Μέρος Α’

Ξεκίνησα από το σημαντικό ρόλο των εταιριών δίσκων με έμφαση ιδιαίτερη στον τομέα της ελληνικής παραγωγής, δηλαδή τον τομέα στον οποίο ανήκαν όχι πάνω από 15-20 άνθρωποι, οι λεγόμενοι παραγωγοί που είχαν την ευθύνη στις εταιρίες για τη δημιουργία δίσκων με ελληνικές μουσικές και τραγούδια. Ήταν απαραίτητο να δώσω έμφαση σ’ αυτή την πλευρά δημιουργίας και λειτουργίας του ελληνικού τραγουδιού, αφενός γιατί υπήρξε ανέκαθεν μια αγνόηση και μια τάση υποτίμησής της και αφετέρου γιατί σήμερα καλύτερα διαπιστώνουμε τις διαφορές κυρίως από την απουσία αυτού του παράγοντα κι αυτού του οργανωμένου χώρου που διαχειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία την τύχη του ελληνικού τραγουδιού και της μουσικής.

Οι εταιρίες δίσκων έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες μουσικούς και τραγουδιστές να ηχογραφούν το ρεπερτόριό τους και στους απανταχού Έλληνες να το απολαμβάνουν, έχοντας μεταφέρει την πρωτοβουλία επί ελληνικού εδάφους με ντόπιους αναδόχους. Προηγουμένως, οι ηχογραφήσεις και οι εκδόσεις δίσκων γίνονταν από εταιρίες του εξωτερικού για δίσκους που εκδίδονταν στο εξωτερικό κι από κει διασπείρονταν στο ελληνικό ακροατήριο του εσωτερικού και της ελληνικής Διασποράς.

Κάνοντας μια αναγκαία παρένθεση, δεν θα προβάλω αντίρρηση στην ένσταση ότι επρόκειτο για επιχειρήσεις που σκοπό τους είχαν το οικονομικό κέρδος. Αλλά αυτό είναι πολύ δευτερεύον εφόσον το κύριο αποτέλεσμα ήταν να βρει έξοδο στη νέα τεχνολογικά εξελισσόμενη εποχή το ελληνικό τραγούδι, να καταγραφεί και να εξαπλωθεί ευρύτερα η μουσική μας στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.

Εξ ου και η ραγδαία ανάπτυξη της δισκογραφίας σε μία χώρα πάρα πολύ φτωχή, στην οποία όχι μόνο γραμμόφωνα για να παιχτούν οι δίσκοι δεν υπήρχαν αλλού εκτός από τα καφενεία, αλλά ούτε και ραδιόφωνα και, το σημαντικότερο, ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα σε μεγάλο μέρος της χώρας μέχρι τη δεκαετία του ‘70! Αυτή η αναμφισβήτητη πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό το γεγονός της ηχογράφησης και έκδοσης χιλιάδων δίσκων στην Ελλάδα εγχώριας παραγωγής.

Βέβαια, η έκδοση του πελώριου, υπ’ αυτές τις συνθήκες, αριθμού δίσκων που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν από την εποχή του μεσοπολέμου, φανερώνει την εκπληκτική αγάπη των Ελλήνων για τη μουσική τους, καθώς και την ύπαρξη ενός πάρα πολύ πλούσιου υλικού προερχόμενου από την μακριά παράδοση στο οποίο προστίθετο συνεχώς με ραγδαίους ρυθμούς το καινούργιο υλικό από τους εντόπιους καλλιτέχνες της εποχής. Το γεγονός ήταν συγκλονιστικό. Η ύπαρξη μιας πλουσιότατης παράδοσης μαζί με την εντυπωσιακή παραγωγικότητα των σύγχρονων καλλιτεχνών που δεν αρκούνταν στην μουσική κληρονομιά, αλλά παρήγαγαν με φρενιτιώδη ρυθμό νέα τραγούδια και μουσικές, με πολύ μεγάλη ποικιλία.

Κι αυτοί οι παράγοντες , δηλαδή η μεγάλη παράδοση, η αγάπη των ντόπιων για τη μουσική και η ακατάσχετη δημιουργικότητα των νέων καλλιτεχνών, της λαϊκής και έντεχνης μουσικής, που τροφοδοτούσαν την αγορά με πάρα πολύ υλικό, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση του ενδιαφέροντος μερικών πρωτοπόρων επιχειρηματιών που προχώρησαν στην ίδρυση και ανόρθωση της ελληνικής δισκογραφικής βιομηχανίας. Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο…

Καταστολή

Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι ενώ η δισκογραφία ως εμπορική δραστηριότητα δεν αντιμετώπισε προβλήματα από το ελληνικό κράτος, γιατί αστοί ήταν οι πρωτοπόροι του είδους, όπως η οικογένεια Αφοι Λαμπρόπουλοι και η οικογένεια Μάτσα, και όχι κομμουνιστές. Ήταν, μάλιστα, συμβεβλημένοι με ξένες εταιρίες και δη αγγλικές και αμερικάνικες, στη φάση που η Ελλάδα χαρακτηριζόταν ως προτεκτοράτο της Μ. Βρετανίας και εν συνεχεία των ΗΠΑ. Όμως, το ίδιο το προϊόν, ιδίως το πιο δημοφιλές που εμπορεύονταν οι εταιρίες, το λαϊκό, αντιμετωπιζόταν πολύ ψυχρά και απαξιωτικά από το αστικό κατεστημένο και εχθρικά έως κατασταλτικά από το κράτος επειδή στιγματιζόταν ως ποιοτικά κατώτερο και ανατολίτικο, αντιδυτικό και ταξικά ύποπτο, είδος που έκφραζε το περιθώριο τις κοινωνίας και την εργατική τάξη που έπρεπε να ελέγχεται αυστηρά σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, για να μην επιβάλει τη δική της αισθητική και να μην παρασυρθεί και παρεκτραπεί κατά της άρχουσας τάξης. Ο κίνδυνος της κομμουνιστικής διάβρωσης αιωρείτο μονίμως στο μυαλό των προυχόντων της εξουσίας, είτε επρόκειτο για την πτέρυγα των βενιζελικών είτε για την πτέρυγα των μοναρχικών. Δεν είναι τυχαίο ότι το κακόφημο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου που χρησιμοποιήθηκε απροκάλυπτα και με μεγάλη σκληρότητα για την καταστολή της διαφοράς και της αμφισβήτησης μέσα στην κοινωνία, άνετα θα μπορούσε να ονομαστεί και «Ιδεώνυμο».

Γι’ αυτό, τα λαϊκά τραγούδια παρακολουθούνταν από τις αρχές και τους μουσικαμύντορες και με την παραμικρή νύξη καταγγέλλονταν και απαγορεύονταν. Αυτό έθιγε τα συμφέροντα των εταιριών, αφού παρεμπόδιζε την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, αλλά το συμφέρον της έννομης τάξης ήταν υπέρτερο και η ισχύς των δημόσιων κατηγόρων επικρατέστερη. Κάτω απ’ αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, και με τον Τύπο, τους πολιτικούς, σημαντική μερίδα των μορφωμένων εκδοτών και δημοσιογράφων και κάποιους επώνυμους διανοούμενους και καλλιτέχνες να συνηγορούν για τη λήψη μέτρων κατά της λαϊκής μουσικής και των εκφραστών της, είναι εντυπωσιακό ότι οι ιδιοκτήτες των εταιριών δίσκων, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος σε βάθος χρόνου, αναζητούσαν και έβρισκαν τρόπους, προπολεμικά και μεταπολεμικά, για να υπερβούν τα εσκαμμένα προκειμένου να αποτυπώσουν σε δίσκους, να διασώσουν και να διαδώσουν ένα εκπληκτικό σε ποσότητα και ποιότητα ρεπερτόριο, αυτό που ήθελε και αγαπούσε ο λαός. 

Η ιστορική πύλη της Κολούμπια, Ηρακλείου 127, στον Περισσό, πριν από την κατεδάφιση των κτηρίων του συγκροτήματος. (φωτό Στ. Ελληνιάδης, αρχείο ντέφι)

Εταιρίες

Οι μιλιταριστές που «έσωζαν» συχνά τη χώρα με πραξικοπήματα, οι αντικομμουνιστές, τόσο οι συντηρητικοί φιλοβασιλικοί όσο και αστοί με τον μανδύα του φιλελευθερισμού, αλλά και οι φιλοευρωπαϊστές διανοούμενοι και καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων πολλοί μουσικοί, που δεν ταυτίζονταν απαραιτήτως μεταξύ τους στις κομματικές προτιμήσεις, συμπλέανε -όχι ακριβώς για τους ίδιους λόγους- στη στάση τους απέναντι στη λαϊκή μουσική. Κι αυτό κράτησε γκρόσο μόντο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τη μεταπολίτευση, δηλαδή για 150 χρόνια, χωρίς ποτέ να εξαφανιστεί εντελώς!

Μέχρι να ιδρυθούν οι πρώτες ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες και να αρχίσει να λειτουργεί το εργοστάσιο της Κολούμπια από την αρχή της δεκαετίας του 1930, το ελληνικό τραγούδι, επί εκατό χρόνια, στηριζόταν στην προφορική παράδοση. Οι παρτιτούρες που άρχισαν να κυκλοφορούν και στην Ελλάδα, μετά από την καθοριστική τους συμβολή στην έγγραφη αποτύπωση της μουσικής, στην αναπαραγωγή και διάδοσή της στη Δύση, πριν από την ανακάλυψη του δίσκου, ήταν πολύ χρήσιμες, αλλά αφορούσαν αρχικά την έντεχνη, ελαφρά ή σοβαρή, κεντροευρωπαϊκής προέλευσης ή επιρροής μουσική και δευτερευόντως το λαϊκό τραγούδι με δεδομένο ότι οι περισσότεροι λαϊκοί μουσικοί, του αστικού ή δημοτικού τραγουδιού, ήταν αυτοδίδακτοι και δεν χρησιμοποιούσαν το πεντάγραμμο.

Η έναρξη δράσης της εντόπιας δισκογραφίας έφερε επαναστατικές ανατροπές στα καθιερωμένα. Και ένας από τους σπουδαιότερους λόγους ήταν ότι συνέπεσε με τη φάση που είχε ολοκληρωθεί η εγκατάσταση των προσφύγων και είχε αρχίσει η δυσχερής αλλά συστηματική και επίμονη ανάκτηση των πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών που είχαν διαλυθεί ή «παγώσει» με τον ξεριζωμό και την πολύ δύσκολη προσπάθεια ανασύνταξης και ανασυγκρότησής τους επί ομόδοξου αλλά εχθρικού εδάφους. Οι εταιρίες δίσκων έγιναν οι αποδέκτες και κατά προέκταση οι διαχειριστές και προωθητές της μουσικής κουλτούρας των καλλιτεχνών που είχαν ανατολίτικη προέλευση. Κι αυτή η σύζευξη έμελε να αλλάξει καθοριστικά την κατάσταση στο χώρο της μουσικής, παρ’ όλα τα εμπόδια, τις διώξεις και ταπεινώσεις.

Το τραγούδι ευδοκιμούσε γιατί ήταν συστατικό στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, από τα ισχυρότερα και πιο βαθιά ριζωμένα. Ευδοκιμούσε μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό. Και ευδοκιμούσε γιατί ανήκε στην προφορική παράδοση και δεν εξαρτιόταν από κανένα κρατικό μηχανισμό, αλλά και γιατί δεν ήταν ποτέ ένα απλό μέσο διασκέδασης. Ήταν πάντοτε κάτι πολύ παραπάνω. Ήταν συστατικό της ελληνογενούς λαϊκής ταυτότητας, με πολλές τοπικές ποικιλίες και παραλλαγές. Ήταν συστατικό των κατά τόπους ηθών, εθίμων και κωδίκων επικοινωνίας και ήταν φορέας και διαμορφωτής άλλων σημαντικών συστατικών αυτού του πολιτισμού, όπως ο χορός και, βεβαίως, η γλώσσα σε μια μεγάλη περίοδο που ακόμα και η ομιλούμενη ήταν διαμοιρασμένη σε πολλά ιδιώματα, δεν ήταν ενιαία και ομοιόμορφη. Το τραγούδι συντηρούσε τις ντοπιολαλιές, αλλά διέδιδε και τη συνισταμένη τους, τη διυλισμένη κοινή. Γι’ αυτό το τραγούδι έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό, καθοριστικό ρόλο, στην εξέλιξη και την έκβαση του γλωσσικού ζητήματος που καθόρισε, εμπλούτισε και ταυτόχρονα ταλαιπώρησε τον Ελληνισμό επί αιώνες. 

Πολιτική

Στην Ελλάδα, το πολιτικό πεδίο ήταν μία κινούμενη άμμος. Ευμετάβλητο και σαθρό ακόμα και στις περιόδους που χαρακτηρίζονται από μια σχετική σταθερότητα. Τα πρώτα εκατό χρόνια, όχι μόνο δεν έφτασαν για να κατασταλάξει πολιτικά η κοινωνία του ελληνικού κράτους και να σταθεροποιηθεί το καθεστώς, αλλά στη διάρκειά τους ετοιμάστηκε και κληρονομήθηκε και η αταξία και ανωμαλία που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή στο σύνολο του πρώτου μισού της δεύτερης εκατονταετίας, αν θεωρήσουμε την πτώση της δικτατορίας το 1974 ως ένα ευδιάκριτο όριο.

Ο εθνικός διχασμός, η συνεχής βίαιη ανάμειξη των αποικιοκρατικών δυνάμεων, τα πραξικοπήματα και οι δικτατορίες, οι πόλεμοι και οι καταστροφές, οι χρεοκοπίες, τα δάνεια και οι λεηλασίες, η εκδίωξη και η επαναφορά της βασιλείας, το έπος της Εθνικής Αντίστασης και το ξενοκίνητο μακελειό στη δεκαετία του 1940, η διαχρονική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και η προς τα μέσα και προς τα έξω προσφυγιά, η ευτελής μεταπολεμική δημοκρατία με τις εξορίες και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η εκλογική νοθεία και η κοινοβουλευτική εκτροπή στη δεκαετία του 1960 που σφραγίζεται με τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 και την κατάλυση της δημοκρατίας της Κύπρου το 1974 με επακόλουθο το διαμελισμό της, είναι μόνο τα «χάι-λάιτς» μιας πορείας που μόνο ομαλά δημοκρατική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

Επειδή, λοιπόν, η πολιτική στην Ελλάδα διαπερνάει τα πάντα κι επειδή τα πάντα είναι πολιτικά, το τραγούδι δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Ανεξάρτητα από τη θέληση των δημιουργών του και των χρηστών του, μεταφέρει ένα βαρύ πολιτικό φορτίο. Κι αυτό δεν περιορίζεται στο μικρό αναλογικά τμήμα του που έχει πολιτική ορολογία στο περιεχόμενο ή έχει ταυτιστεί ή συσχετιστεί με πολιτικά γεγονότα και ιδέες. Είναι πολιτικό από τη δεύτερη φύση του και από το ρόλο που έχει παίξει στη διαδρομή του. Δηλαδή, είναι αντικειμενικά πολιτικοποιημένο. 

Πρόσφυγες

Η μαζική έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και τον Πόντο, αλλάζει δυναμικά και οριστικά τις εσωτερικές ισορροπίες και ανισορροπίες στο ίδιο το τραγούδι και τη μουσική. Η προσπάθεια να επιβληθεί ένα είδος μουσικής και τραγουδιού ευρωπαϊκών προδιαγραφών που ωρίμαζε στα Επτάνησα, συνεχίστηκε ενισχυμένη από τη βαυαροκρατία και υιοθετήθηκε από την επιτοπίως συγκροτούμενη μετά κόπων, βασάνων και ατέρμονων συγκρούσεων αστική τάξη. Αυτή η εμμονική επιλογή που φαινόταν λογική για την κουλτούρα ενός νεοσύστατου κράτους που προοριζόταν να είναι προσαρτημένο στο κλαμπ των μητροπόλεων, έστω και σαν δορυφόρος τους, και ήταν απλή στην εφαρμογή της αφού στηριζόταν εξ ολοκλήρου στην εισαγωγή και μίμηση των ευρωπαϊκών προτύπων, είχε αξιοπρόσεκτα αλλά μάλλον μέτρια εν τέλει αποτελέσματα. Οι μιμήσεις δεν ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου στο σύνολό τους και δεν άντεχαν στη σύγκριση με το πρότυπο.

Έτσι αξιοποιήθηκε η πρώτη εκατονταετία από τους ευρωπαϊστές και τους «ευρωπαΐζοντες» κι έτσι σπαταλήθηκε μια μεγάλη περίοδος κρίσιμη για τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους και την ενίσχυση της εθνικής συνείδησης και κουλτούρας. Αλλά, ενώ χάθηκε πολύτιμος χρόνος, διχάστηκε η κοινωνία, χάθηκαν πολλά υλικά που προέρχονταν από την παράδοση και αποπροσανατολίστηκαν, προσωρινά ή μόνιμα, πολλά αξιόλογα δημιουργικά μυαλά με έγνοια για τον τόπο, γεννήθηκαν -απ’ αυτή τη μονομέρεια- αντιδράσεις και διαφοροποιήσεις στο πεδίο της έντεχνης ευρωπαϊκού προσανατολισμού μουσικής, που οδήγησαν στην εμφάνιση μιας σχολής μουσικής που αυτοπροσδιορίστηκε ως εθνική αναζητώντας τη μαγική συνταγή.

Σε όλη αυτή την περίοδο, η λαϊκή μουσική, των αυτοδίδακτων, η δοκιμασμένη δημοτική και η δοκιμαζόμενη αστικολαϊκή, συνέχισαν να πορεύονται και να εξελίσσονται μέσα στο φυσικό τους χώρο, που δεν ήταν το κοινό που σύχναζε στις αίθουσες των συναυλιών και των δεξιώσεων, αλλά τα λαϊκά στρώματα, τα παλιά και τα νιόφερτα μέσα στα νεοχαραγμένα και ακόμα μεταβαλλόμενα σύνορα της Ελλάδας. 

Σύγκρουση ρευμάτων

Στο εποικοδόμημα, το πιο προοδευτικό του τμήμα, αλλά από σπόντα και μέρος του πιο συντηρητικού, αποδέχονταν, μετά την ανάδειξή τους από Ευρωπαίους διανοούμενους, όπως ο Φοριέλ, ο Γκαίτε κ.ά., την υψηλή ποιότητα των στίχων του δημοτικού τραγουδιού, αλλά απέρριπταν τη μουσική των τραγουδιών επειδή ήταν ασύμβατη με τη δυτική μουσική. Η προσπάθεια μερικών μουσουργών, με πιο αντιπροσωπευτικό τον Μανώλη Καλομοίρη, να παντρέψουν τα αταίριαστα μέλη, της δημοτικής και της δυτικής μουσικής, της λαϊκής και της λόγιας, και να δημιουργήσουν ένα νέο είδος σύγχρονης ευρωπαϊκής ελληνικής μουσικής, σύμφωνα με τα ανάλογα εγχειρήματα της Ρώσικης Εθνικής Σχολής, ήταν φιλότιμη και ενδιαφέρουσα, αλλά δεν κατάφερε ποτέ, ούτε με τον Καλομοίρη ούτε με τον Σκαλκώτα και άλλους εκλεκτούς συνθέτες, να γίνει και η μουσική των Ελλήνων, δηλαδή να αποκτήσει μια έστω λελογισμένη λαϊκότητα που να τη νομιμοποιεί και να μην την εκτοπίζει στον γοητευτικό αλλά περιορισμένο χώρο μιας δυτικοθρεμμένης ελίτ.

Απ’ την άλλη, η πιο εκλαϊκευμένη μορφή της ευρωπαϊκής μουσικής, που έγινε δημοφιλής στη θεατρική της μορφή, της οπερέτας και της επιθεώρησης, μεταφερμένη αυτούσια νότα προς νότα ή με κλεψίτυπες αντιγραφές και μιμήσεις, διαπερνούσε την αισθητική των λαϊκών στρωμάτων, αλλά δεν εξυπηρετούσε την επιδίωξη των αστών να δημιουργηθεί μια δυτικότροπη αλλά υψηλής αισθητικής μουσική παιδεία στην Ελλάδα. Αντιθέτως, το δημοτικό τραγούδι στην ύπαιθρο χώρα και το λαϊκό τραγούδι στις πόλεις τροφοδοτημένο με νέα πλούσια και εύφλεκτη πρώτη ύλη φερμένη από την Ανατολή με τους πρόσφυγες, διεκδικούσε και κρατούσε την κεντρική θέση στην κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων, αγροτικών και αστικών. Κι αυτή η εδραίωση επιτυγχανόταν όχι μόνο χωρίς κρατική υποστήριξη, αλλά και με επίμονο πόλεμο –μερικές φορές εξοντωτικό- που κράτησε πολλές δεκαετίες, από μεγάλη μερίδα του Τύπου, που ασκούσε επιρροή σε όλη την κοινωνία, και από άλλους ισχυρούς παρά τη εξουσία θεσμούς, εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς κ.λπ..

Με το σπαθί της η μουσική των λαϊκών στρωμάτων, της υπαίθρου και των πόλεων, αντιστεκόταν στον βίαιο εξευρωπαϊσμό και εξαστισμό, όχι τόσο από άγνοια ή από αντίθεση στον καλώς εννοούμενο εκσυγχρονισμό, όσο από τη φυσική ανάγκη των λαϊκών στρωμάτων να υπερασπιστούν την εθνική-πολιτισμική τους ταυτότητα και να παράγουν και να απολαμβάνουν αυτό που πήγαζε από την κουλτούρα τους και εξέφραζε με γνήσιο τρόπο τα συναισθήματά τους. Κι αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα, στο χώρο της μουσικής τουλάχιστον, έληξε πολλές φορές με τη νίκη της λαϊκής μουσικής και την καθιέρωσή της στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς ως η αυθεντική μουσική των Ελλήνων! 

Πολυτασικό

Κατ’ αρχήν, αυτή η προσέγγιση επικεντρώνεται στα κύρια σε κάθε πλευρά ρεύματα που αντιπαρατέθηκαν στην άτυπη, σχεδιασμένη από τη μία πλευρά και αυθόρμητη από την άλλη, διεκδίκηση του τιμητικού τίτλου της εθνικής λαϊκής μουσικής. Δεν υποτιμά, όμως, και συνυπολογίζει και άλλες τάσεις ή προσφύσεις που εκδηλώθηκαν παράλληλα και ανάμεσά τους, για μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο, και απέκτησαν πρόσκαιρα ή διαχρονικά ένα μερίδιο στις προτιμήσεις των μουσικών και των ακροατών, με όχι ασήμαντη επιρροή στο συνολικό γίγνεσθαι.

Για παράδειγμα, το τραγούδι που αποκαλούμε ελαφρό, από την καντάδα ως το λεγόμενο ελαφρολαϊκό, το οποίο αγαπήθηκε από τον λαϊκό και μη κόσμο και υπηρετήθηκε από αξιόλογους καλλιτέχνες, δυτικότροπο κατά βάση στη μουσική του, αλλά από λίγο ως πολύ εξελληνισμένο στην εκτέλεσή του. Ή το ξένο τραγούδι, αυτούσια σαν ξένο ή μεταγλωττισμένο, αγγλικό, γαλλικό, ιταλικό, ισπανικό, βορειοαμερικάνικο, λατινοαμερικάνικο, αραβικό ή τούρκικο, το οποίο βρήκε πολλά ερείσματα από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, επηρεάζοντας σημαντικά την αισθητική μας.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!