Αρχική πολιτισμός Η λυρική δύναμη της μουσικής του Αλεξάντρ Ντεσπλά

Η λυρική δύναμη της μουσικής του Αλεξάντρ Ντεσπλά

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Στις αρχές της εβδομάδας, παρακολουθήσαμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τη συνέντευξη τύπου του περιζήτητου πλέον 54χρονου κινηματογραφικού συνθέτη Αλεξάντρ Ντεσπλά, που βρέθηκε στην Αθήνα, για την προγραμματισμένη συναυλία του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Ηρώδειο, στις 9/9/2015.

Γεννημένος στο Παρίσι, από Γάλλο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, ο Ντεσπλά άρχισε πιάνο από 5 ετών, συνέχισε με φλάουτο, τρομπέτα ενώ σπούδασε μουσική σε Γαλλία και Αμερική. Ξεκίνησε συνθέτοντας για το θέατρο, αλλά από το 1984 γράφει αποκλειστικά κινηματογραφική μουσική.

Διεθνώς καθιερώθηκε με τη μουσική της μυθοπλαστικής προσέγγισης της ζωής του ζωγράφου Βερμέερ Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι (2003), του πρωτοεμφανιζόμενου Βρετανού Πήτερ Γούεμπερ, με όργανα εποχής στην ενορχήστρωση, όπως το φλάουτο και η βιόλα. Ωστόσο, επικεντρώνοντας στην ένταση των συναισθημάτων που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον ζωγράφο και το μοντέλο του, ο Ντεσπλά απέφυγε μια ταύτιση με τη μουσική του 17ου αιώνα. Η μουσική στον κινηματογράφο εκφράζει το σημαινόμενο όσων κουβαλούν οι χαρακτήρες και όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, το 2009 στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένος του 50ού ΦΚΘ, προσπαθεί να προσεγγίσει την αμερικάνικη άποψη, με τη μουσική να ακολουθεί τη δράση, χωρίς να χάνει την ευρωπαϊκή παράδοση που χάραξαν κινηματογραφικοί συνθέτες, όπως ο Μωρίς Ζαρ ή ο Ζωρζ Ντελρύ.

Στις βασικές του αναφορές, εκτός από τους Χατζιδάκι και Βαμβακάρη που άκουγε από παιδί όπως μας είπε, συμπεριλαμβάνει και κλασικούς συνθέτες -Σκριάμπιν, Στραβίνσκι και Προκόφιεφ- καθώς και τους κινηματογραφικούς Νίνο Ρότα, Μπέρναρ Χέρμαν και Τζον Γουίλιαμς, ενώ είναι σίγουρος πως δεν θα έγραφε το ίδιο, αν δεν άκουγε Ντιουκ Έλκινγκτον και Μάιλς Ντέιβις, μαζί με τον πατέρα του.

Το 2006, κερδίζει Χρυσή Σφαίρα, για τη μουσική της ταινίας Βαμμένο Πέπλο, του Τζον Κάραν, με ηρωίδα μια κακομαθημένη εύπορη αγγλίδα στα 1925, που μεταστρέφεται, ακολουθώντας τον σύζυγό της ως τη μακρινή Κίνα. Η ταινία ανοίγει με μια ρυθμική σύνθεση για μεγάλη ορχήστρα, ενώ το κλίμα του μεσοπολέμου αποδίδεται με σειρά πιανιστικών συνθέσεων σε ρυθμούς βάλς, μακάβριας σχεδόν διάθεσης, θυμίζοντας Νικόλα Πιοβάνι. Τοπική χροιά επιτυγχάνεται με το ηχόχρωμα του φλάουτου, όργανο της καρδιά του, όπως μας εκμυστηρεύτηκε ο εμπνευσμένος συνθέτης, που ξεκίνησε ως φλαουτίστας.

Στο Ennemi Intime (2007),του Φλωράν Εμιλιό Σιρί, που στιγματίζει τις ναζιστικές μεθόδους των Γάλλων στον πόλεμο της Αλγερίας, στα 1959, ο Ντεσπλά προσθέτει τζαζ πινελιές με τρομπέτα, ανακαλώντας έτσι τους περίφημους αυτοσχεδιασμούς του Μάιλς Ντέιβις, στην ταινία του Λουί Μαλ Ασανσέρ για δολοφόνους (1958).

Η εξαιρετική εμπνευσμένη μουσική για το Ξενοδοχείο Grand Budapest (2014), του χάρισε το Όσκαρ. Στις σύντομες ρυθμικές συνθέσεις που συνδυάζονται με το ιδιόρρυθμο εικαστικό σύμπαν του Γουές Άντερσον, η κυριαρχία της μπαλαλάικα στα χιονισμένα βουνά της κεντρικής Ευρώπης, παραπέμπει στις συνθέσεις του Μορίς Ζαρ, για το Δόκτορ Ζιβάγκο.

Το υπερθέαμα των χολυγουντιανών μπλογκμπάστερ τον οδήγησε σε μεγαλύτερα σχήματα συμφωνικής ορχήστρας. Στο Godzilla (2014), του Γκάρεθ Έντουαρντς, η πολυμελής ορχήστρα κατακλύζεται από χάλκινα πνευστά, ώστε ο ηχητικός όγκος να είναι ανάλογος του γιγάντιου τέρατος, που ξεχειλίζει απ’ το κινηματογραφικό κάδρο, καθώς ο φακός αδυνατεί να το συλλάβει στην ολότητά του, ενώ στην ενορχήστρωση διακρίνεται το σακουχάτσι, χαρακτηριστικό γιαπωνέζικο φλάουτο, που χαρίζει τοπικό μουσικό ηχόχρωμα απογειώνοντας την αχαλίνωτη θεαματική δράση.

Ο Ντεσπλά δήλωσε πως προσαρμόζεται στην αισθητική κάθε σκηνοθέτη και θεωρεί τη μουσική του περισσότερο λυρική, παρά ρομαντική, γιατί υπάρχει διαφάνεια στην ενορχήστρωση, όπως στον Μότσαρτ. Για τις ταινίες του Ζακ Οντιάρ με τις οποίες πρωτοέγινε γνωστός, αναζητούσε μια υπόκωφη λυρική δύναμη, χωρίς το κλειδί της σύνθεσης να είναι η μελωδία, επειδή ο σκηνοθέτης δεν ήθελε να μπορεί να την σφυρίζει ο θεατής, βγαίνοντας από την αίθουσα. Εξάλλου, διανύουμε όπως είπε την εποχή, όπου η μουσική εισχωρεί μέσα στην ταινία σαν άλλος ένας χαρακτήρας, πλάι στους ηθοποιούς. Αναζητώντας μια ισορροπία, ανάμεσα στη λειτουργία και στη μυθοπλασία (50% fonction, 50% fiction) επεσήμανε πως η λειτουργία στηρίζει τη δράση, ενώ η μυθοπλασία ανιχνεύει την κρυμμένη ψυχολογία ενός χαρακτήρα.

Στο Παιχνίδι της μίμησης (2014), του Μόρτεν Τίλντουμ, τόνισε πως η μουσική συνθέτει όλα όσα είναι ο πρωταγωνιστής, ενώ υπάρχουν ταινίες που χρειάζονται διαφορετικό μουσικό θέμα για τα πρόσωπα και διαφορετικό για τις καταστάσεις.

Στο Λόγο του βασιλιά (2010), του Τομ Χούπερ, ανέφερε πως το θέμα από μία νότα, που επαναλαμβάνεται στο πιάνο, δεν αναπτύσσεται επειδή και ο πρωταγωνιστής αντίστοιχα δυσκολεύεται να αναπτύξει την ομιλία του.

Τέλος, όταν ο Ρομάν Πολάνσκι ζήτησε κάτι ελληνικό για το χορό της θεάς, στην Αφροδίτη με τη γούνα (2013), ο Ντεσπλά συνέθεσε ένα ζεϊμπέκικο με μπουζούκι και μπαγλαμά, εμπνεόμενος από την ελληνική μουσική παράδοση.

Κλείνοντας, ο Ντεσπλά μας αποκάλυψε πως παράλληλα με την κινηματογραφική μουσική οραματίζεται να εξασφαλίσει χρόνο για να συνθέσει και μουσική για κονσέρτα.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου (Ifigenia.kalantzi@gmail.com)

Σχόλια

Exit mobile version