του Παύλου Δερμενάκη

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι προφανές ότι, ελλείψει αντιπάλου και ελλείψει κινήματος, έχει βάλει στόχο μαζί με τη «μοιρασιά» από το πακέτο του Ταμείου Ανάκαμψης για τα μεγάλα ελληνικά συμφέροντα, να μειώσει δραματικά και το εργατικό κόστος. Το εργασιακό νομοσχέδιο «Χατζηδάκη» υπηρετεί με συστηματικό τρόπο αυτή τη μείωση του εργατικού κόστους με πολλούς τρόπους. Ο σημαντικότερος όμως είναι η «ατομική διαπραγμάτευση εργαζόμενου» με τον εργοδότη για τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας». Την υπέρβαση δηλαδή του 8ώρου που δεν αφορά αυτή η διαδικασία μόνο το 8ωρο αλλά έχει πολύ βαθύτερες, σημαντικότερες προεκτάσεις για την εργοδοσία. Τη σταδιακή παγίωση των ατομικών συμβάσεων σε βάρος των συλλογικών.

Επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990 θεσπίστηκε νόμος που προέβλεπε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Αυτό το γνωστό διαχρονικό αίτημα του κεφαλαίου, που εκφράζεται από τον ΣΕΒ, για την πέραν του 8ώρου συνέχιση της εργασίας χωρίς πρόσθετο κόστος. Όμως οι συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου παρέμειναν ανενεργές γιατί καμία συνδικαλιστική οργάνωση, στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων (επιχειρησιακών, κλαδικών κλπ) δεν αποδέχθηκε μια τέτοια ρύθμιση. Σημειώνεται ότι προϋπόθεση για κάτι τέτοιο, σύμφωνα με το νόμο του 1990, ήταν η συλλογική συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζόμενων, κάτι που δεν συνέβη. Σήμερα η κυβέρνηση «λύνει» (;) αυτό το πρόβλημα με την εφεύρεση της συμφωνίας κατ’ άτομο. Κάθε μεμονωμένος εργαζόμενος σε συμφωνία με τον εργοδότη μπορεί να ρυθμίσει τις ώρες εργασίας του. Να δουλεύει δηλαδή 10ωρα και 12ωρα για να πάρει άδεια «να πάει στις ελιές» λέει ο υπουργός Εργασίας. «Για να πάει στο γιατρό» λέει ο «άριστος» κ. Κυρανάκης. Με τέτοιες ανοησίες από πλευράς κυβέρνησης γίνεται ο διάλογος για το εργασιακό νομοσχέδιο αφού έχουν απέναντί της ένα απαξιωμένο στα μάτια του λαού «προοδευτικό» πολιτικό αντίλογο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα.

ΌΜΩΣ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο θέλει να τα βλέπει η κυβέρνηση. Η «κεντρική ιδέα» του νομοσχεδίου, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομικές συμβάσεις, αμφισβητείται ευθέως με νομικά επιχειρήματα από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η οποία υπέβαλλε την προβλεπόμενη θεσμικά έκθεση. Εκτός από τη συγκεκριμένη αμφισβήτηση στην έκθεση περιλαμβάνεται πλήθος παρατηρήσεων και ενστάσεων επί του νομοσχεδίου. Πρακτικά η έκθεση αποδομεί με νομική τεκμηρίωση την κυβερνητική επιχειρηματολογία. Έχει δε ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς υπογράφεται από 2 νομικούς εισηγητές, 3 πανεπιστημιακούς καθηγητές δικαίου και τον επικεφαλής της επιτροπής Κ. Μουργιά, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής αμφισβητείται η κεντρική ιδέα του νομοσχεδίου, το άρθρο 59 που δίνει τη δυνατότητα να διευθετείται με ατομική σύμβαση, μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, ο χρόνος εργασίας. Τα νομικά επιχειρήματα αμφισβήτησης της συγκεκριμένης διάταξης είναι πολλά. Σταχυολογούμε τα σπουδαιότερα: α) «Υπό το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς, δεν επιτρέπεται, κατά κανόνα, να επιβληθεί, ή ακόμη και να συμφωνηθεί, δια της ατομικής σύμβασης εργασίας, ο συμψηφισμός των περισσότερων του κανονικού ωρών εργασίας», β) «Ήδη η νομοθεσία προβλέπει, υπό όρους, ορισμένες τέτοιες δυνατότητες συμψηφισμού των ωρών εργασίας… Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας καθορίζεται σήμερα με συλλογικές συμφωνίες (επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας …», γ) «Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι θα είναι δυνατόν να επιχειρηθεί διευθέτηση και με ατομική συμφωνία, η οποία θα συνάπτεται μετά από πρόταση του εργαζομένου. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι στην επιστήμη του εργατικού δικαίου αμφισβητείται, εν γένει, η αυθεντικότητα των ατομικών συμφωνιών εργαζομένου και εργοδότη, λόγω ακριβώς της εξάρτησης του πρώτου από τον δεύτερο.» δ) «Δεν προβλέπεται, εξάλλου, προηγούμενη καταχώριση αυτής της συμφωνίας στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, προκειμένου αυτή να καθίσταται γνωστή στις ελεγκτικές αρχές και να εξασφαλίζεται, και στην πράξη, η τήρησή της».

Πρακτικά η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, όχι κάποια συνδικαλιστική οργάνωση ή αντιπολιτευόμενο την κυβέρνηση κόμμα, τεκμηριώνει τις παρανομίες για την ουσία του νομοσχεδίου. Σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα ο υπουργός που το εισηγείται, ο οποίος δηλώνει νομικός αν και δεν έχει δουλέψει ούτε μία ώρα στη ζωή του, θα έπρεπε ή να έχει πάει μόνος του «σπίτι του» και στην αγορά εργασίας για να μάθει αυτά που δεν κατανοεί ή να τον έχει στείλει εκεί ο πρωθυπουργός. Όμως στην Ελλάδα τα πράγματα γίνονται «λίγο διαφορετικά». Ο κ. Χατζηδάκης γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει και γιατί. Πολιτικά εισηγείται ένα νομοσχέδιο κατ’ εντολή του ΣΕΒ και των δανειστών. Σκοπός του η μείωση του εργατικού κόστους, η οποία μαζί με τις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα φέρει την «ανάπτυξη» του «Ελλάδα 2.0». Έτσι ο κ. υπουργός παραμένει στη θέση του και οι βουλευτές με την «ελεύθερη» θέλησή τους ψήφισαν αυτό το νομικό έκτρωμα. Η «δημοκρατία της μπανανίας» στα «καλύτερά της».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!