του Κώστα Δούνα

Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης στο βιβλίο του, «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος. Δύο αιώνες αντιμαχίας, 1821-2021» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποιότητα εξαρχής διαπιστώνει την κρίσιμη σημασία της επιλογής να ιστορηθεί ο ελληνισμός δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους ή εκείνων του έθνους. Όχι τόσο για την ικανοποίηση της πνευματικής μας περιέργειας ή τη γνώση του παρελθόντος ‒όπως αναφέρει‒ αλλά κυρίως για την αποτίμηση του παρόντος της ελληνικής κοινωνίας και του μέλλοντός της.

Αγνοείται προφανώς ότι η εμφύτευση από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής απολυταρχίας το 1832 του κρατικού τους ομοιώματος στη μήτρα του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου ως αντίδωρο για την αναγνώριση/απόδοση της ανεξαρτησίας του στην περιφέρεια της Πελοποννήσου και μέρους της Στερεάς αποτέλεσε μια κοσμοϊστορικής σημασίας ρήξη. Εξού και η δημιουργία του ελλαδικού δεσποτικού κρατικού μορφώματος, και μάλιστα δίκην θνησιγενούς προτεκτοράτου, έμελλε να εγκαινιάσει μια θανάσιμη αντιμαχία με τον ελληνισμό, ο οποίος μέχρι τότε βίωνε με ομοθετικούς όρους το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα στη φάση της οικουμένης, το οποίο εισήγαγε ο ίδιος στην κοσμοϊστορία και εξελίχθηκε μαζί του έως και την τουρκοκρατία.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 προέταξε όντως την ανάκτηση του κράτους της οικουμένης, την κοσμόπολη, με υπόβαθρο τις θεμέλιες κοινωνίες των πόλεων, δομημένες πολιτειακά με όχημα την εταιρική οικονομία και τη δημοκρατία. Το πρόταγμα αυτό εκπήγαζε από το γεγονός ότι έως τότε ο ελληνισμός κατείχε έναν αυτόνομο γεωπολιτικά χώρο, διακρινόμενο σαφώς από τον ευρωπαϊκό δεσποτικό ομόλογό του, παρά τις αγκυλώσεις της κατάκτησης. Ήταν σαφές ότι η απόσταση που χώριζε τους δύο αυτούς κόσμους σημαινόταν από το γινόμενο μιας ολόκληρης εξελικτικής βιολογίας του κοινωνικού ανθρώπου. Ο ένας αναγόταν στην τελική φάση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, ο άλλος στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.

Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η έξοδος από την κρίση συνδέεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, με την άρση των αιτίων της και, συγκεκριμένα, με την εκ θεμελίων κατάλυση του πολιτικού συστήματος της κομματοκρατίας, το οποίο συναιρείται με την έννοια του  δεσποτικού/κατοχικού κράτους

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗ οδηγεί τον συγγραφέα στην άποψη ότι η προσέγγιση του ελληνισμού δεν είναι εφικτή με τα μέτρα ενός κοινού λαού όπως αυτοί που κάνουν την εμφάνισή τους με την είσοδο στη νεοτερικότητα. Και τούτο διότι συγκροτήθηκε ιστορικά ως ένα πλήρες ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, λειτούργησε και εξακολούθησε να στοχάζεται τον εαυτό του μέχρι τέλους, δηλαδή έως την είσοδό του στο νεότερο κράτος, με γνώμονα το ιδιώνυμο αυτό. Επομένως η ιστόρηση του ελληνικού κόσμου διά του κράτους φέρεται να αγνοεί την ιδιαιτερότητα αυτή του ελληνικού κόσμου, να μεταβάλλει ένα υποκεφάλαιο όπως αυτό του κρατικού του μορφώματος στο σύνολο ελληνικό κοσμοσυστημικό γίγνεσθαι σε καθολικό του γινόμενο και εκφραστή, τη στιγμή μάλιστα που το κράτος αυτό ενέχεται στην κατάλυση των θεμελίων του και στον υποβιβασμό του σε πρωτοανθρωποκεντρική παραφυάδα της πρώην δεσποτικής του περιφέρειας.

Στο μέτρο, επομένως, που αποδεχόμαστε ότι η επιβολή του κράτους της νεοτερικότητας κατήγαγε μια ανήκεστη βλάβη στον ελληνισμό με την κατάλυση των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων και, το κυριότερο, δημιούργησε μια άρχουσα τάξη η οποία κινείται δυνάμει των προνομίων που της προσφέρει το πρώιμο ανθρωποκεντρικά κράτος (η επωδός της μοναρχίας) εξ ιδίου συμφέροντος, χωρίς καν αντισώματα που να τη δένουν οργανικά με μια αντίληψη κοινού συμφέροντος, οφείλουμε να συναγάγουμε ότι ο σκοπός της πολιτικής θα συνεχίσει να αποβλέπει στη διασφάλιση της δηωτικής της ηγεμονίας επί της ελληνικής χώρας και στην ύφανση δεσμών εκλεκτικής συγγένειας με τις έξωθεν αυθεντίες και μέτρο την εισαγωγή συμπληρωματικής νομιμοποίησης. Αν, λοιπόν, το κράτος της κομματοκρατίας δεν είναι ανατάξιμο, όπως αποδεικνύει ο πρότερος μη έντιμος βίος του, η λύση που απομένει είναι η αποβολή του ή αλλιώς η μεταβολή πολιτείας. Η εγκατάσταση, δηλαδή, μιας πολιτείας που θα θεσμίζει την υποχρέωση της πολιτικής τάξης να είναι εναρμονισμένη με τη βούληση της κοινωνίας των πολιτών και να πολιτεύεται κατά το κοινό συμφέρον. Αν επικαλείται το ελληνικό ανθρωποκεντρικό παρελθόν, είναι γιατί, όπως ισχυρίζεται, διδάσκει την κατεύθυνση του μέλλοντος και, επομένως, τη λύση στο σημερινό ελλαδικό πρόβλημα και, υπό μία άλλη έννοια, του κόσμου της εποχής μας.

ΣΥΝΕΠΩΣ, ενόσω το ελλαδικό κράτος παραμένει εγκιβωτισμένο πολιτειακά στην ολιγαρχευόμενη αιρετή μοναρχία, είναι αναντιλέκτως βέβαιο ότι η άρχουσα τάξη του δεν θα πάψει να αναπαράγει τον εαυτό της αντλώντας το δυναμικό της από τους πρόθυμους να την υπηρετήσουν και να υπονομεύει τα πολιτισμικά θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας και την ίδια την ύπαρξή της. Τούτο άλλωστε δεν αποκρύπτουν οι άρχοντες της πολιτικής και οι συγκατανευσιφάγοι της κρατικής διανόησης, που καταγίνονται με την καθαγίαση των ιδεολογικών θεμελίων του εγχειρήματος και ουσιαστικά με πρόσχημα τη θεσμική πρόσδεση της κοινωνίας στις αξίες και στους θεσμούς της εποχής της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική νεοτερικότητα, με τη νομιμοποίηση της στρατηγικής τους σύγκλισης με το δόγμα της διεθνούς των αγορών.

Καταλήγει ότι η έξοδος από την κρίση συνδέεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, με την άρση των αιτίων της και, συγκεκριμένα, με την εκ θεμελίων κατάλυση του πολιτικού συστήματος της κομματοκρατίας, το οποίο συναιρείται με την έννοια του  δεσποτικού/κατοχικού κράτους. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι ακόμη και στην Εσπερία το καθεστώς της αιρετής μοναρχίας εμφανίζει ρωγμές ισχυρής αμφισβήτησης, τείνει δηλαδή να ομολογήσει την ολοκλήρωση της αποστολής της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!