Αρχική δρόμος της αριστεράς Γιατί το αυτονόητο είναι πολύ δύσκολο;

Γιατί το αυτονόητο είναι πολύ δύσκολο;

Η μετάβαση σε έναν διαφορετικό κόσμο και ορισμένα εμπόδια που συναντά

Ένα από τα κορυφαία ζητήματα που έχει επιχειρήσει να αντιμετωπίσει ο Δρόμος στα 10 χρόνια της ύπαρξής του, είναι αυτό της μετάβασης σε μια διαφορετική κοινωνική κατάσταση ή οργάνωση. Το έχουμε καταρχάς αναγνωρίσει ως ζήτημα ανοιχτό, για το οποίο δεν κατέχουμε τη λύση. Έχουμε προσπαθήσει να εστιάσουμε στις προϋποθέσεις που έχει η απάντησή του, αποφεύγοντας όσο μπορούμε τις εύκολες συνταγές και τη συνθηματολογία. Η προσπάθεια αυτή θα συνεχιστεί, ειδικά σε μια εποχή που το θέμα τίθεται επί τάπητος, αλλά και συναντά εμπόδια που μοιάζουν ανυπέρβλητα.

Γιατί το αυτονόητο είναι πολύ δύσκολο;

Η μετάβαση σε έναν διαφορετικό κόσμο και ορισμένα εμπόδια που συναντά

του Γιώργου Παπαϊωάννου*

Κοντεύει ήδη να καταντήσει κλισέ η διαπίστωση ότι η πανδημία και η κρίση που τη συνοδεύει, οδηγούν έτσι κι αλλιώς σε έναν διαφορετικό κόσμο. Από τη μια, επιταχύνονται αλλαγές που εκπορεύονται από τις ελίτ και οδηγούν σε μεγαλύτερη περιθωριοποίηση και απόρριψη τεράστια τμήματα της κοινωνίας. Από την άλλη, κοινωνικές, πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιμετωπίζουν κριτικά το υπάρχον σύστημα, θέτουν επί τάπητος την ανάγκη έλευσης ενός νέου κόσμου με περισσότερη ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη. Πράγματι, η μετάβαση σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση μοιάζει σήμερα με αυτονόητη ανάγκη, απλά εξηγήσιμη. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται και κανοναρχούνται οι κοινωνίες, οδηγεί σε τεράστια προβλήματα, αδιέξοδα και καταστροφές. Ο οικονομικός γιγαντισμός, η υπερσυγκέντρωση και η χρηματιστηριακή αποχαλίνωση, οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους, τις χώρες και τις ηπείρους, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η απόλυτη προτεραιότητα του κέρδους, η τεράστια απόσταση των πολιτών από τα κέντρα αποφάσεων, στερούν τη δυνατότητα για μια καλύτερη ζωή. Όλα αυτά διαπιστώνονται συχνά από διανοούμενους, στοχαστές, δημόσια και πολιτικά πρόσωπα. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, πληθαίνουν διακηρύξεις και αναλύσεις που τα εντοπίζουν και ζητάνε μια άλλη πορεία. Γιατί, όμως, τίποτα δεν δείχνει να πηγαίνουν διαφορετικά τα πράγματα σε καμιά σχεδόν περιοχή του κόσμου; Θα μπορούσαν να ανιχνευτούν μερικές από τις απαντήσεις.

***

1. Το «μέλλον» δεν έρχεται από μόνο του, το «καλό» δεν θριαμβεύει επειδή έτσι πρέπει, και το «αυτονόητο» δεν εγκαθιδρύεται επειδή είναι τέτοιο. Οι προτάσεις και τα προτάγματα διαμεσολαβούνται από πολιτικές διαμορφώσεις. Οι κοινωνικές ανάγκες τυγχάνουν διαχειρίσεων και εκφράσεων στο πολιτικό πεδίο με τρόπους που σχεδόν ποτέ δεν είναι ευθύγραμμοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι διαμεσολαβήσεις έχουν ή αποκτούν τη δική τους δυναμική και οδηγούν σε αποτελέσματα διαφορετικά από τις αρχικές προσδοκίες και προδιαγραφές, όχι πάντα με την έννοια της «λοξοδρόμησης» ή της «προδοσίας».

2. Οι «καθαρόαιμες» αριστερές και «κομμουνιστογενείς» απαντήσεις είναι εντελώς αποδυναμωμένες και δεν πείθουν σχεδόν κανέναν. Για παράδειγμα στην Ελλάδα, ποιος περιμένει ότι τα όποια αριστερά κόμματα και οργανώσεις θα γίνουν φορείς εκπλήρωσης λαϊκών προσδοκιών και δρομολόγησης μεγάλων αλλαγών; Οι αριστερές συλλογικότητες έχουν εγκλωβιστεί στις δικές τους ιεραρχήσεις και τους δικούς τους μηχανισμούς, χωρίς επί της ουσίας να μετέχουν στην πολιτική διαδικασία και να εκφράζουν διεργασίες στο κοινωνικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, αντλούν την «ποίησή» τους από το παρελθόν χωρίς ιδιαίτερη σχέση με το παρόν (ως τόπο και χρόνο) ή ιδέες για το μέλλον.

3. Ο κόσμος μας δεν είναι ένα «πλανητικό χωριό» όπως προσπαθούν εδώ και δυο τρεις δεκαετίες να πείσουν οι σπόνσορες της παγκοσμιοποίησης. Οι διεθνείς σχέσεις εξακολουθούν να είναι σχέσεις εξουσίας, εξάρτησης και υποταγής. Τα κράτη δεν είναι ισότιμα μέλη μιας παγκόσμιας κοινότητας, αλλά υπόκεινται σε έναν διεθνή καταμερισμό με ανισότητα και διαφορετικούς ρόλους. Έτσι, στερούνται βάσης οι «εναλλακτικές» που διακηρύσσονται σαν να αρκεί η υιοθέτησή τους από την «παγκόσμια κοινότητα».

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Από αυτή την άποψη, για παράδειγμα, προτάγματα όπως αυτό της «αποανάπτυξης» και άλλα, έχουν ισχυρά επιχειρήματα ως απάντηση στην καταστροφική ανάπτυξη αλλά με μεγάλους αστερίσκους: Οι δόσεις «αποανάπτυξης» και «υπερσυγκέντρωσης» είναι υπαρκτά κομμάτια στο πάζλ του διεθνούς καταμερισμού. Οι διεθνείς αλλά και εθνικές «ρυθμίσεις» για άλλου είδους ιεραρχήσεις, έχουν πολιτικές προϋποθέσεις και αντίστοιχους φραγμούς. Αλλά και δεν έχουν μονοσήμαντο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, το «small» (is beautiful) μπορεί να υπάρξει τόσο ως ανταγωνιστικό πρόταγμα όσο και άμεσα υπαγόμενο στον γαλαξία πολυεθνικών συμφερόντων. Γι αυτό και χτυπιέται αλλά και αποθεώνεται τόσο πολύ, ειδικά την τελευταία δεκαετία.

4. Το εθνικό γεγονός, η εθνική χειραφέτηση ή ελευθερία, είναι προϋπόθεση για την κοινωνική αλλαγή σε κάθε ξεχωριστή χώρα, και με ειδικό τρόπο σε αυτές που είναι καταπιεσμένες στο πλαίσιο αυτού του διεθνούς καταμερισμού. Η απλή αυτή διαπίστωση θάβεται κάτω από την επιρροή που έχουν οι «μεταμοντέρνες» προσεγγίσεις, ειδικά στις «αριστερές» τους εκδοχές, οι οποίες αποτελούν μεγάλο ιδεολογικό όπλο της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, συχνά τα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες οι χώρες και τα έθνη είναι πιο πολύπλοκα από αυτά μιας αποικίας που αντιμετωπίζει έναν ξένο ζυγό, αφού τα δεσμά είναι πολύ πιο απλωμένα στο σώμα της κοινωνίας αλλά και οι σχέσεις εξάρτησης πιο πολυσύνθετες μέσα σε έναν πιο μπερδεμένο κόσμο.

ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τη δυτική επιβολή αλλά και την –καθόλου δευτερεύουσα – απειλή του ισχυρού και αναθεωρητικού επεκτατισμού μιας αναδυόμενης περιφερειακής δύναμης, της Τουρκίας. Επίσης απλή αλήθεια με πολύ δύσκολη παραδοχή.

5. Η πορεία της ανθρωπότητας εξακολουθεί να είναι μια πορεία αντιθέσεων και πάλης των τάξεων, όπως υπήρξε και η προηγούμενη ιστορία της. Η πάλη αυτή απέχει πολύ από αυτό που έχει συνήθως στο μυαλό της η πολιτική Αριστερά, δεν είναι δηλαδή καθόλου μια δυαδική αναμέτρηση δύο στρατοπέδων ή τάξεων. Έχει μεγάλη ποικιλομορφία και εμπλέκει τους πάντες μέσα από πλήθος μορφών (πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών) και κατηγοριών (έθνος, τάξεις, φύλο κ.λπ.). Αλλά σίγουρα, από την άλλη, η ανθρωπότητα δεν είναι ένα κακομαθημένο παιδί που πρέπει να συνέλθει, ούτε δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, κρίσεις, κραχ και τραγωδίες ολόκληρων ηπείρων ήταν στιγμές ενός αχαλίνωτου «πάρτι», κι έτσι η μετάβαση απέχει πολύ από το ξεπέρασμα ενός «hang over».

6. Σε πολιτικό επίπεδο, ο «αντινεοφιλελευθερισμός» ως κριτική της μονοκρατορίας των αγορών και των πολιτικών λιτότητας, τυγχάνει συγκεκριμένων εκπροσωπήσεων. Έχοντας στον πυρήνα του πλήθος αφαιρέσεων (πολιτικό στοιχείο, εθνικό και διεθνείς συσχετισμοί, γεωπολιτική κ.λπ.), σχεδόν μονοπωλείται από τον κεντροαριστερό χώρο με την ευρύτερη έννοια (ας φανταστούμε όλο τον πολιτικό χώρο από τον Ομπαμισμό και την κλασική σοσιαλδημοκρατία μέχρι, για παράδειγμα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη «δικαιωματική» Αριστερά πολλών αποχρώσεων). Συχνά, οι φωνές διανοούμενων, προσωπικοτήτων αλλά και ριζοσπαστικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο, αδυνατούν να βγουν από αυτό το κάδρο. Έτσι, η αμφισβήτηση πλευρών των συστημικών πολιτικών ενσωματώνεται σχετικά εύκολα στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι και στο ναρκοθετημένο σήμερα δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς (ή καλύτερα «αντιδεξιάς»).

7. Δίπλα στο δίπολο που αναφέρθηκε προηγουμένως, και εν μέρει ως κρίση του, έχει συγκροτηθεί ακόμα ένας διχασμός, λιγότερο διαμορφωμένος. Πρόκειται για την «ενδόρρηξη» στο πλαίσιο του συστήματος που όμως δεν μένει στους κόλπους των ελίτ αλλά σχετίζεται, όπως πάντα γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, με μαζικές διεργασίες που αφορούν στη συνείδηση και την «κοινή λογική». Ο «εθνολαϊκισμός» εκφράζει με μπερδεμένο τρόπο διαφορετικής ποιότητας ρήξεις και αντιθέσεις και υπόκειται σε διάφορους χειρισμούς. Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να «παρακαμφθεί» ούτε να διορθωθεί σαν «ανορθογραφία» (γιατί ορθογραφία δεν υφίσταται έτοιμη και συμφωνημένη) αλλά θέτει υψηλές πολιτικές απαιτήσεις στις όποιες απαντήσεις.

8. Ακριβώς επειδή τα προτάγματα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται χωρίς τις πολιτικές τους προϋποθέσεις, το θέμα του υποκειμένου ή των πολιτικών υποκειμένων μιας διαφορετικής πορείας παραμένει ανοιχτό και ελάχιστες είναι οι πραγματικές προσεγγίσεις του, ειδικά σε ηπείρους όπως η ευρωπαϊκή. Οι σχέσεις του διεθνικού με το εθνικό, του κοινωνικού με το πολιτικό, των όποιων κεντρικών διαμορφώσεων και της βάσης, της «διάνοιας» και της πράξης κ.λπ., όχι απλώς δεν έχουν «ξεκαθαριστεί» αλλά είτε αγνοούνται είτε προσεγγίζονται με μονομέρεια και υποκειμενισμό.

* Ο Γιώργος Παπαϊωάννου είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Δρόμου

Σχόλια

Exit mobile version