Αρχική πολιτική «Εναλλακτική» και υποκρισία

«Εναλλακτική» και υποκρισία

Όταν τα προσχήματα νομιμοποιούν επιλογές και μονόδρομους

των Γιώργου Γκίλια και Βασίλη Ξυδιά

 

Το τελευταίο στερεότυπο που επιστρατεύτηκε για να τσακίσει τους επικριτές της μνημονιακής συνθηκολόγησης ήταν το καταλυτικό όσο και τρομοκρατικό επιχείρημα της απουσίας εναλλακτικής: «Υπάρχει άλλη πρόταση;»

Το ερώτημα είναι εύλογο όταν μια ομάδα συνεργαζομένων αναζητά λύση σε κάποιο δυσεπίλυτο πρόβλημα, οπότε κατατίθενται και δοκιμάζονται προτάσεις. Είναι, όμως, πρόσχημα και απάτη, και κλασικό πολιτικο-επικοινωνιακό στερεότυπο, όταν το επικαλούνται κάποιοι που βρίσκονται σε πολεμική σχέση μεταξύ τους και πρώτιστο μέλημά τους είναι να προβλέπουν και να αδρανοποιούν τα σχέδια του αντιπάλου. Άλλωστε, το στερεότυπο αυτό αντιλαμβάνεται τις «εναλλακτικές» σαν άσους φυλαγμένους στο μανίκι, που εμφανίζονται τελευταία στιγμή για αιφνιδιασμό, ή σαν φαεινές ιδέες που λειτουργούν σαν «από μηχανής θεοί». Όχι σαν αποτέλεσμα επίπονης συλλογικής δουλειάς, που υπηρετεί ένα στρατήγημα και αναδύεται ως δυνατότητα μέσα από διαδοχικές τακτικές αναμετρήσεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη εναλλακτικής, που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός για να στηρίξει την επιλογή του, υπονοεί κατ’ ουσίαν ως ανύπαρκτο ή ανεφάρμοστο το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τις άλλες προγραμματικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Μη-εναλλακτική δεν ήταν απλώς μια φόρμουλα που δεν τη σκέφτηκε κάποιος. Ήταν αυτή καθαυτή η αντιμνημονιακή κατεύθυνση του λαού και του ΣΥΡΙΖΑ. Μη-εναλλακτική, λοιπόν, ήταν αυτό που συστηματικά υπονομεύτηκε από τον εχθρό, δεν προστατεύτηκε, και βήμα-βήμα διεστράφη από τους ίδιους τους υποτιθέμενους υπηρέτες του. Ή κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι απεδείχθη ανεπαρκές, δεν έγινε ποτέ καμιά προσπάθεια διόρθωσης, εμπλουτισμού και ανασυγκρότησής του, είτε ως προς το περιεχόμενο, είτε ως προς τη μέθοδο, είτε ως προς τους φορείς της εφαρμογής του.

 

Ενεργοποίηση και προετοιμασία

Εδώ, βέβαια, αναδεικνύεται ως καίρια η απουσία οποιασδήποτε απόπειρας προηγούμενης ενεργοποίησης του κοινωνικού υποκειμένου, που θα έπρεπε να στηρίζει διαρκώς την προσπάθεια και να την εμπλουτίζει με νέες ιδέες και λεπτομερείς τεχνικές υλοποίησης. Διότι θα έπρεπε να γνωρίζει το πρωθυπουργικό επιτελείο ότι σε ένα εγχείρημα ανατροπής, με συντριπτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, δεν μπορεί να τα κάνει όλα μια μικρή κυβερνητική ομάδα. Αυτή μπορούσε και όφειλε να είναι εμψυχωτής, διαχειριστής και φορέας ελέγχου και ανατροφοδότησης του γενικού σχεδίου. Αντ’ αυτού, η κυβερνητική διαπραγματευτική ομάδα λειτούργησε αδρανοποιητικά για οποιαδήποτε κοινωνική ενεργοποίηση και συμμετοχή, σαν να ήταν ο αποκλειστικός παίκτης στο παιχνίδι – αινιγματική φιγούρα ενός μεταμοντέρνου θεάτρου σκιών.

Αλλά κι αν ακόμα παραμερίσουμε το ζήτημα του λαϊκού παράγοντα και περιοριστούμε σε πιο κλασικά μανατζερίστικα σχήματα, θα έπρεπε και πάλι να είναι αυτονόητο ότι η σοβαρή αναζήτηση εναλλακτικών δυνατοτήτων απαιτεί προεργασία, συλλογικότητα, μέθοδο, εγρήγορση, ψυχραιμία και, πάνω απ’ όλα, προσήλωση στον βασικό στόχο. Όχι βιαστικές κουβέντες, εντυπωσιασμούς, μαγικές λύσεις, εύκολες διεξόδους, που μπορούν να καλουπωθούν σε γελοίες εκφορές, είτε αληθείς, είτε ψευδείς. Εδώ φαίνεται ότι η παραφιλολογία περί μιας σειράς δήθεν «εναλλακτικών», όπως το σενάριο της δραχμής στο γόνατο, ή του «φιλικό Grexit» του Σόιμπλε, ή ακόμα και οι χαλκευμένες προβοκάτσιες τύπου «έφοδος στο νομισματοκοπείο», και η παρουσίαση όλων αυτών ως μοναδικών ρεαλιστικών, όσο και απωθητικών ταυτόχρονα επιλογών, είχαν ως προφανέστατη στόχευση να εμφανίσουν το αριστερό 3ο μνημόνιο σαν μοναδική επιλογή, δαιμονοποιώντας κάθε άλλη.

Επομένως, οι ένοικοι του Μαξίμου δεν δικαιούνται να ομιλούν για «εναλλακτική». Διότι δεν την αναζήτησαν πραγματικά, στην ώρα που έπρεπε και με τρόπο που θα καθιστούσε αυτή την αναζήτηση αξιόπιστη και αποτελεσματική – πολύ περισσότερο όταν είχαν να κάνουν με καταστάσεις ασφυκτικές, όπου η εναλλακτική όφειλε να ανατρέψει αρνητικά δεδομένα που είχαν σχηματιστεί από προηγούμενες δικές τους λανθασμένες επιλογές. Μ’ άλλα λόγια, όταν αρνείσαι να παραδεχθείς ότι ήταν λάθος η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και η διαπραγματευτική τακτική που σε έφερε στο αδιέξοδο, τότε πράγματι δεν υπάρχει εναλλακτική.

 

Υπεύθυνοι του αδιεξόδου

Μπορεί η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ως κίνημα, ως κόμμα και ως κυβέρνηση, να ήταν μέχρι τώρα αντιφατική. Μπορεί να μας διακατείχαν διάφορες ιδεοληψίες. Και μπορεί να μην έγινε σωστή διάταξη των δυνάμεων (να μην μπήκαν οι πιο κατάλληλοι στην κατάλληλη θέση). Όμως, έχει σημασία αν η διόρθωση όλων αυτών γίνεται με σκοπό την επίτευξη του στρατηγικού στόχου, ή αν ονομάζουμε «διόρθωση» την εγκατάλειψη του στόχου για να «σωθούν» οι φορείς του λάθους.

Ποιοι είναι οι υπαίτιοι της κατάρρευσης της δικής τους αρχικής «εναλλακτικής» (του Προγράμματος της ΔΕΘ); Ποιος αυτοεγκλωβίστηκε στα διαβούλια της Γερμανοκρατούμενης Ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και στους στενούς κορσέδες της γραφειοκρατίας τους; Φταίει ο τραγικά μόνος Βαρουφάκης ή αυτοί που τον είχαν εξ αρχής τοποθετήσει σαν πρωταγωνιστή σ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων και τακτικισμών;

Ας μη γελιόμαστε. Είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που έχτισε βήμα προς βήμα, μήνα με τον μήνα, το αδιέξοδο της δικής του «μοναδικής επιλογής» στα όρια του μνημονιακού μονόδρομου. Θα μπορούσε, έστω και τώρα, στο 12 και 5΄, ακόμα και μετά την ήττα και τη συνθηκολόγηση -αν η επίκληση του αδιεξόδου ήταν όντως ειλικρινής και όχι προσχηματική- να επιχειρήσει την αναγκαία ουσιαστική αυτοκριτική, και να αναζητήσει τους όρους της ανασύνταξης. Κι όχι να καταφεύγει στην προστασία του μνημονιακού κατεστημένου.

Μόνο τότε θα ήταν πιστευτό το ερώτημα περί της εναλλακτικής λύσης. Και ίσως τότε να μπορούσε να βρει ουσιαστική απάντηση.

Σχόλια

Exit mobile version