Αρχική πολιτική H παρτίδα του 20ού αιώνα παίχθηκε στο Βερολίνο το 1919

H παρτίδα του 20ού αιώνα παίχθηκε στο Βερολίνο το 1919

Συνεχίζουμε, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την Ρώσικη Επανάσταση, τη δημοσίευση άρθρων και απόψεων που κατά την γνώμη μας έχουν να θέσουν ζητήματα και δεν κινούνται σε μια νοσταλγική και δογματική κατεύθυνση.

Στο παρόν φύλλο δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της εισήγηση του Φραντσέσκο Πιτσιόνι που παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα «Το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί» που έγινε το Δεκέμβρη του 2016 στη Ρώμη.

του Φραντσέσκο Πιτσιόνι*

 

Η μοναδική στιγμή όπου η Επανάσταση παρά λίγο να νικήσει σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα, ήταν η σύντομη περίοδος ανάμεσα στο τέλος του Ά Παγκόσμιου Πολέμου και στις αρχές του 1919, με την εξέγερση των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο. Σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, με έναν πόλεμο σε εξέλιξη, με τις παλιές μοναρχίες της κεντρικής Ευρώπης και της ευρωπαϊκής Ρωσίας να καταρρέουν, με τον γενικό ξεσηκωμό του πληθυσμού που είχε αγανακτήσει από την πείνα και τον πόλεμο (σε συνθήκες δηλαδή αρκετά ασυνήθιστες για μια ανεπτυγμένη χώρα).

Υπάρχει τεράστια ιστοριογραφία, όχι πάντα επιστημονικού χαρακτήρα, για το θέμα αυτό, γεμάτη «φραξιονιστική προπαγάνδα», νοσταλγικά ή και ηττοπαθή απομνημονεύματα κ.λπ.

Αλλά η άποψη που θα θέλαμε να υποβάλουμε εδώ σε κριτική, πρέπει αναγκαστικά να βασιστεί στα ιστοριογραφικά δεδομένα. Μπορούμε να υπογραμμίσουμε ορισμένα γεγονότα στρατηγικής σημασίας:

  • H Γερμανία ήταν η πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα της κεντρικής Ευρώπης
  • Η Γερμανία είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση και είχε αποδεχτεί την ήττα χωρίς να χάσει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό εδάφους, ούτε ένα εργοστάσιο ή ένα έργο υποδομής, (δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί).
  • Η Γερμανία (μαζί με την Αυστρία) είχε, τότε, τους περισσότερους βραβευμένους με Νόμπελ επιστήμονες εν ζωή, πολλοί από τους οποίους είχαν πρωταγωνιστήσει στην απόπειρα προετοιμασίας, επεξεργασίας και εφαρμογής στην πράξη της επαναστατικής θεωρίας της σχετικότητας.
  • Τέλος, όχι όμως και τελευταίο σε σημασία, στη Γερμανία υπήρχε ένα εργατικό κίνημα οργανωμένο σαν «κράτος εν κράτει», κατ’ εικόνα και ομοίωση του κράτους όσον αφορά στη δομή και τη λειτουργία του, ένας «ειρηνικός στρατός» που περίμενε να κατακτήσει με τρόπο «φυσικό» τους μοχλούς της πολιτικής εξουσίας, ήταν όμως διχασμένος λόγω των διαφωνιών του παγκόσμιου σοσιαλδημοκρατικού κινήματος σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο (για την υποταγή του εργατικού κινήματος στην εθνική αστική τάξη κάθε χώρας ή για μια διεθνιστική στάση ενάντια στις αστικές τάξεις όλων των εμπολέμων χωρών).

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς –και αυτό είναι το μοναδικό «εάν» που χρησιμοποιώ εδώ, αλλά μόνο για λόγους ανάλυσης– τη σημασία που θα είχε μια ενδεχόμενη νίκη της επανάστασης σε μια χώρα με τέτοια χαρακτηριστικά.

  • Άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (η Ιταλία, η Ουγγαρία, ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία σε έναν βαθμό), που είχαν περάσει τη στενωπό μιας πολύ έντονης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης (ακόμη και ένοπλης σε κάποιες περιπτώσεις), θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει την κατεύθυνση αυτή, συγκροτώντας ένα καλά δομημένο μπλοκ, με ανεπτυγμένη βιομηχανία, και αρκετά ανθεκτικό.

Η νεοσυσταθείσα (τότε) Σοβιετική Ένωση θα αντάλλασσε τους φυσικούς της πόρους με τεχνικο-βιομηχανική ανάπτυξη (αποφεύγοντας τη γνωστή «βιομηχανοποίηση σε αναγκαστικά στάδια», ή πιο συγκεκριμένα την «πρωταρχική συσσώρευση σε συνθήκες σοσιαλισμού», τον αγώνα ενάντια στους κουλάκους, την εσωτερική σύγκρουση στην ηγετική ομάδα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το σύνδρομο της περικύκλωσης, τον «σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα» και πάει λέγοντας, έως την πλήρη κατάρρευσή της).

Εν κατακλείδι, η ιστορία του κόσμου θα ήταν αρκετά διαφορετική. Ένας πιο προωθημένος τρόπος παραγωγής θα μπορούσε να είχε στηριχτεί σε μια επαρκή κρίσιμη μάζα –πλουτοπαραγωγικές πηγές, γνώσεις, ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις– για να εγκαθιδρύσει πιο εξελιγμένες σχέσεις παραγωγής, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό πολύ πιο αποτελεσματικά από όσο το κατάφερε το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» του 20ού αιώνα.

Ακόμη και η θεωρία του «μαρξιστικού» στρατοπέδου θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Όμως η ιστορία δεν προχωρά με «εάν» και βασικά «προχωρά όπως προχωρά». Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, η πορεία της δεν είναι προκαθορισμένη, και δεν μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω. Είναι σαν ένα άγριο, ατίθασο ζώο. Κι αν είχε αυτή την εξέλιξη μέχρι σήμερα, είναι ολοφάνερο πως οι επαναστατικές δυνάμεις που πήραν μέρος στη σύγκρουση, ήταν ανίκανες να πετύχουν τον στόχο τους. Μπορούμε να πούμε αντικειμενικά, πως ο πήχης έχει ανεβεί πολύ ψηλά για αυτές, ακόμη και αν υπήρχαν τότε «ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες».

Σε αυτή τη φάση της έρευνας, ωστόσο, για να μη χάσω το στόχο μου, δεν θέλω να αναφερθώ σε όλες τις ατελείωτες πολεμικές ανάμεσα στις επαναστατικές οργανώσεις του γερμανικού και διεθνούς ταξικού κινήματος. Το ζήτημα δεν είναι να βρούμε «ποιος είχε άδικο» από τις άπειρες φράξιες που εξάλλου βγήκαν ηττημένες. (το αποτέλεσμα διέλυσε τις φαντασιώσεις τους), ενώ ακόμη πιο ανούσιο θα ήταν να σκεφτόμαστε «τι θα είχε γίνει εάν…» είχε επικρατήσει η γραμμή μιάς από τις μειοψηφίες, κάτι που κάνουν συχνά οι σεχταριστές κάθε απόχρωσης. Κοινώς, αν μια άποψη δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε καν σήμερα, θα ήταν αδύνατον να είχε νικήσει τον καπιταλισμό που επικρατούσε τότε.

Ο υψηλότερος στόχος που πρέπει να προσεγγιστεί είναι, λοιπόν, η ανάλυση της σύγκρουσης ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, τα αντικειμενικά της αποτελέσματα, και η σημασία που είχε για τις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις.

Είναι εξάλλου προφανές πως το γερμανικό κίνημα είχε πολύ σοβαρά άλυτα προβλήματα, παρ’ όλη την τεράστια λαϊκή υποστήριξη (αδιανόητη σήμερα), παρά τους ιδιοφυείς και έμπειρους ηγέτες του, παρά το πρόσκαιρο αλλά πολύ ισχυρό «εξεγερσιακό πνεύμα των μαζών». Κι όμως…

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι το κίνημα εκείνο δεν διέθετε ενιαία ηγεσία, συνολική στρατηγική για τον αγώνα, ή κατάλληλη και αποτελεσματική οργάνωση δυνάμεων.

Όταν ο αγώνας ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση φθάνει στο σημείο της σύγκρουσης για την πολιτική εξουσία, όπως συνέβη τότε στη Γερμανία, η πολιτική γίνεται πόλεμος και υπερισχύουν οι δικοί του κανόνες (έστω κι αν ο πόλεμος θεωρείται η συνέχιση της πολιτικής με «άλλα μέσα»). Κι όποιος δεν σέβεται αυτούς τους κανόνες τα χάνει όλα. Μπορεί να είναι «αητός» στο μυαλό, ή να έχει το δίκιο με το μέρος του, αλλά αυτό δεν μπορεί να τον σώσει από την ήττα ή τον θάνατο. Είτε διαλέγει να παλέψει, είτε προτιμά να παραμείνει αποκλειστικά στο πεδίο της νομιμότητας (αν καταρρεύσει το παλιό καθεστώς, η εξουσία- άρα και η «νομιμότητα»- πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή, από τους νικητές, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα είναι μη υπαρκτή).

Σε κάθε περίπτωση, στην πάλη των τάξεων -ιδιαίτερα όταν αυτή μετατρέπεται σε πόλεμο για την εξουσία («για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι»)- ένα ανομοιογενές μπουλούκι, που ταλανίζεται από διαμάχες για την «ηγεμονία» στο εσωτερικό του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια οργανωμένη δομή, σαν τον στρατό (με ενιαία και αδιαμφισβήτητη στρατηγική και διοίκηση, τουλάχιστον, την ώρα της δράσης). Το θέμα της ενιαίας στρατηγικής και διοίκησης δεν αφορά τους «τύπους», αφού και στον ανταρτοπόλεμο –που διεξάγεται από αυτόνομες τοπικές ομάδες– η πολιτική ηγεσία ή θα είναι απόλυτα συμπαγής και ομονοούσα, ή είναι καταδικασμένη να ηττηθεί (τα δύο ημερολόγια του Τσε, στην Κούβα και τη Βολιβία μας δίνουν χαρακτηριστικά παραδείγματα και για τις δύο περιπτώσεις).

Παραθέτω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τη μαρτυρία ενός κομουνιστή ακτιβιστή στο Βερολίνο (στο έργο του Pierre Broué, Rivoluzione in Germania, Einaudi): «Τότε συνέβη κάτι απίστευτο. Ο κόσμος βρίσκονταν εκεί από πολύ νωρίς, από τις εννέα, μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Οι αρχηγοί συσκέπτονταν κάπου για να δώσουν διαταγές. Η ομίχλη πύκνωνε και ο κόσμος εξακολουθούσε να περιμένει. Οι αρχηγοί συνέχιζαν να συζητούν. Έφτασε το μεσημέρι, ήρθε και η πείνα μαζί με το κρύο. Και οι αρχηγοί συσκέπτονταν ακόμη. Και η ομίχλη γινόταν όλο και πιο πυκνή. Ο κόσμος είχε αρχίσει να ανησυχεί, όλοι περίμεναν κάτι για να ηρεμήσουν. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς. Οι αρχηγοί συσκέπτονταν ακόμη. Και η ομίχλη όλο και πύκνωνε καθώς ερχόταν το σκοτάδι. Θλιμμένος ο κόσμος γύριζε στα σπίτια του: περίμεναν κάτι μεγάλο αλλά δεν συνέβαινε τίποτα. Και οι αρχηγοί συζητούσαν [….]. Και εξακολουθούσαν να συζητούν το άλλο πρωί, με το φως της μέρας, κ.λπ., κ.λπ., και αυτοί συνεδρίαζαν ακόμη. Κι οι ομάδες του κόσμου επέστρεφαν στην Siegesallee (σ.μ.: κεντρική λεωφόρος του Βερολίνου) και οι αρχηγοί εξακολουθούσαν να συσκέπτονται, και να συσκέπτονται.»

Η αναρχική ρητορική (καθώς και οι παραλλαγές της) θα αντιλαμβανόντουσαν ηλιθιωδώς αυτή τη μαρτυρία: οι «μάζες» που θέλουν δράση και οι «αρχηγοί» που τις «φρενάρουν». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιοφυία για να καταλάβει –ξεφυλλίζοντας όσα έχουν γραφτεί για τους Σπαρτακιστές και τις άλλες επαναστατικές οργανώσεις του Βερολίνου– πως εκείνοι οι «αρχηγοί» δεν είχαν ενιαία άποψη για το δια ταύτα και εκπροσωπούσαν διάφορες «ανταγωνιστικές» οργανώσεις, χωρίς ένα κοινό σχέδιο, χωρίς διοίκηση και αποτελεσματική στρατηγική, άρα και χωρίς δεσμούς με την τάξη που είχε ξεσηκωθεί αυθόρμητα και είχε πάρει τα όπλα. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε συμβεί στην Αγία Πετρούπολη, μόνο δεκατρείς μήνες νωρίτερα.

 

Στις 9 Ιανουαρίου 1919 ο Καρλ Λίμπκνεχτ βγάζει τον τελευταίο του λόγο. Στις 15 Ιανουαρίου συλλαμβάνεται μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ και δολοφονούνται

Αξίζει να πούμε πως 24 ώρες αργότερα όλοι αυτοί οι «αρχηγοί», που ούτε «πουλημένοι» ήταν, ούτε είχαν περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, είτε ήταν νεκροί είτε καταδιώκονταν.

Οι πολυάριθμες εξεγέρσεις που θα ξεσπάσουν τα επόμενα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στα πλαίσια της ταξικής πάλης στη Γερμανία, θα είναι όλο και πιο αδύναμες, ευάλωτες και γι αυτό θα κατασταλούν. Μετά το Βερολίνο, οι αρχικές διχόνοιες αναπόφευκτα όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετα πολλαπλασιάστηκαν.

Η ήττα του επαναστατικού κινήματος στη Γερμανία είχε αναντίρρητα, τα ακόλουθα τουλάχιστον, αποτελέσματα, αν και μια ενδελεχής έρευνα θα αποκάλυπτε πολύ περισσότερα:

  • Την εμφάνιση και στη συνέχεια το θρίαμβο του φασισμού στην Ευρώπη, σαν αντίδραση της εθνικής αστικής τάξης των χωρών ενάντια στην Επανάσταση (και τον κεντρικό της πυρήνα, τη νεαρή Σοβιετική Ένωση), χάρη και στο «σχέδιο Doves» που επέβαλαν οι νικήτριες δυνάμεις (καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων, με συνέπεια τη δραστική φτωχοποίηση της Γερμανίας).
  • Τον περιορισμό του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» σε μια μόνο, έστω και μεγάλη, χώρα, για πάνω από 20 χρόνια.
  • Τον πολλαπλασιασμό των διασπάσεων του κομμουνιστικού κινήματος, που διήρκεσε πολύ και με τον καιρό επιδεινωνόταν.
  • Την προσαρμογή της επαναστατικής θεωρίας στην πολιτική γραμμή της οργάνωσης, όποια κι αν ήταν αυτή, σε κάθε γωνιά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.

[…]

Για να το επαναλάβω, με πιο κλασσικούς όρους: η θεωρία ασχολείται κυρίως με τη βάση, ενώ η επαναστατική πράξη πρέπει να αναμετρηθεί και με όλο το εποικοδόμημα. Η θεωρία απαιτεί να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στις αλλαγές του τρόπου παραγωγής, ώστε να μπορούμε να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη γνώμη για τη μακρά περίοδο, ενώ η πράξη πρέπει να στηρίζεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Είναι σαν να ανεβαίνουμε στο βουνό, π.χ. όπου πρέπει να έχουμε συνολική άποψη του χώρου (σαν μια αεροφωτογραφία) για να μη χάσουμε τον προορισμό μας. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να ακολουθήσουμε το μονοπάτι που υπάρχει ή να ανοίξουμε ένα καινούριο, προσέχοντας κάθε μας βήμα, γιατί το παραμικρό στραβοπάτημα μπορεί να αποβεί μοιραίο.

Εξάλλου στην πολιτική έχουμε να αναμετρηθούμε με ανθρώπους όχι με έννοιες.

Κατά συνέπεια, στην Ιστορία, το κριτήριο για την επιβεβαίωση ή τη διατήρηση μιας «στρατηγικής» δεν είναι μόνο η σωστή θεωρία που καθοδηγεί την πολιτική δράση (η γνώση και συνετή χρήση των βασικών νόμων της θεωρίας, χωρίς τους οποίους είναι αδύνατη μια πολιτική πρακτική με στόχο την αλλαγή της κοινωνίας). Άλλο ένα βασικό κριτήριο –αν όχι ακόμη πιο σημαντικό, όσον αφορά στα πρακτικά αποτελέσματα– είναι κάτι πολύ πιο άμεσο: η πλέον κατάλληλη λύση στις συγκεκριμένες συνθήκες

Η πραγματική σύγκρουση, τελικά, λειτουργεί ακριβώς όπως ο νόμος της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου (μοναδικού «επάξιου» επιστήμονα τον οποίο ανάφερε ο Έγκελς εκφωνώντας τον επικήδειο του Μαρξ): εξουδετερώνει όλες τις μορφές, τα υποκείμενα, τις οργανώσεις ή τους ανθρώπους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν στα πλαίσια της συγκεκριμένης σύγκρουσης με τον καπιταλισμό. Κάτι που μπορεί να συμβεί είτε έχουμε είτε όχι μια «σωστή θεωρητική άποψη», όπως ακριβώς και η μεγαλύτερη ιδιοφυία του πλανήτη θα μπορούσε να σκοτωθεί στον δρόμο περνώντας από μια διάβαση…

Φυσικά «η πλέον κατάλληλη λύση» δεν είναι αναγκαστικά και η πιο ευχάριστη, αυτή που ανταποκρίνεται απόλυτα στους θεωρητικούς στόχους. Το αντίθετο. Με δεδομένες τις αμέτρητες ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, δεν πρέπει μόνο να προσαρμόζεται ο αγώνας στις συγκεκριμένες ανάγκες μιας περιοχής, αλλά μπορεί να αλλάζει ακόμη και ο κεντρικός στόχος (η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής).

Κοντολογίς: η οργάνωση, το κόμμα, το «πλέον κατάλληλο» λαϊκό κίνημα μπορεί και να μην είναι «το πιο μαρξιστικό» που υπάρχει, αλλά το «μόνο» υποκείμενο που μπορεί να αποτρέψει ή και να καθυστερήσει την επιστροφή στο ancien regime (σ.μ.: παλαιό καθεστώς), που υπερασπίζεται καλύτερα μερικές κατακτήσεις, που δεν υποχωρεί μπροστά στις πιέσεις, και πιο συγκεκριμένα αυτό που μπορεί, με ορισμένες προϋποθέσεις, να οδηγήσει στη νίκη. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την πρόσκαιρη χρησιμότητα του, έστω και με αυτούς τους όρους…

Αλλά εάν αυτό το «πλέον κατάλληλο» επιχειρεί να προσαρμόσει τη θεωρία στα μέτρα του, τη ζημιά θα την υποστεί η θεωρία. Κι ας υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις. Και μάλιστα με αποτελέσματα εντελώς αντίθετα από τις προθέσεις… Όλα όσα καθιστούν προσωρινά νικηφόρα μια ιστορικά επιβεβλημένη λύση, παρουσιάζονται σαν απόλυτες αναλλοίωτες γενικές αλήθειες, που αδυνατούν όμως να εφαρμοστούν όταν οι συνθήκες αλλάξουν.

Δεν υπάρχει τίποτα το βέβηλο στη διατύπωση αυτή. Στο κομμουνιστικό κίνημα –ιδιαίτερα σε συνθήκες πολέμου (όπως για παράδειγμα κατά την Αντίσταση)– ήταν πολύ φυσιολογικό να μοιράζονται τα ηγετικά καθήκοντα ανάμεσα στον «πολιτικό κομισάριο» από τη μιά, και τον «στρατιωτικό διοικητή» από την άλλη. Με ικανότητες και αρμοδιότητες διακριτές, όλες εξίσου αποφασιστικές (πολιτική ομογενοποίηση της οργάνωσης αλλά και στρατιωτική αντοχή), που έπρεπε να συνδυαστούν για την επιτυχή έκβαση του αγώνα. Ο πραγματικός αντίπαλος κύρια αντίθεση, όπως θα έλεγε ο Μάο), δηλαδή, πρέπει να είναι ο εχθρός και όχι το κίνημα μας.

 

Οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης

Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία της άποψης που θεωρεί ιστορική την ήττα της Γερμανίας το 1919, η οποία εμπόδισε την Επανάσταση να «οικοδομήσει σοσιαλισμό», δηλαδή να αντικαταστήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με κάτι πιο προωθημένο, και μάλιστα σε μια εκτεταμένη περιοχή του πλανήτη;

Πρώτα απ’ όλα ότι ερμηνεύει την ήττα με τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, θεωρώντας την αποτέλεσμα μιας πραγματικής σύγκρουσης, και όχι μια έκβαση της μαρξιστικής θεωρίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το αποτέλεσμα έδωσε αφορμή για «λάθη», παραλείψεις, προχειρότητες, ή χλευασμό στους κύκλους πολλών θεωρητικολογούντων μαρξιστών (που ομονοούν όταν επιμένουν να αρνούνται τα ιστορικά δεδομένα, αλλά ο καθένας τους έχει μια δική του αντίληψη για τον ρεαλισμό και τις προοπτικές για το μέλλον).

Όλες οι μετέπειτα εξελίξεις, εδώ βρίσκουν μια πολύ πιο λογική –και όχι ad hoc– ερμηνεία, σε αντίθεση με ψευδοερμηνείες του είδους «προδοσία» «προσωπολατρεία», «συνεργασία με τον ταξικό εχθρό» (που υπήρξε κάποιες φορές, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει μια έγκυρη θεωρητική εκτίμηση), ή ανάγκη εύρεσης μιας «καθαρής θεωρητικής μορφής», που οδήγησαν στη δημιουργία σεχταριστικών οργανώσεων (σαν βατράχι που ελπίζει πως αν φουσκώσει πολύ, μπορεί να μεταμορφωθεί σε αγελάδα…).

Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με έναν μακρύ κατάλογο ιστορικών στιγμών (συνολικής διάρκειας ενός αιώνα!) με τον οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εδώ (αν και κάποια πράγματα αναδείχτηκαν μέσα από τα παραδείγματα που αναφέραμε). Αυτό θα πρέπει να είναι ο στόχος μιας πιθανής σχετικής έρευνας, να αναδείξει, δηλαδή, τις στιγμές που έκριναν την ιστορία, αλλά και τα «θεωρητικά κατασκευάσματα» που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια για να τις ερμηνεύσουν.

Αυτό βέβαια θα αφαιρούσε τις όποιες θεωρητικές και στρατηγικές αιτιάσεις που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν πολλές από τις διασπάσεις του κομμουνιστικού κινήματος. Το μόνο επιχείρημα που ισχύει, ή μάλλον που επιβεβαιώνεται, είναι η σχέση της οργάνωσης με τον αυθορμητισμό, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο σχέδιο και την «αυθόρμητη» επαναστατική δράση. Ήταν ακριβώς το τραγικό τέλος της επανάστασης στη Γερμανία που μας έδωσε ένα μάθημα, που θα ήταν τραγικό λάθος να λησμονήσουμε: μπροστά σε έναν, συνήθως αδίστακτο, ταξικό εχθρό, που σήμερα έχει πάρει τη μορφή μιας σχεδόν πλανητικών διαστάσεων διακυβέρνησης, ήταν μεγάλη ανοησία το ότι δόθηκε μεγάλη σημασία στην ιδιαιτερότητα, μιας εσωτερικής απεγνωσμένης διαμάχης, στον εσωτερικό ανταγωνισμό δηλαδή.

Θα ήταν απλοϊκό να περιμένουμε πως μια τέτοια εκτίμηση θα γινόταν αποδεκτή, και αντιληπτή από τους «αρχηγίσκους» ορισμένων μικροομάδων (ακόμη και όσων δεν αναγνωρίζουν «αρχηγούς», αν και τους παράγουν συλλήβδην), δρομολογώντας μια ενοποιητική διαδικασία. Οι συλλογικότητες που αναπτύχθηκαν με την αντίληψη της σέχτας -θεωρώντας δηλαδή «πολιτική δραστηριότητα» την «προπαγάνδιση της δικής τους άποψης»- είναι εντελώς στείρες, ανίκανες να συμβάλουν σε κάτι . Μιλάμε προφανώς για τους «επικεφαλής» των διαφόρων μικροομάδων, κάποιοι από τους οποίους (όχι πολλοί κατά βάθος) βρήκαν λόγο ύπαρξης στους δικούς τους μικρόκοσμους.

Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μια συλλογικότητα που βάζει στον εαυτό της το καθήκον της αλλαγής της πραγματικότητας και άρα θέλει να αφήσει πίσω της –χωρίς ίχνος νοσταλγίας– όλες τις αναφορές στην «πραγματική ορθοδοξία» ή και την «σημασία της αιρετικής άποψης», προσπαθώντας να αναλύσει τη συγκεκριμένη ιστορική φάση, στο γενικό της πλαίσιο. Όχι για να την επαναλάβουμε ή να τη δούμε αποσπασματικά, αλλά για να ανταποκριθούμε στα σημερινά μας καθήκοντα.

Ένα δεύτερο δίδαγμα, εξίσου χρήσιμο, θα ήταν να κάνουμε μια σύγκριση με τη σημερινή συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από την φάση της «δεύτερης παγκοσμιοποίησης». Προφανείς είναι οι αναλογίες με την περίοδο της νίκης της Επανάστασης στη Ρωσία, ταυτόχρονα με την ήττα της στη Γερμανία: τέλος της «πρώτης παγκοσμιοποίησης» (του 19ου αιώνα, υπό τη διακυβέρνηση και κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας), εξέλιξη του καπιταλισμού σε έναν εθνικό ιμπεριαλισμό, ξέσπασμα της κρίσης που κατέληξε στον παγκόσμιο πόλεμο (μάλλον σε δύο πολέμους, για να καταλήξει στην ανάληψη της εξουσίας του κόσμου από τις ΗΠΑ).

Η δεύτερη παγκοσμιοποίηση, σήμερα, παράγει συγκρουσιακό πολυπολισμό διαφόρων επιπέδων, τοπικούς πολέμους κατά τρίτων, νομισματικό πόλεμο, απόπειρες μετεγκατάστασης της παραγωγής, και συνακόλουθους εθνικισμούς (με την Ε.Ε. στα μισά του δρόμου, στη φάση μετάβασης προς έναν γενικευμένο, μη «εθνικό» ιμπεριαλισμό). Πολιτικές επιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες του πολυεθνικού κεφαλαίου, που ήταν ο εμπνευστής και εμψυχωτής της παγκοσμιοποίησης.

Επίσης, ήταν εντελώς διαφορετικές και οι συνθήκες: τότε υπήρχε ένα διεθνές εργατικό κίνημα ρεφορμιστικής κοπής, που όμως διεκδικούσε. Σήμερα έχουμε ένα «ασαφές προλεταριάτο», υποκείμενο σε ασυνεχείς και μεταβαλλόμενες σχέσεις με την καπιταλιστική παραγωγή, άκρως αποδιοργανωμένο, χωρίς να μπορεί να συλλάβει τον πολύπλοκο κύκλο, άρα και «αυθόρμητα» ανίκανο να φανταστεί –να διαμορφώσει– και να προγραμματίσει μια αλλαγή του τρόπου παραγωγής. Εκτός και αν καταφέρει να συμμαχήσει με τις νέες εργασιακές φιγούρες των άκρως εξειδικευμένων εργαζομένων στον τομέα της τεχνο-πληροφορικής και των ομοίων τους, των οποίων η παρουσία θα ήταν βασική για τον συνολικό προγραμματισμό της παραγωγής κ.λπ. κ.λπ.

Υπήρχαν επίσης εκατομμύρια άνθρωποι που μόλις είχαν γυρίσει από τον πόλεμο. Άνεργοι αλλά με επαγγελματική κατάρτιση που μπορούσε να πωληθεί στην αγορά εργασίας, που ήξεραν να χρησιμοποιούν τα όπλα, να σέβονται την ιεραρχία και να μην έχουν ανθρωπιστικά «κολλήματα». Ήταν δηλαδή το μαζικό υπόβαθρο του ανατέλλοντος φασισμού. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν o καπιταλισμός των «αφεντικών» για να αντιμετωπίσει εκατομμύρια άλλων ανθρώπων που δούλευαν στα εργοστάσια και είχαν εξοικειωθεί με τα όπλα.

Αυτό που άλλαξε από τότε, είναι πάνω απ’ όλα το κεφάλαιο: χρηματιστικοποιημένο, πολυεθνικό, απελευθερωμένο από «κοινωνικές ανησυχίες», με δυσανεξία σε πολιτικούς και κρατικούς περιορισμούς, αδύνατον να χωρέσει πια μέσα στα όρια της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», έτοιμο να μεταφερθεί όπου βρίσκει, έστω και προσωρινά, καλύτερες ευκαιρίες για κέρδος. Και άρα, χωρίς κάποιο «σχέδιο» ή «στόχο» που να υπερβαίνει τους στόχους μιας επιχείρησης. Διαχειριζόμενο από μάνατζερς –με διαχωρισμό της διαχείρισης από την ιδιοκτησία–, απρόσωπο και αόρατο στους ανθρώπους. Ουσιαστικά απροσπέλαστο.

Αυτό που άλλαξε είναι περισσότερο το ότι η παραγωγή απέχει μόνο λίγα χρόνια –που ισοδυναμούν με… μια στιγμή για την Ιστορία– από την αυτοματοποίηση των πρακτικών και πνευματικών διαδικασιών που είναι τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες. Κι αυτό όχι μόνο θα αδειάσει τα εργοστάσια, τις τράπεζες, τα γραφεία… αλλά θα κάνει εντελώς ακατανόητη τη διαδικασία της παραγωγής στον μέσο άνθρωπο, απαραίτητη βάση για την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Το ίδιο που συμβαίνει σήμερα στα παιδιά, που νομίζουν ότι τα λεφτά βγαίνουν από τα ΑΤΜ, και δεν έχουν σχέση με μισθούς, εκμετάλλευση ή εισοδήματα.

Κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση ή τη συρρίκνωση της εξαγωγής υπεραξίας, υπονομεύοντας τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκε αυτός ο τρόπος παραγωγής.

 

* Ο Φραντσέσκο Πιτσιόνι είναι δημοσιογράφος στην ιταλική εφημερίδα Il Manifesto

Σχόλια

Exit mobile version