερα.

 

Ιστορίες εγκλεισμού

Διάβασα τα δυο εξαιρετικά κείμενα-εσωτερικούς μονολόγους σχεδόν ταυτόχρονα. Το Τίποτα του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου (Εκδόσεις Τόπος) και τον Άνθρωπο που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση (bibliotheque) της Μαρίας Πετρίτση, αγαπημένης συγγραφέως και συνεργάτιδας της εφημερίδας μας. Το κοινό σημείο των δυο βιβλίων είναι ότι οι ήρωες τους, μέσα από ένα διαμέρισμα αποτιμούν τη ζωή τους παρατηρούν και σχολιάζουν τη γειτονιά, τους ανθρώπους και την πόλη τους.

Στο Τίποτα όλα συμβαίνουν στη διάρκεια μιας ημέρας, ενώ στο αφήγημα της Πετρίτση η δράση κρατά 31 ημέρες – όσες και οι ημέρες του ηθελημένου εγκλεισμού του «αναποφάσιστου μεσήλικα» στο διαμέρισμά του.

Ο ήρωας του Παναγιωτόπουλου, ένας ηλικιωμένος ζωγράφος, έχει απομείνει μόνος και στοχάζεται πάνω στη ζωή αλλά και το θάνατο που είναι πια κοντά. Αρνείται να υποκύψει σε ψευδαισθήσεις και προσπαθεί να δει κατάματα τα πράγματα, ακόμη κι αν χρειαστεί να γίνει κυνικός ή σκληρός με τον εαυτό του. Ακόμη και την εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα του αμφισβητεί. Προσπαθεί να ξεφύγει από το πανηγύρι της ματαιοδοξίας.

Ο άνθρωπος που θα ήθελε να είναι ο Αρανίτσης είναι κατά κάποιον τρόπο το αρνητικό του διάσημου ζωγράφου. Αν ο πρώτος είναι εμφανίσιμος και με επιτυχία στο γυναικείο φύλο, ο δεύτερος είναι βουλιμικός, χαμένος στις κάθε είδους φαντασιώσεις του με μια σχέση πίσω του που ακολούθησε αλλόκοτους δρόμους. Μένει έγκλειστος στο σπίτι αφήνοντας μαλλιά και γένια, αρνούμενος -αρχικά- να κάνει μπάνιο και τρώγοντας αποκλειστικά μακαρόνια και φακές με σάλτσα. Είναι ένας «πολύ πρώην φοιτητής Ιατρικής, ένας πρώην εραστής μιας κωλοπετσωμένης Νταίζης, ένας νυν άεργος ψυχαναγκαστικός και επ’ αόριστον ασυνάρτητος τύπος…».

Ωστόσο και τα δυο κείμενα, σκαλίζοντας σαν με νυστέρι κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων μας, κάνουν να στοχαστούμε πολλά για την ίδια μας τη ζωή. Κάπου μέσα μας, σε μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις μπορεί να κρύβουμε ματαιοδοξία, όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν, φαντασιώσεις ανομολόγητες και πάθη που σιγοβράζουν κι ίσως δεν εκδηλώνονται ποτέ. Μπορεί ακόμη κι ένα είδος μισανθρωπίας, αλλά και ματαιότητας σε μια ζωή που ώρες- ώρες δείχνει να μην έχει νόημα.

Οι δυο συγγραφείς φέρνουν το ανομολόγητο στην επιφάνεια και το αποτυπώνουν στις σελίδες τους, χαρίζοντάς μας δυο από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό. Η ματιά στον γκρεμό, στο βάραθρο είναι ίσως εκείνη που θα μας βοηθούσε να δούμε τον εαυτό μας διαφορετικά.

Και η λογοτεχνία, πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης -όταν μάλιστα οι συγγραφείς έχουν μια τόσο δυνατή γραφή- έχει νόημα όταν μας παρακινεί: Να (ανα)γνωρίσουμε και να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!