Αρχική κοινωνία Η στρατηγική της τοπικοποίησης

Η στρατηγική της τοπικοποίησης

Για την αναγκαιότητα σύστασης ενός Συμβουλίου της συνεργατικής κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας

Του Γιώργου Κολέμπα*

 

Πέρα από τον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα σήμερα ένας τρίτος, που τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.ά. Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου. Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερ-κρατικούς σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση που, προφανώς, διακατέχονται από πολύ διαφορετικές επιδιώξεις και αναφορές, με κυρίαρχη τάση την «από τα πάνω» προώθηση της κοινωνικής οικονομίας.

Θα χρειασθεί να απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας και στο δημόσιο διάλογο για αυτήν την οικονομία;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα καλύτερα, θα χρειασθεί να ακολουθήσουμε μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία: να δημιουργήσουμε έναν σταθερό θεσμό που θα έχει για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα χρόνο) ως αντικείμενο την απάντηση αυτού του ερωτήματος. Μπορεί να πάρει τη μορφή ενός «συμβουλίου της συνεργατικής κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας», το οποίο μπορεί να εκλεγεί απευθείας από μια πανελλαδική συνάντηση, που θα χρειασθεί να οργανωθεί με αυτό το θέμα.

 

Οι στόχοι του «συμβουλίου»

Οι στόχοι του «συμβουλίου» θα είναι δύο βασικά: 1) να καθορίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και 2) να βρει τα ποσοτικά κριτήρια μετρησιμότητας αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, ώστε να είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν μια σημερινή οικονομική μονάδα ανήκει στον τομέα της συνεργατικής, κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.

Να σταθούμε λίγο στο θέμα της παραγωγής πλεονάσματος που είναι σημαντικό, γιατί συνδέεται με την έννοια του σημερινού καπιταλιστικού κέρδους. Το πλεόνασμα μπορεί να είναι χρήσιμο, αλλά μπορεί και να γίνεται και επιζήμιο. Σήμερα φαίνεται καθαρά αυτό σε επίπεδο εθνικών οικονομιών, όπου τα πλεονάσματα μιας χώρας είναι συνήθως ελλείμματα άλλων χωρών ή ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης μπορεί να οφείλονται σε ζημιές άλλων (ανταγωνισμός) ή σε ζημιές της υπόλοιπης κοινωνίας (εκμετάλλευση εργασίας της) ή σε ζημιές του περιβάλλοντος (εκμετάλλευση της φύσης). Είναι σαν το μαχαίρι που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς για να κόψει τη σαλάτα του, αλλά και για να μαχαιρώσει το διπλανό του. Το αν θα είναι χρήσιμο θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις κάθε φορά για το ποιοι θα επωφελούνται από αυτό το πλεόνασμα και πού αυτό θα «επενδύεται», σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερθέντα.

 

Επειδή για τη δημιουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθούν αρχικοί οικονομικοί πόροι και παραγωγικά μέσα, τα οποία προφανώς θα εξασφαλισθούν από τους αρχικά συμμετέχοντες συνολικά ή μερικά-κάποιοι διαθέτουν κάποιες οικονομίες, άλλοι θα διαθέτουν μελλοντική εργασία κ.λπ. και επομένως θα υπάρχει κάποια αρχική συλλογική ή ατομική ιδιοκτησία-θα μπαίνει ζήτημα αρχικής συμφωνίας για το αν αρχική ατομική ή συλλογική ιδιοκτησία, καθώς και η εργασία, θα έχει δικαίωμα απολαβής «μερίσματος» από το πλεόνασμα ή αν το πλεόνασμα θα επενδύεται μόνο σε κοινωνικούς ή οικολογικούς σκοπούς.

Ένα παράδειγμα: δημιουργείται ένας συνεταιρισμός ή μια εταιρία κοινωνικής βάσης για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Ο κάθε συμμετέχων πολίτης -σύμφωνα με τη θέλησή του/της και τις δυνατότητές του/της- διαθέτει από την αρχή ένα ποσό, ώστε να κατασκευασθεί η εγκατάσταση. Η συνέλευση των συμμετεχόντων θα πρέπει να έχει αποφασίσει από την αρχή, αν μέρος του πλεονάσματος θα μοιράζεται στα μέλη ή θα επενδύεται όλο για να κατασκευάζονται νέες εγκαταστάσεις, που θα είναι αναγκαίες για να ξεφύγουμε από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Μπορεί στην αρχή -για να πεισθούν και οι μικροαποταμιευτές να αποσύρουν τις οικονομίες τους από τις τράπεζες, που έτσι και αλλιώς δίνουν ένα πολύ μικρό επιτόκιο ή καθόλου- ένας τέτοιος συνεταιρισμός να αποφασίσει να μοιράζει στα μέλη του το 1-2% του πλεονάσματος και το υπόλοιπο για κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Μια τέτοια δραστηριότητα ανήκει, φυσικά, στην οικονομία της μετάβασης, αλλά θα κατατάσσεται ανάλογα με τη διαβάθμιση που προτείνουμε παραπάνω. Γιατί ο τελικός στόχος μιας οικονομίας των αναγκών, που διεκδικεί να είναι αντικαταναλωτική και δίκαιη θα πρέπει να είναι: εισόδημα να δημιουργεί μόνο η εργασία! Έτσι, μπορεί να κατανεμηθεί σωστά η αναγκαία κοινωνικά εργασία και να μειωθεί ταυτόχρονα χρονικά η εργασία που αντιστοιχεί στον καθένα.

 

Κόντρα στην απληστία

Ο πυρήνας του καπιταλισμού στηρίζεται στη «νόμιμη» διαδικασία που μεταφέρει την υπεραξία που παράγεται από την εργασία και τη φύση (η φύση συμμετέχει στην παραγωγή υπεραξίας υπερεκμεταλλευόμενη με τέτοιους ρυθμούς, που δεν προλαβαίνει η ίδια να αναπαράγει τους φυσικούς της πόρους) στους έχοντες την εξουσία κεφαλαιούχους και ιδιοκτήτες. Αυτοί -ιδίως οι πλούσιοι, ακόμα και όταν συμμετέχουν ως μάνατζερ στην παραγωγική διαδικασία- δεν απολαμβάνουν μόνον εισόδημα από την τυχόν εργασία τους, αλλά κυρίως από την κατοχή κεφαλαίων και μέσων παραγωγής με τη μορφή κερδών ή τόκων και μερισμάτων των επενδύσεών τους. Αυτή η δυνατότητα τούς μετατρέπει -στην πλειοψηφία τους- σε άπληστους ανθρώπους, παρ’ όλο που μπορεί, είτε η καταγωγή τους, είτε η ιδεολογία τους, είτε η θρησκεία τους, να μη τους το επιτρέπει. Για να απορριφθεί αυτό το επίκτητο χαρακτηριστικό της απληστίας-κληρονομημένο πιθανόν στον καθένα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης- δεν θα πρέπει να δημιουργούμε εισόδημα στο μέλλον από την ατομική ιδιοκτησία μέσων και κεφαλαίου. Διαφοροποιήσεις στο εισόδημα μπορούν να γίνονται αποδεκτές μόνο στη βάση της ηθελημένης επιπλέον εργασίας.

Στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου οικονομικού εγχειρήματος, λοιπόν, μπορεί να αμείβεται κάποιος για περισσότερες ώρες δουλειάς, αλλά να έχουν τεθεί και όρια μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αμοιβής. Δεν θα πρέπει, όμως, στην εξέλιξή του να εξασφαλίζει και εισόδημα για μη εργαζόμενους αρχικούς «επενδυτές», παρ’ όλο που στην αρχή -για λόγους που αναφέρθηκαν στο παραπάνω παράδειγμα- πιθανόν να είναι απαραίτητο για κάποιο διάστημα. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ένα τέτοιο εγχείρημα να εξελιχθεί σε μετοχική εταιρία, όπως οι σημερινές. H μετοχική συμμετοχή των αρχικών μελών του εγχειρήματος δεν μπορεί να μεταβιβάζεται απρόσωπα σε τρίτους. Αν κάποιο μέλος θα θέλει να αποχωρήσει μελλοντικά, μπορεί να αποζημιώνεται από τα αποθεματικά- που θα χρειασθεί να δημιουργούνται από τα πλεονάσματα, για αυτό αλλά και για άλλους σκοπούς- ή να μεταβιβάζει τη μετοχή του σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, αποδεκτό από τη συνέλευση των μελών. Δεν θα πουλά, λοιπόν, μετοχές στην απρόσωπη αγορά, αλλά μπορεί να εξασφαλίζει νέα κεφάλαια και μέσα: 1) από την «προίκα» που μπορούν να φέρουν τα νέα εργαζόμενα μέλη τα οποία θα θέλουν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα 2) από δάνεια ή δωρεές άλλων συνεργαζόμενων με αυτό εγχειρημάτων, 3) από χρηματοδότηση πιστωτικών οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα υπάρχουν ή θα δημιουργούνται, στο πρότυπο των σημερινών «ηθικών και δημοκρατικών ή συνεταιριστικών τραπεζών».

 

*Ο Γιώργος Κολέμπας είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων το βιβλίο του Ο Σύγχρονος Κοινοτισμός (2015) και από τις Εκδόσεις Αντιγόνη Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο στο τοπικό (2009). Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τμήμα εκτενέστερης ομιλίας του στο σχετικό αφιέρωμα του Resistance festival 2016.

 

Σχόλια

Exit mobile version