Αρχική πολιτική Γιατί να πιάνει χώρο ακόμα η φάτνη;

Γιατί να πιάνει χώρο ακόμα η φάτνη;

του Νίκου Σταθόπουλου*

Σε τι μας χρειάζονται πια τα Χριστούγεννα; Άλλοτε εκφράζανε το βάθος του ανθρώπινου πάθους για μια κοινωνική τρυφερότητα, ένα αγαπητικό υπόβαθρο ειρήνης: Ήταν, έστω και εικονογραφικά είτε λαογραφικά, μια συναισθηματική ανάταση που ανανέωνε την ελπίδα και έδινε «οντολογική νομιμότητα» στον έρωτα για τον Άλλο, δηλαδή σε μια αλληλεγγύη χωρίς προφάνεια και άρρητη ανταλλακτική αξία. Έστω και πέντε δευτερόλεπτα να «ένιωθες αγάπη» ήταν μια Νίκη, αφού ο συναισθηματικός χρόνος είναι η θαυματουργή υπερσυμπύκνωση του φυσικού χρόνου, γι’ αυτό και μπορούν οι ωραίοι άνθρωποι να πεθαίνουν για μια ανώτερη ιδέα: Διότι ζουν μέσα στον «χρόνο της καρδιάς», δε νιώθουν ότι «πεθαίνουν».

Ήταν, φευ (!), ο «παλιός καπιταλισμός της (εργοστασιακής) ομαδικότητας», ο «παρωχημένος κόσμος της αισχυνόμενης ατομικότητας». Καμιά «συμβολική τάξη» δεν συγκροτείται στο περιθώριο του όντως Πραγματικού, αλλά σε διαδραστική διαλεκτική με το λειτουργικό πολιτισμικό παρόν.

Όλα, μέσα στη «σκηνογραφία» της Γιορτής, λειτουργούσαν σε μια κλασική «νοηματική αντιπροσώπευση», ένα σύμβολο: Η Φάτνη, το Βρέφος, το Αστέρι, οι Ποιμένες, τα Ζώα, ο Ηρώδης, οι Μάγοι. Η ταπεινότητα, το εσωτερικό μεγαλείο, η φώτιση, η συντροφικότητα, η ενότητα φύσης με πολιτισμό, η εξουσία, ο διεθνισμός. Ο κόσμος ήταν απλός, ήταν μια λιτή «ομιλούσα» ποίηση όπου οι σχέσεις διαμορφώνονταν από τους όρους τους (και όχι από το φαντασιακό) και τα γίγνεσθαι λειτουργούσαν με χώρο και χρόνο (και όχι σαν παραστάσεις σε οθόνη). Να γιατί η «αριστερή απόρριψη» έχει ταυτότητα αμιγούς εγκεφαλικού δόγματος (καθώς «βλέπει» γενικά το Ον με όρους «προκαθορισμένου αυτοεκπληρούμενου υλισμού») και ο «αστικός αγνωστικισμός» απλώς απολυτοποιεί την άμεση αίσθηση σε ένα κωμικό ρεσιτάλ αυτάρεσκης απλοϊκότητας.

Ο κοινωνικός πόνος είχε το ξεκάθαρο περίγραμμα μιας καθημερινοποιημένης συλλογικής εμπειρίας, η ατομική οδύνη βιωνόταν σαν καταλυτική αποτυχία του κοινωνικού επί ενός ανυπεράσπιστου προσωπικού, η σχέση με τον χρόνο (αυτή η συνείδηση αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου εντός της «Κτίσης») οριζόταν από τη συνέχεια (άρα την προοπτική) και την «ενεργό μνήμη του χτες» (άρα την ταυτοποίηση μέσω της Παράδοσης): Τα Χριστούγεννα κωδικοποιούσαν τα θεμελιωτικά υπαρξιακά ερωτήματα ως επιλυόμενους κοσμικούς συγκλονισμούς και αναβάπτιζαν το «γένος των ανθρώπων» σε ένα ελπιδοφόρο πεπρωμένο Αγαπητικής Συνάντησης. Στο φρενοκομείο της Μετανεωτερικότητας, το κατακερματισμένο «άυλο» Υποκείμενο απλώς διυπάρχει ως αυτοπειθόμενο μέσω του Θεάματος, έρημο από συνανθρώπους και άδειο από αισθήματα: Πού χώρος για Χριστούγεννα; Πέραν του Καλού και του Κακού, βυθίζεται φαντασμαγορικά στο Τίποτα με τις τσέπες γεμάτες ψυχοφάρμακα και τον «κόσμο» εννοούμενο ως εμβαδό όπου μετατοπίζεται το σώμα.

ΜΕ ΤΑ «παλιά» Χριστούγεννα δεν ξαναγινόμαστε «καλοί» αλλά επαναβεβαιωνόταν η «μυστική δυνατότητα» να αποποιηθούμε το Κακό: Σε συνθήκες φτωχής ζωής, η συγχώνευση Πίστης και Αλληλεγγύης, με όρους φυσικής αρμονίας, μπορεί να Αντισταθεί στους Πραιτωριανούς, δεσμεύοντας προς ένα μέλλον με Σταυρική Κορύφωση (=Θανάτω Θάνατον Πατήσας). Ο σύγχρονος ανόητος και βαθιά αντεπαναστατικός «αθεϊσμός», δεν κατανοεί τη λειτουργική συμβολική της Παραβολής η οποία, όμως, και βαθιά κατανοητή γίνεται από τους «πτωχούς των πνεύματι» αλλά και την ουσία των αντιθέσεων αποτυπώνει σε μια «αφελή» διαλεκτική αντιΘεαματικής Άρνησης.

Τα Χριστούγεννα κωδικοποιούσαν τα θεμελιωτικά υπαρξιακά ερωτήματα ως επιλυόμενους κοσμικούς συγκλονισμούς και αναβάπτιζαν το «γένος των ανθρώπων» σε ένα ελπιδοφόρο πεπρωμένο Αγαπητικής Συνάντησης

Διότι είναι Άρνηση η συντήρηση του Θεού από τα χνότα των ζώων, η άοπλη Πολιτοφυλακή από τσομπαναραίους, η κατάργηση των συνόρων μέσω της «έναστρης υπέρβασης», το μίσος για την Εξουσία ως ανεξίκακη αποφασιστικότητα να «εκπληρωθεί η προφητεία». Η Δεξιά ανέκαθεν καλούπωσε τη Φάτνη στο προκρούστειο σχήμα μιας υπερκοινωνικής μεταφυσικής με όρους συγκινητικού παραμυθιού (και μάλιστα χωρίς καν υπαινιγμό κοινωνικών καταβολών και αναγωγών), ενώ η Αριστερά του ρηχότατου μηχανιστικού ματεριαλισμού ανέκαθεν «διάβαζε» τα Χριστούγεννα σαν «όπιο του λαού», σαν «μεταφυσικό αγαπητιλίκι» χωρίς «ταξικούς ανταγωνισμούς» και «επαναστατική ελπίδα» (λες και η «συνωμοσία προστασίας» του Θείου Βρέφους δεν είναι μια πολυδύναμη επαναστατική πράξη, λες και η Γέννηση της Ελπίδας δεν βρίσκει τον εχθρό της στην Πολιτική Εξουσία, λες και στη Φάτνη δεν συναντιούνται η Ισότητα, η Δικαιοσύνη, η Αλληλεγγύη, ο Αντικρατισμός, το Πάθος, η Αντίσταση, το Όραμα, η Οικολογία).

Ωστόσο, σήμερα το κοινωνικό πλαίσιο είναι βαθιά αλλαγμένο: Σήμερα όλα έχουν ρευστοποιηθεί, η ιστορία είναι ασφυκτικά παροντικοποιημένη, το Σχετικό έχει επιβάλει το βασίλειό του, από το «άτομο της υπακοής ή απόκλισης» έχουμε «προσγειωθεί» απότομα στον «Νάρκισσο της απόλυτης αυτοαναφορικότητας», η Εξουσία «εκδημοκρατίζεται» μέσω ψευδώνυμων «σφαιρών συμμετοχής» (διαδίκτυο) και έτσι (συνδυαστικά με την αλλοτρίωση που παράγει το Θέαμα) εσωτερικεύεται ανεπαίσθητα από τις «χύμα» συνειδήσεις και τρέπεται σε «απόλυτη ορίζουσα αλήθεια» της καθημερινότητας. Τι θέση έχουν εδώ μέσα τα Χριστούγεννα, εκτός από το χολυγουντιανό ρολάκι μιας «παράστασης για ένα μύθο» που θα διασκεδάσει τα παιδάκια (δίπλα σε άλλα Θεάματα Φαντασίας) εμπορευόμενο μια άσφαιρη τρυφερότητα και μια «οθονοκεντρική» ψευδο-ϋπεραναπλήρωση σε έναν φρικτό κόσμο γενικευμένης ανηθικότητας, διαφθοράς, ανομίας και εγκληματικότητας; Η Ορθοδοξία δεν έχει σε «πρώτη γραμμή» τα Χριστούγεννα (σε αντίθεση με τους Δυτικούς) όχι γιατί τα «υποβαθμίζει» αλλά γιατί το νόημά τους είναι πολύ πιο «χοϊκό», πολύ πιο του «εμμενούς φρονήματος»: Τα Χριστούγεννα είναι μια επαναστατική παράσταση, είναι μια πρόταση «μετάνοιας» (=αλλαγή τρόπου σκέψης, μετασχηματισμός συνείδησης), είναι μια «αξίωση» να ενεργήσεις για να σώσεις την ελπίδα ΕΣΥ.

ΣΗΜΕΡΑ υπάρχει Επιστήμη, Ψυχολογία, Τεχνολογία, Γνώση: Μέσω της Τεχνικής και της Γνωσιολογικής Εξειδίκευσης, το σύστημα πορεύεται προς τον Μετάνθρωπο και το αντισύστημα προς το Πουθενά που συντάσσεται επί των ερειπίων ματαιωμένων ουτοπιών οι οποίες εξαπάτησαν τον ‘Ανθρωπο παρουσιάζοντας σαν «λύση» μια «φρανκεσταϊνική» ανάπλαση του ίδιου του συστήματος.

Πού χωράνε εδώ τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη και του Κόντογλου; Τι μπορούν να «πουν» σε καρδιές που όταν δεν είναι τεχνολογικοποιημένες είναι σε πλήρη σύγχυση και κενό αισθημάτων;(ο αρχαίος προφήτης είχε προβλέψει: «Η γνώσις έχει πληθυνθεί κι ο νους μας περιτρέχει»). Τι μπορούν να κομίσουν σε μια κατακερματισμένη κοινότητα που με πείσμα τρελού βουλιάζει στον πάτο του ναρκισσισμού (της πιο ψευδαισθησιακής μοναξιάς όλων των καιρών) την ίδια στιγμή που κραυγάζει «Θέλω Σχέση»;

Η στενοκεφαλιά της «εποχής της πληροφορίας» και η άκαρδη συμπόνια ενός «ανθρωπισμού» τίγκα στα πρότζεκτ, δημιουργούν μια διαρκή εξορία για την «τρελή παρέα των απόκληρων κ περιθωριακών» που νοηματοδότησαν την Άγια Νύχτα σαν χρέος να βρεθούν προς διάσωση των αποκλεισμένων «στο Χριστό στο Κάστρο». Ε, ναι, λοιπόν, είναι πρόκληση: Είμαστε μαζί τους ή όχι; Και αρκετά πια με τη «θετική επιστημονική σκέψη» που, είτε αστική είτε «σοσιαλιστική», η μόνη της δυνατότητα και «προσφορά» είναι να βεβαιώνει το προφανές και να θωρακίζει τη δυσπιστία της απέναντι σε οτιδήποτε ονειρεύεται το Αδύνατο! Δηλαδή η τέλεια δουλοπρέπεια, τη στιγμή που η «κβαντοσκέψη» πιστοποιεί τον απόλυτο ρεαλισμό της «απιθανότητας». Οι αστοί εξοβέλισαν το θαύμα γιατί ήξεραν ότι η πίστη σ αυτό γεννά «λυσσασμένους αβράκωτους»!

Η «ιστορική κίνηση» δεν είναι ένας τυφλός αυτοματισμός (αυτή η κανιβαλική μεταφυσική της πιο οργουελικής «επαναστατικής θεωρίας») ούτε μια «πολιτικοποίηση» που απλώς «βαδίζει συντεταγμένα» προς το «προδιαγεγραμμένο μέλλον» που «αναλύεται» στην (θεόπνευστη;;;) μπροσούρα νο.7. Η «ιστορική κίνηση» είναι η Απόφαση μιας συνείδησης να ζήσει αλλιώς, είναι η επεξεργασμένη Βούληση ενός ανθρώπου να πεθάνει με τους δικούς του όρους, είναι η εσωτερική Ενέργεια μιας κοινωνίας να «κάνει ανυπακοή» σε κάθε «πολιτικώς ορθόν» και να διεκδικήσει μια ανορθοδοξία συμβατή με τις ερωτικές της ονειροπολήσεις.

Η διανοητικότητα σκοτώνει το συναίσθημα, οι διαμεσολαβήσεις/αναθέσεις μονιμοποιούν τις ανισότητες, ο ναρκισσισμός φυλακίζει τον άνθρωπο στο αποδομημένο εγώ του, ο χρόνος γίνεται μια μονοδιάστατη «αίσθηση κίνησης», η πατρίδα πεθαίνει χαράσσοντας ένα κολοσσιαίο κενός ταυτότητας, η παράδοση ακυρώνεται εξασφαλίζοντας μια διαρκή «αδειοδότηση» στη «βιομηχανία πολιτισμού», η πίστη ρίχνεται στην πιο ελεεινή πυρά της ιστορίας ανοίγοντας διάπλατη τη λεωφόρο για τη «μεταφυσική της οθόνης» και τον απρόσιτο «μυστικισμό της υπερεπιστήμης/υπερτεχνολογίας», το ξεχειλωμένο και αταυτοποίητο Εγώ γίνεται τρόφιμος μιας εμπορευματοποιημένης απελπισίας όπου η Σχέση ως «παρελθόν της ανθρωπότητας» στοιχειώνει την «ζωή της απόλυτης Έλλειψης».

ΕΔΩ ακριβώς αναδύεται η πολυτιμότητα των Χριστουγέννων! Η άρνηση της βιομηχανοποιημένης φαντασίας και της αόριστης ηθικής σε έναν κόσμο δόμησης του καθημερινού από την «υπεράνω πάσης υποψία» Εξουσία, η επανοικειοποίηση της Φάτνης, η «επιστροφή στον Μύθο του Θείου Βρέφους», ξαναφέρνει στην επικαιρότητα της πνευματικής κ ηθικής αγωνίας το Νόημα της Υπέρβασης. Ο σύγχρονος κόσμος είναι η Επικράτεια της Εμμένειας: γι’ αυτό και τελειοποιεί τα «μέσα απόδρασης» δια του Θεάματος.

Το γεγονός ότι η Επιστήμη (αυτό το τερατώδες εργαλείο του πιο «αθώου» εξουσιασμού) «απομυθοποίησε» το Άστρο της Βηθλεέμ, δεν «κατέρριψε» τη θρησκεία αλλά την αξία του «άνω θρώσκω» δια του οποίου έγιναν όλες οι ανατροπές στην ιστορία (αλλιώς πιστεύετε ότι θα ξεχυνόταν το πλήθος στη Βαστίλλη; Εδώ πρέπει να είσαι «τρελά» (= έξω από κάθε λογική κ επιστήμη…) ερωτευμένος για να κάνεις κάποια τολμηρά άλματα στην καθημερινότητα, τα οποία δεν θα τολμούσες «νηφάλιος»…). Χωρίς το Άστρο (τη φώτιση από το κλικ ενός «ε δεν πάει άλλο»), χωρίς τους συντρόφους Ποιμένες (την αλληλεγγύη και σαν φιλανθρωπία να μην πεθάνουμε «τζάμπα» και σαν ενότητα δράσης), χωρίς τη ζώσα ελπίδα ενός Μεσσία απόντος από τις δικές μας αποφάσεις (δηλαδή μιας Αυτοδιεύθυνσης που θα «γεννούσε» τους Ηγέτες σαν παλιά προφητεία περί «Ευλογημένου Ερχόμενου» με χίλια ονόματα στη λαϊκή ποίηση και ζωγραφική): Τίποτα δεν θα γινότανε, κακά τα ψέματα. Και με την έλλειψη αυτή, ακόμα και οι απόπειρες θα έμεναν στη μέση, θα γονάτιζαν υπό το ατελές τους, θα αυτοταπεινώνονταν προσπέφτοντας κατάκοπες και άχρηστες στα αφεντικά, θα γίνονται «μια από τα ίδια»… Τα έχουμε ζήσει! Πού η δυσκολία να βιώσουμε επαναστατική συγκίνηση με Ρωμανό Μελωδό και Κώστα Βάρναλη; Ξέρετε πού είναι; Μόνο στη νεύρωση του γραφειοκρατισμού που έκανε τους «λυτρωτές δικηγόρους» του 1789 θεσμικούς εγγυητές του οριοθετημένου πολιτεύματος και τους Ωραίους Χαχόλους του ’17 ερυθροφρουρούς προστάτες από την Αμφισβήτηση. Η ιδεολογικοποίηση του «πολιτικού αγώνα ενάντια στην αίρεση» έκανε τη φάτνη «γιάφκα της αντεπανάστασης» δημιουργώντας την πιο στυγνή αντιαγαπητική «Ορθοδοξία» όλων των εποχών!

Είτε σαν οργανική πίστη είτε σαν βιωματική συμβολική :τα Χριστούγεννα σηματοδοτούν μια «προχώ» αντίσταση στα Θεάματα που οργανώνουν οι ελίτ και παγιδεύουν τον «κοσμάκη» στη σύγχρονη δεισιδαιμονία. Ενάντια στον Ηρώδη χωρίς Βρέφος είναι απλώς «ένας καμπούρης χωρίς καμπούρα».

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Exit mobile version