του Νίκου Λάιου*

Το βιβλίο «Ιατρική Νέμεση. Η Απαλλοτρίωση της Υγείας» γράφτηκε στα 1975. Στις πρώτες κιόλας, γάργαρες αράδες του αντιλάμπει η σκανδαλιστική ματιά τού συγγραφέα, Ιβάν Ίλλιτς: «Το ιατρικό κατεστημένο έχει γίνει σημαντικότατη απειλή για την υγεία. Το ιατρικό επάγγελμα εξουσιάζει την ιατρική. Το αποτέλεσμα είναι ολέθριο και έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας» (σελ. 9).

Το σκάνδαλο έγκειται στη χωρίς περιστροφές αμφισβήτηση μιας απ’ τις θεμελιακές βεβαιότητες, που έχουν ενστερνιστεί οι φαινομενικά πιο αντιδιαμετρικές «στρατοπεδεύσεις» της λεγόμενης «δυτικού τύπου» συνθήκης: της βεβαιότητας περί μνημειώδους βελτίωσης της υγείας στη σύγχρονη εποχή, που μάλιστα αποδίνεται στην εξέλιξη, εξάπλωση και εντατικοποίηση της ιατρικής παρέμβασης. Έστω κι έτσι, με μάγουλα ροδισμένα, έχουμε κάνει τα πρώτα βήματα στο μονοπάτι μιας επιχειρηματολογίας δεξιοτεχνικής, γύρω απ’ το πώς, τελικά, «η ιατρική πρακτική υποβοηθά την αρρώστια» (σελ. 23):

• Συμβάλλοντας αποφασιστικά στην τέλεια υπονόμευση των κοινοτικών πόρων των ανθρώπων, που είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων δυσκολιών της ζωής και
• Μετατρέποντας, έτσι, τους ανθρώπους σε παθητικούς καταναλωτές και ανίδεους πελάτες υπηρεσιών – εδώ ιατρικών, απ’ τη ώρα της σύλληψής τους μέχρι την ώρα του θανάτου τους.
Γύρω από τρεις άξονες ξεδιπλώνεται η επιχειρηματολογία αυτή, τρεις «τρόπους με τους οποίους η κυριαρχία της ιατρικοποιημένης υγειονομικής περίθαλψης παρεμποδίζει μια υγιή ζωή» (σελ. 73):
• Την κλινική ιατρογένεση, «που εμφανίζεται όταν η οργανική ικανότητα του ανθρώπου να τα βγάζει πέρα με τις δυσκολίες αντικαθίσταται με την ετερόνομη χειραγώγησή του» (όπ. π.)
• Την κοινωνική ιατρογένεση, «κατά την οποία από το περιβάλλον έχουν αφαιρεθεί οι συνθήκες που χαρίζουν στο άτομο, στην οικογένεια και στη γειτονιά τις δυνάμεις να ελέγχουν τις εσωτερικές τους καταστάσεις και τον περίγυρό τους» (όπ.π.)
• Την πολιτισμική ιατρογένεση, που εμφανίζεται «όταν το ιατρικό εγχείρημα εξασθενεί την επιθυμία των ανθρώπων να υπομένουν την πραγματικότητά τους» (όπ.π.)

Κάτω απ’ το γενικό σκεπτικό αυτό και με εκτενείς παραπομπές σε βιβλιογραφία συζητιέται αναλυτικά, κριτικά και παραστατικά πώς η ιατρικοποίηση παράγει μαζικά αρρώστια, παράλληλα πιάνοντας τα στασίδια της θρησκείας, με μιαν αλαζονεία κρίσιμη, που η βεριτάμπλ θρησκεία ποτέ δεν αποτόλμησε: Αποσπώντας ολοκληρωτικά από τον λαό τον έλεγχο πάνω σε κομβικές διαστάσεις της ζωής του και εκχωρώντας τον σε ένα μονοπώλιο ιατρικών πρακτικών και γραφειοκρατιών, αδιακρίτως κρατικών και ιδιωτικών. Με αντάλλαγμα μιαν υπόσχεση κατάργησης κάθε βάσανου και πόνου, σε έναν παράδεισο πεζό, όπου τα πολυόμματα χερουβείμ και εξαπτέρυγα σεραφείμ τα παριστάνουν «ειδικοί», συνωστισμένοι γύρω απ’ τον Θρόνο της Επιστήμης.

Έξω από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά υποδείγματα της πολιτικής αριστεράς…

«Ιατρική Νέμεση. Η απαλλοτρίωση της Υγείας»
Συγγραφέας: Ιβάν Ίλλιτς
Εκδότης: Νησίδες
Χρονολογία Έκδοσης: Αύγουστος 2010
Αριθμός σελίδων: 248
Διαστάσεις: 24×17
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς

Η διάσταση αυτή, μιας «θρησκείας της αρρώστιας» (σελ. 66), ξαναδίνει στην κακοπαθημένη προσέγγιση περί «οπίου του λαού» το βαθύτερό της νόημα, αφού: «Σε μία άρρωστη κοινωνία […] ολοένα περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν μη συνειδητά πως είναι άρρωστοι, πως τους κουράζουν και η δουλειά και η απραξία, αλλά θέλουν ν’ ακούν το ψέμα ότι δήθεν πάσχουν από μία σωματική αρρώστια, γιατί αυτό τους απαλλάσσει από κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες. Θέλουν τον γιατρό τους να λειτουργεί και ως δικηγόρος και ως παπάς. Ως δικηγόρος, ο γιατρός απαλλάσσει τον άρρωστο από τα κανονικά του καθήκοντα και του δίνει τη δυνατότητα να πάρει χρήματα από το ασφαλιστικό κεφάλαιο που τον υποχρέωσαν να συσσωρεύσει. Ως παπάς, γίνεται συνεργός του αρρώστου, αφού τον βοηθά να πλάσει τον μύθο πως είναι αθώος, θύμα των βιολογικών μηχανισμών, και όχι ακαμάτης, άπληστος ή φθονερός λιποτάκτης από τους κοινωνικούς αγώνες που επιδιώκουν να ξανακάνουν τους ανθρώπους κυρίους των εργαλείων της δουλειάς τους» (σελ. 71).

Σημαντικό το απόσπασμα αυτό, για έναν ακόμα λόγο. Δεν έλειψαν οι φορές που στυλοβάτες μιας χρηστοήθους, μηχανοκρατικής θέασης της ταξικής πάλης, βασισμένης συνήθως στο χάιδεμα λαϊκών αυτιών, προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν την απλόχωρη σκέψη τού Ίλλιτς, χρεώνοντάς της σύμπλευση τάχα με τους νεοφιλελεύθερους οπαδούς της κατασπίλωσης της εργατικής τάξης, της ισοπέδωσης του «κράτους πρόνοιας» κ.ο.κ. – επειδή δεν χαρίζει κάστανα, όσον αφορά τις ευθύνες συμμετοχής όλων στην ιατρικοποίηση της ζωής. Δεν ήταν λιγότερες οι φορές που στυλοβάτες μιας πιο εκκεντρικής θέασης της ταξικής πάλης, ως γαλαξία άπειρων ιδιωτικών αυτοδιαθέσεων, βασισμένης συνήθως στο μαστίγωμα λαϊκών αυτιών, θέλησαν να οικειοποιηθούν τη σκέψη του Ίλλιτς δια της συρρίκνωσής της σε σωματίδιο ατομικού δικαιώματος, όσον αφορά το κριτήριο προσέγγισης της υγείας: τη στιγμή που η όλη οπτική τού Ίλλιτς βασίζεται, ακριβώς, σε μια σφοδρή κριτική αυτής της «δυτικού τύπου» προσέγγισης του δικαιώματος, που έχει αναχωρήσει απ’ την προσωπική υπευθυνότητα μέσα στα όρια της ζώσας κοινότητας και διάγει βίο πλήρως συμβατό με την ιατρικοποίηση.

Ο Ίλλιτς, λοιπόν, δεν κινείται μες στο πολιτικά ορθότατο, ανώδυνο «βέρτιγκο» αυτού του διπόλου: «κοινωνική σχέση, ως μηχανιστική δομή κι αναγκαιότητα» vs. «ατομικό άβατο, διαρκώς και πανταχόθεν υπό απειλή». Ο Ίλλιτς δεν κινείται μέσα σε αυτό το κύκλωμα ανατροφοδότησης της επαναστατικής αφλογιστίας, που εκδηλώνεται ως κωμικοτραγικός εμφύλιος: «απρόσωπη σχέση vs. απρόσωπη σχέση».

Ο Ίλλιτς κινείται στις ριζοσπαστικές γραμμές ενός αιτήματος για αυθεντική δημοκρατία, δηλαδή για ενεργό λαϊκή συμμετοχή και πρωταγωνιστικότητα, για αμεσίτευτη λήψη αποφάσεων και άσκηση κοινοτικού ελέγχου στην υγεία – ως μια μόνο πλευρά ενός γενικού αιτήματος, που συμπεριλαμβάνει την παιδεία, την εργασία κ.ο.κ. Ο καλοπροαίρετος και προσεκτικός αναγνώστης θα βρει, μάλιστα, ότι συνολικά η οπτική του Ίλλιτς γύρω απ’ τα κομβικά αυτά ζητήματα, -που δεν είναι άλλα απ’ αυτά της αλλοτρίωσης, του εξανθρωπισμού, της αυτοδιεύθυνσης, της συλλογικής θέσπισης ως βάσης και πλαισίου ατομικής αυτονομίας- όποιες διαφορές κι αν έχει απ’ την οπτική του Μαρξ, βρίσκεται πολύ πιο κοντά της, από ό,τι αυτή των δυο λογιών στυλοβατών μας.

…και μέσα από τον άνθρωπο

Καίρια παραμένει, σε κάθε περίπτωση, η ουσία της προειδοποίησης του Ίλλιτς: Το κυνήγι του τεχνοεπιστημονικού ονείρου, μιας υποτιθέμενης προόδου και ευημερίας δια της επιβολής πάνω στη φύση με ακρίβεια μοιρογνωμονίου, αυγαταίνει και θεριεύει τα ίδια τα κοινωνικά δεινά, που υπόσχεται -και, συχνά, αληθινά επιθυμεί- να εξαλείψει. Ολοένα αλλοτριώνοντας και «λιγοστεύοντας» τον άνθρωπο, αναπαράγοντάς τον αδιάκοπα ως θραύσμα του εαυτού του, μπλοκάροντας την πλέρια ανάπτυξή του.

Τέτοιο κυνήγι τέτοιου παραληρηματικού ονείρου είναι Ύβρις, τονίζει ο Ίλλιτς, αντηχώντας προφητικός μες στα στενά που σήμερα διαβαίνει η ανθρωπότητα με πρόσχημα τον COVID-19: «Ο έσχατος αυτός θρίαμβος της θεραπευτικής κουλτούρας μετατρέπει την ανεξαρτησία του μέσου υγιούς ανθρώπου σε ανυπόφορη μορφή παρέκκλισης. Μακροπρόθεσμα, η κύρια δραστηριότητα μιας τέτοιας κοινωνίας που προσανατολίζεται προς τα εσωστρεφή συστήματα οδηγεί στην παραγωγή, μέσα στη φαντασία των ανθρώπων, του προσδόκιμου ζωής ως εμπορεύματος. Με την εξίσωση του στατιστικού ανθρώπου με τους βιολογικά μοναδικούς ανθρώπους, δημιουργείται μία ακόρεστη απαίτηση για πεπερασμένους πόρους. Το άτομο υποτάσσεται στις “ανάγκες” του συνόλου, που θεωρούνται σημαντικότερες, οι προληπτικές διαδικασίες γίνονται υποχρεωτικές και το δικαίωμα του ασθενούς να μην εγκρίνει τη θεραπευτική αγωγή στην οποία υποβάλλεται χάνεται, όταν ο γιατρός υποστηρίζει ότι καλά θα κάνει να δεχθεί τη διάγνωση, γιατί η κοινωνία δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος ακόμα πιο δαπανηρών νοσηλευτικών μεθόδων» (σελ. 57-58).

Δεν πρόκειται, βέβαια, για μαντεψιά, αλλά για εγκαίρως εύστοχη κριτική. Η κραυγαλέα επιβεβαίωση της ουσίας της σήμερα, δεν θα έπρεπε ανεξέλεγκτα να πυροδοτεί μηχανισμούς άμυνας, του τύπου «ναι, αλλά μιλάμε για όλη την ουσία της;»… Το πρώτο χρέος μας -αν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει κάποιο- δεν είναι να ξαναβγάλουμε τη μεζούρα, να υπολογίσουμε στον πόντο πόση «ουσία Ίλλιτς» επιβεβαιώνεται… Το πρώτο χρέος μας είναι να προβληματιστούμε, μήπως και αλλάξουμε κάτι – και σε αυτό μας βοηθά η επόμενη υπενθύμιση του αιρετικού Αυστριακού: Η Ύβρις φέρνει αναπόφευκτα τη Νέμεση· η αναστροφή της Νέμεσης μπορεί να έρθει «μόνον από μέσα από τον άνθρωπο, και όχι από άλλη μία διευθυνόμενη από άλλους (ετερόνομη) πηγή που θα εξαρτάται, πάλι, από την επηρμένη ειδημοσύνη και τον συνακόλουθο φενακισμό […] μόνον αν οι μη ειδικοί αποκτήσουν πάλι την επιθυμία ν’ αυτονοσηλεύονται και μόνον αν οι απλοί άνθρωποι κατοχυρώσουν νομοθετικά, πολιτικά και θεσμικά το δικαίωμα στην περίθαλψη, που θα περιορίζει το επαγγελματικό μονοπώλιο των γιατρών» (σελ. 24).

Ο Ίλλιτς κινείται στις ριζοσπαστικές γραμμές ενός αιτήματος για αυθεντική δημοκρατία, δηλαδή για ενεργό λαϊκή συμμετοχή και πρωταγωνιστικότητα, για αμεσίτευτη λήψη αποφάσεων και άσκηση κοινοτικού ελέγχου στην υγεία – ως μια μόνο πλευρά ενός γενικού αιτήματος, που συμπεριλαμβάνει την παιδεία, την εργασία κ.ο.κ.

Μισός αιώνας έχει περάσει απ’ όταν έγραψε ο Ίλλιτς τα λόγια αυτά. Θυμώνουν μερικοί, σκοντάβοντας και ξανασκοντάβοντας στο «θα περιορίζει το επαγγελματικό μονοπώλιο των γιατρών», ξαστοχώντας το «μόνον από μέσα από τον άνθρωπο». Άλλοι τα θεωρούν όλα μαζί ένα μάτσο προχτεσινές υπερβολές: τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και λεπτά, έχουμε πάει παρακάτω…

Οπωσδήποτε, σε όλα δίκιο ο Ίλλιτς δεν μπορεί να είχε. Ούτε κι άλλος μπορεί. Το θέμα είναι τι ουσιαστικό μπορεί να κρατηθεί απ’ την οπτική του, αξιολογώντας την ακριβώς πάνω στις εξελίξεις μισού αιώνα.

Δεν επιβλήθηκε, λοιπόν, μόλις η μαζική εκτόπιση ανθρώπων απ’ τη δουλειά τους, με στέρηση μισθού και ασφάλισης, επειδή δεν θέλουν να καταναλώσουν hi-tech προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας; Δεν αποικήθηκε αναίμακτα σχεδόν το λιμάνι αυτό, από έναν στόλο ετερόκλητων επίστρατων (να το πούμε: με πάμπολλους τους «κόκκινους» και «κοκκινόμαυρους» εθελοντές), που όμως φέρει απαράλλαχτα τα περήφανα διακριτικά των Ασκληπιάδων στα μπαϊράκια του; Και δεν ξανατραβιούνται σβέλτα τα κουπιά – κάθε μέρα σωριάζοντας κι άλλη όψη της ζωής σε καθεστώς κτήσης; Δεν έχουν φτάσει τα βαπόρια της Προόδου, με το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, μέχρι την «τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση» των «ψυχοκοινωνικών δυσκολιών» βρεφών και νηπίων 0-4 χρόνων;

Δεν ξανατραβιούνται με χειρουργική ακρίβεια τα κουπιά – κάθε μέρα για τους επόμενους φραγμούς ενάντια στο «μόνον από μέσα από τον άνθρωπο»… Ενάντια στο κύμα αυτό, που δεν λογαριάζει μοίρες και χιλιοστόμετρα για να σηκωθεί, άδειες και πιστοποιητικά για να χιμήξει…


Με τα λόγια του Ίλλιτς

• «Με την ανάπτυξη του ιατρικού πολιτισμού και των θεραπευτικών συντεχνιών, οι γιατροί διαχώρισαν τη θέση τους από τους τσαρλατάνους και τους παπάδες, γιατί ήξεραν τα όρια της τέχνης τους. Σήμερα, το ιατρικό κατεστημένο είναι έτοιμο ν’ απαιτήσει να του δώσουν πίσω το δικαίωμα να κάνει θαύματα. Η ιατρική αξιώνει να της δοθεί ο άρρωστος, ακόμη και όταν η αιτιολογία είναι αβέβαιη, η πρόγνωση δυσμενής και η θεραπεία πειραματικής φύσης. Στις περιστάσεις αυτές, η απόπειρα της ιατρικής “να κάνει θαύματα” την προφυλάσσει από την αποτυχία, αφού στα θαύματα μπορούμε μόνο να ελπίζουμε και δεν μπορούμε, εξ ορισμού, να τα αναμένουμε. Το ριζικό μονοπώλιο στην ιατρική περίθαλψη που αξιώνει ο νεωτερικός γιατρός τον υποχρεώνει τώρα να επωμιστεί πάλι τα ιερατικά και βασιλικά καθήκοντα από τα οποία παραιτήθηκαν οι πρόγονοί του όταν ειδικεύτηκαν στην τεχνική θεραπευτική». (σελ. 67)

• «Πράγματι, τα συντριπτικά περισσότερα διαγνωστικά και θεραπευτικά μέσα που αποδεδειγμένα κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: είναι από χρηματική άποψη εξαιρετικά φθηνά, και μπορούν να συσκευαστούν και να σχεδιαστούν έτσι, ώστε να τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος μονάχος του ή με τη βοήθεια των μελών της οικογένειας του. Λόγου χάρη, η τιμή των μέσων που κάνουν πράγματι καλό στην υγεία είναι τόσο χαμηλή στον Καναδά, ώστε τα ίδια αυτά μέσα θα μπορούσαν να δοθούν σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ινδίας με τα ίδια χρήματα που κατασπαταλιούνται τώρα εκεί για τη μοντέρνα ιατρική. Η επιδεξιότητα που απαιτείται για τη χρήση των ευρύτερα χρησιμοποιούμενων διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων είναι τόσο στοιχειώδης, ώστε αν οι άνθρωποι που νοιάζονται για την υγεία τους τηρούσαν προσεκτικά τις οδηγίες χρήσεως, το αποτέλεσμα θα ήταν πιθανόν καλύτερο και πιο αξιόπιστο απ’ αυτό που θα μπορούσε ποτέ να εγγυηθεί η ιατρική πρακτική. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα, θα μπορούσαν πιθανόν να τα χειριστούν καλύτερα “ξυπόλυτοι” ερασιτέχνες που δεν ανήκουν στην επαγγελματική κλίκα αλλά αισθάνονται προσωπικά υπεύθυνοι παρά επαγγελματίες γιατροί, ψυχίατροι, οδοντίατροι, μαίες, φυσιοθεραπευτές ή οφθαλμίατροι.

Όταν γίνεται συζήτηση για την απλότητα της αποτελεσματικής σύγχρονης ιατρικής, οι ιατρικοποιημένοι άνθρωποι συνήθως διαφωνούν και υποστηρίζουν ότι οι άρρωστοι είναι ανήσυχοι και συναισθηματικούς ανίκανοι για ορθολογική αυτονοσηλεία και ότι, ως και οι ίδιοι οι γιατροί, καλούν έναν συνάδελφό τους για να φροντίσει το άρρωστο παιδί τους και, επιπλέον, ότι οι μοχθηροί ερασιτέχνες θα μπορούσαν σύντομα να οργανωθούν και να διαφεντεύουν μονοπωλιακά τη σπάνια και πολύτιμη ιατρική γνώση. Οι ενστάσεις αυτές είναι βάσιμες όταν διατυπώνονται μέσα σε μία κοινωνία στην οποία οι προσδοκίες των καταναλωτών διαμορφώνουν τους ανθρώπους έτσι, ώστε να τα περιμένουν όλα από υπηρεσίες, στην οποία τα ιατρικά μέσα συσκευάζονται επιμελώς για χρήση στα νοσοκομεία και στην οποία επικρατεί ο μύθος της ιατρικής αποτελεσματικότητας. Θα είναι αβάσιμες σ’ έναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι θα επιδιώκουν να πετύχουν τους στόχους που έθεσαν μονάχοι τους, πράγμα για το οποίο θα δώσει σ’ όλους τη δυνατότητα μία λελογισμένη χρήση της τεχνολογίας». (σελ. 98-99)

• «Η καταστροφική δύναμη της ιατρικής υπερεξάπλωσης δεν σημαίνει φυσικά ότι σε μία αληθινά σύγχρονη κουλτούρα που θα ευνοεί την αυτοπερίθαλψη και την αυτονομία δεν θα μπορούσαν να ταιριάξουν οι εγκαταστάσεις υγιεινής, ο εμβολιασμός και ο έλεγχος των μικροβίων-φορέων, η σωστή υγειονομική εκπαίδευση, η υγιεινή αρχιτεκτονική και τα ασφαλή μηχανήματα, η ικανότητα όλων να παρέχουν τις πρώτες βοήθειες, η ισότητα όλων στην προσπέλαση σε οδοντιατρική και στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη, και ορισμένες συνετά επιλεγμένες σύνθετες υπηρεσίες. Όσο η μηχανική παρέμβαση στη σχέση ανάμεσα στα άτομα και το περιβάλλον παραμένει πιο κάτω από μία συγκεκριμένη ένταση, που έχει σχέση με την έκταση της ελευθερίας δράσης του ατόμου, μία τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να μεγαλώσει την ικανότητα του οργανισμού ν’ αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες που του παρουσιάζει το μέλλον του και να το δημιουργεί. Αλλά πέρα από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, η ετερόνομη διαχείριση της ζωής είναι αναπόφευκτο πρώτα να περιορίσει, κατόπιν να σακατέψει και εν τέλει να παραλύσει τις μη κοινές και τετριμμένες αποκρίσεις του οργανισμού, καθώς αυτό που προοριζόταν ν’ αποτελέσει την υγειονομική περίθαλψη μετατρέπεται σε μία ιδιαίτερη μορφή άρνησης της υγείας». (σελ. 127)

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!