του Κώστα Καλούδη*

 

Στα πλαίσια της ευρύτερης (προεκλογικής) προσπάθειας της κυβέρνησης να πείσει για την «έξοδο από τα μνημόνια», ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφτηκε την Τρίτη 19/03 το Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος». Το κεντρικό θέμα της ομιλίας του, ήταν η προσπάθεια αντιστροφής της τάσης του «brain drain», δηλαδή της μαζικής φυγής εξειδικευμένου εργατικού-επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό. Το κυβερνητικό αφήγημα στηρίζεται στην αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την Παιδεία, στη συμβολή του Ελληνικού Ίδρυματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και στην προσπάθεια προσέλκυσης νέων επενδύσεων.

Πέρα όμως από την καλλιέργεια αυτού του βαθιά αισιόδοξου(;) κλίματος, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις πολιτικές (όλων) των μνημονιακών κυβερνήσεων. Με βάση την πραγματικότητα, λοιπόν, η καθιέρωση ελαστικών μορφών εργασίας στα ΑΕΙ μέσω ετήσιων «προγραμμάτων απόκτησης διδακτικής εμπειρίας» για κατόχους διδακτορικών, δεν αποτελεί τρόπο αντιστροφής του brain drain. Αποτελεί σαφή συνέχεια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και οδηγεί στην απαξίωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων. Επιπλέον, η συμβολή του ΕΛΙΔΕΚ στην ανάπτυξη της έρευνας βασίζεται κατά κύριο λόγο στα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον προσανατολισμό των ερευνητικών προγραμμάτων και τις πολιτικές που θα τα συνοδεύουν.

Τα παραπάνω, φυσικά, απλώς αναδεικνύουν τον προσανατολισμό και το «όραμα» της κυβέρνησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα. Η επιμονή στην συμβολή της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και της «επιχειρηματικότητας» δεν είναι κάτι καινούριο. Αντιθέτως, μια τέτοιου είδους πολιτική κατεύθυνση έχει δώσει δείγματα γραφής όπου εφαρμόστηκε. Κάτω από το μανδύα της σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας βρίσκεται η μετατροπή της επιστημονικής δραστηριότητας σε βιομηχανία παραγωγής δημοσιεύσεων και η εξάρτηση της ερευνητικής διαδικασίας από τις ανάγκες των «προγραμμάτων».

Συνεπώς, η διαλυτική κατάσταση που βιώνουμε, συνδέεται –μεταξύ άλλων– με την ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τις επιταγές των ευρωενωσιακών επιτελείων και την αντίληψή τους περί εκπαίδευσης (ή καλύτερα «κατάρτισης») και έρευνας γενικότερα. Όσο αυτή η κατάσταση δεν αλλάζει, η διαρροή του εξειδικευμένου δυναμικού θα συνεχίζεται. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η βασική συζήτηση μεταξύ των νέων στα πανεπιστήμια περιστρέφεται γύρω από το πώς θα φύγουν από τη χώρα.

Όσοι Έλληνες επιστήμονες δεν έχουν φύγει από επιλογή, δεν θα επιστρέψουν εάν δημιουργηθεί ένα κακέκτυπο ερευνητικών ιδρυμάτων του εξωτερικού, εμπλουτισμένο μάλιστα με τη συνήθη διαπλοκή στην οποία έχει συνηθίσει το αστικό πολιτικό σύστημα. Η αντιστροφή του brain drain είναι μια διαδικασία που δεν απαιτεί εξαγγελίες, αλλά την οικοδόμηση ενός οραματικού στοιχείου γύρω από το πώς η έρευνα μπορεί να συμβάλει στην ανοικοδόμηση και τη διέξοδο της χώρας. Απαιτεί πρωτοβουλίες συνδιαμόρφωσης του πλαισίου για το τι έρευνα θέλουμε, ποια συμφέροντα θα υπηρετεί και πώς θα απελευθερώνει τις δυνατότητες ενός δυναμικού που πιστεύει πως υπάρχει άλλος δρόμος.

 

* Ο Κώστας Καλούδης είναι μαθηματικός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!