Του Σπύρου Σακελλλαρόπουλου*

 

Δύο παράμετροι που έχουν τη σημασία τους στη σημερινή συζήτηση για τη δυνατότητα(;) επίλυσης του κυπριακού ζητήματος αφορούν την αλλαγή της θέσης του ΚΚΕ που δεν αποδέχεται πια τη Δικοινοτική-Διζωνική Ομοσπονδία, ερχόμενο σε ανοικτή αντιπαράθεση με το ΑΚΕΛ και την αρκετά ευμενή στάση του τελευταίου απέναντι στις κινήσεις και την πολιτική Αναστασιάδη. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, και τα δύο αυτά ζητήματα σχετίζονται με την ίδια την ιστορική πορεία του ΚΚΚ / ΑΚΕΛ από το Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα.

Το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ) στη διάρκεια του Μεσοπολέμου βρέθηκε να υποστηρίζει τη θέση της ανεξάρτητης Κύπρου εντός μιας Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας και με αυτό τον τρόπο ήταν σε σύγκρουση με «την Εκκλησία και τους αστικοτσιφλικάδες Ελληνοκύπριους» που τάσσονταν υπέρ της Ένωσης. Θα χρειαστεί να έρθει η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 ώστε από τη δυναμική των εξελίξεων να αλλάξει θέση και από αρχικά εχθρικό προς την εξέγερση στη συνέχεια να συμμαχήσει με την Εκκλησία και τους Ελληνοκύπριους βουλευτές.

Η συντριβή της εξέγερσης και η απαγόρευση της νόμιμης λειτουργίας του θα περιορίσει ριζικά τις δραστηριότητές του σε μια περίοδο όπου το ΚΚΕ θα αλλάξει τη θέση του για την Κύπρο από την ανεξαρτησία στην αποδοχή της ένωσης «στην περίπτωση που οι Κύπριοι το επιθυμούν» (Δεκέμβριος 1935). Η κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ανάγκη των Βρετανών για συγκρότηση συμμαχιών θα οδηγήσει σε περιορισμό των πολιτικών καταναγκασμών στο νησί και στην ίδρυση του ΑΚΕΛ. Λαμβανομένων όσων είχαν ήδη προηγηθεί, της εμπλοκής της Ελλάδας στο πλευρό των συμμάχων αλλά και της στάσης του ΚΚΕ μέσω του ιστορικού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη, το ΑΚΕΛ θα οδηγηθεί στην υιοθέτηση της θέσης της Ένωσης στα τέλη του 1941. Η κατεύθυνση αυτή θα διατηρηθεί μέχρι το 1947-48 όταν στην προσπάθειά τους οι Βρετανοί να διατηρήσουν την Κύπρο στην αυτοκρατορία τους θα προτείνουν τη λύση της Αυτοκυβέρνησης. Η Δεξιά και η Εκκλησία θα το αρνηθούν. Το ΑΚΕΛ, όμως, θα το αποδεχτεί ως ένα βήμα προς την Ένωση. Οι σφοδρές αντιδράσεις από την πλευρά της Δεξιάς και της Εκκλησίας αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης της Αυτοκυβέρνησης, όπως τελικά διαμορφώθηκε, θα οδηγήσουν το ΑΚΕΛ στην αποχώρηση από τη Διασκεπτική, σε περιδίνηση σε μια βαθιά κρίση, στην αλλαγή ηγεσίας και στην υιοθέτηση εκ νέου της θέσης της Ένωσης.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η ανάληψη της πρωτοβουλίας για έναρξη ενόπλου αγώνα από την ΕΟΚΑ θα βρει ανοιχτά αντίθετο το ΑΚΕΛ που δεν δεχόταν μια τέτοιου είδους επιλογή ούτε επιθυμούσε κάποιου είδους, πολιτικής έστω, συμμαχίας με τη Δεξιά. Το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ και οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου θα βρουν το ΑΚΕΛ σε μια αμήχανη θέση που όμως θα οδηγήσει στην αποδοχή τους.

Από εκεί και πέρα η πολιτική του ΑΚΕΛ γύρω από το θέμα της Ένωσης θα χαρακτηριστεί από παλινωδίες, μέχρι που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θα εγκαταλείψει οριστικά αυτόν τον προσανατολισμό.

Όλη αυτή η αμφιθυμία (μεταξύ του θεωρούμενου ως ευκταίου και του θεωρούμενου ως εφικτού) που θα σφραγίσει την πορεία του ΑΚΕΛ από το 1941 και ύστερα θα επιδράσει σημαντικά στη στάση που θα διαμορφώσει μετά την εισβολή. Στη διαίρεση μεταξύ των λεγόμενων «ενδοτικών» και των λεγόμενων «απορριπτικών» θα πάρει θέση σαφώς με την πρώτη πτέρυγα αποδεχόμενο, έστω και κριτικά, τη βασική φιλοσοφία όλων των προτεινόμενων σχεδίων (Συμφωνίες Μακάριου-Ντενκτάς, Σχέδια Ντε Κουέγιαρ, Σχέδια Γκάλι). Παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή τη στάση αποτελούν η ουδετερότητα που τήρησε η ΕΣΣΔ από το 1964 (αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Μπρέζνιεφ) μέχρι τη διάλυσή της, ο άρρητος φόβου για μια ενδεχόμενη νέα τουρκική εισβολή ή προσάρτηση του βόρειου τμήματος, αλλά και η παγιωμένη πια αντίληψη πως «όταν δεν έγιναν αποδεκτά τα διάφορα σχέδια, μετά τα επόμενα ήταν χειρότερα».

Όταν ήρθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Σχέδιο Ανάν στην τελική του μορφή, το ΑΚΕΛ βρέθηκε σε πολλαπλά δύσκολη θέση: Τους διπλωματικούς χειρισμούς τούς έκανε ο πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλος ο οποίος είχε εκλεγεί με τις ψήφους του ΑΚΕΛ, το περιεχόμενο του συγκεκριμένου σχεδίου ήταν πιο επώδυνο αλλά εντός του πνεύματος προηγούμενων σχεδίων στα οποία δεν είχε αντιταχθεί το ΑΚΕΛ, ενώ ο συνολικός ρόλος του ΑΚΕΛ ως κόμματος του κράτους, με την πουλαντζιανή έννοια, το ωθούσε στο να επιδιώκει την επανένωση του νησιού ως κόμβου εμπορικού και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στο ευρύτερο τρίγωνο Ν. Ευρώπης-Μ. Ανατολής-Β. Αφρικής. Σε αυτό το ζήτημα αξίζει να σταθούμε λίγο. Το ΑΚΕΛ παρότι αυτοκαθορίζεται ως κομμουνιστικό κόμμα δεν αποτελεί παρά ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με έντονη παρουσία εντός των μηχανισμών του Κράτους, με κατά καιρούς συμμετοχή σε κυβερνητικές θέσεις αλλά και με την κατοχή επιχειρηματικών μονάδων. Έτσι, στο πλαίσιο της ενεργητικής του παρέμβασης στο χώρο της οικονομίας σε πρώτο επίπεδο βλέπει ως θετική την επανένωση του νησιού αφού με αυτό τον τρόπο θα τονωθούν οικονομικές δραστηριότητες της σαφώς πιο ισχυρής και διεθνοποιημένης οικονομικά ελληνοκυπριακής επιχειρηματικής τάξης, γεγονός που στο οποίο ένα κόμμα του κράτους πάντα δίνει βαρύτητα. Έτσι, αρχικά το Π.Γ. του ΑΚΕΛ τάχθηκε υπέρ του σχεδίου Ανάν, ωστόσο αναγκάστηκε ν’ αλλάξει θέση κάτω από την πρωτοφανή αντίθεση της πλειοψηφίας της Κεντρικής του Επιτροπής που ενσωμάτωσε τις αγωνιώδεις αντιδράσεις της βάσης του.

Φτάνοντας στο σήμερα, η καταρχάς ευνοϊκή σημερινή στάση του ΑΚΕΛ απέναντι στους χειρισμούς Αναστασιάδη, και η αντίστοιχη αντιπαράθεση του με το ΚΚΕ, δεν αποτελούν κάτι το πρωτοφανές. Δέσμιο των φοβικών του συνδρόμων, της εμπλοκής του με το χώρο της αγοράς, της αποδοχής της προοπτικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήδη από τη δεκαετία του ΄90, η ηγεσία του ΑΚΕΛ δε φαίνεται να ενοχλείται από θέματα όπως η ενδεχόμενη παραμονή δεκάδων χιλιάδων Tούρκων στρατιωτών στο νησί, η εναλλαγή στην προεδρία Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου πρόεδρου, η λήψη αποφάσεων μέσω κλήρωσης(!) σε περίπτωση άσκησης βέτο από την πλευρά των Τουρκοκύπριων υπουργών, η παραμονή των βρετανικών Βάσεων και τόσα ακόμα.

Το θέμα βεβαίως είναι αφενός πώς θα καταλήξουν οι συνομιλίες της επόμενης εβδομάδας και αφετέρου, σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία, πώς θα αντιδράσει η βάση του. Οψόμεθα…

 

*Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!