Αρχική περίπτερο ιδεών Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης: Εκκλησίες και Σχολεία (μέρος β΄)

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης: Εκκλησίες και Σχολεία (μέρος β΄)

Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στα Πριγκηπόννησα
(σχέδιο του Περικλή Φωτιάδη, 1894)

Διαβάστε εδώ το μέρος Α’

 

Από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 μέχρι το ξερίζωμα της περιόδου 1955-1975, ο Ελληνισμός της Πόλης προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις τεκτονικές πλάκες που συμπιέζονται και συγκρούονται μεταξύ τους. Ο αγώνας για τη δημιουργία, σταθεροποίηση και επέκταση του ελληνικού κράτους προκαλεί τεράστιες πιέσεις στον Ελληνισμό της Πόλης. Από την μικρασιατική εκστρατεία προστίθενται οι πιέσεις που προκαλούνται από την προσπάθεια των Τούρκων να εδραιώσουν το δικό τους εθνικό κράτος. Και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυξάνονται οι πιέσεις από την προσπάθεια των Κυπρίων να απαλλαγούν από την βρετανική Κατοχή και, εν τέλει, να οικοδομήσουν το δικό τους –έστω και υπό όρους- ανεξάρτητο κράτος. Μέσα σ’ αυτούς τους αδιάκοπους και διαδοχικούς σεισμούς η Πολίτικη Ρωμιοσύνη ελίσσεται, συμπιέζεται και δημιουργεί κατά τρόπο αξιοζήλευτο. Οφείλει να επιβιώσει υφιστάμενη τις παρενέργειες αυτών των συγκρούσεων. Και όχι μόνο αυτών.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραπαίει και η αστάθεια της έχει άμεσες επιπτώσεις στον Ελληνισμό. Οι τάσεις ανεξαρτησίας που εκδηλώνονται δυναμικά στα Βαλκάνια και η αυξανόμενη επιθετικότητα των ανταγωνιστικών Μεγάλων Δυνάμεων που προσπαθούν να αποσπάσουν κομμάτια από την αχανή επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και να ξαναμοιράσουν μεταξύ τους τον κόσμο, προκαλούν αλλεπάλληλα κύματα αναστάτωσης στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Πόλης. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν οι συνέπειες για την ελληνική κοινότητα από τις ισχυρές επιρροές που προέρχονται από την προβληματική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς και οι δυσκολίες που ανακύπτουν για τους Ρωμιούς από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του οθωμανικού κράτους, αλλά και την ενίσχυση των εθνικιστικών τάσεων στα ηγετικά κλιμάκια της οθωμανικής κοινωνίας.

Άλλα απ’ αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα και άλλα διαδοχικά, με αποτέλεσμα ο Ελληνισμός να προσπαθεί συνεχώς να στέκεται όρθιος στο επίκεντρο ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου ανώμαλου πεδίου, να αποκρούει αποτελεσματικά κάθε τι που στρέφεται απ’ ευθείας ή από σπόντα εναντίον του και, με τρόπο θαυμαστό, όχι μόνο να επουλώνει τα τυχόν τραύματά του, αλλά και να αξιοποιεί προς όφελός του τις ευκαιρίες που αναφύονται από τις αντίρροπες δυνάμεις που αντιπαλεύουν μέσα σε έναν πραγματικό κυκεώνα. Δυνάμεις, που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων πολύ καθαρά, δεν υπολογίζουν καθόλου αυτή τη δημιουργική κοινότητα στις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς τους, με αποτέλεσμα -στις πιο κρίσιμες και καθοριστικές στιγμές- ο Ελληνισμός να είναι όχι μόνο μόνος και απροστάτευτος, αλλά και να χρησιμοποιείται σαν μοχλός πίεσης ή σαν αναλώσιμο στοιχείο ακόμα και από τους φυσικούς του συμμάχους, τους «αδελφούς» και τους «φίλους».

Μια ιστορία λαμπρότητας και συμφορών κατά βάση εξωγενών, που έχει παρουσιαστεί κυρίως μέσα από τη «λογική» του «εθνικού κέντρου», ελλειμματικά και στρεβλωμένα σε βαθμό κακουργήματος. Κατά κανόνα, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι εθνικοί ηγέτες σπάνια και ελάχιστα έπαιρναν υπόψη τους τις ανάγκες του Ελληνισμού και τις επιπτώσεις που είχαν πάνω του οι πολιτικές τους.

 

Αρχιτεκτονικό Πανόραμα

Οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που επισκέπτονται την Πόλη κάθε χρόνο πηγαίνουν και γυρίζουν με την εντύπωση ότι οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες τις οποίες επισκέπτονται είναι από την εποχή του Βυζαντίου, όχι τόσο αρχαίες όσο η Αγία Σοφία που πρωτοχτίστηκε το 360 και ξαναχτίστηκε το 537, αλλά, πάντως, παλιές, προοθωμανικές. Τίποτα δεν είναι πιο ανακριβές απ’ αυτό. Όταν έγινε το πογκρόμ στην Πόλη, το 1955, στις αναφορές που κάνει ο Χριστόφορος Χρηστίδης στα «Σεπτεμβριανά» για τις τρομερές ζημιές που έγιναν στις εκκλησίες, αναγράφει δίπλα σε κάθε μία τη χρονολογία οικοδόμησής της. Και μ’ αυτό τον συγκεντρωτικό πίνακα διαπιστώνει κανείς ότι, στην πλειονότητά τους, οι ναοί της Πόλης είχαν κατασκευαστεί από το 1800 μέχρι το 1912. Και ήταν πολύ λίγες οι εκκλησίες που η κατασκευή τους πήγαινε στα χρόνια του Βυζαντίου. Οι βυζαντινές εκκλησίες την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε, είτε μετατράπηκαν σε τζαμιά μετά την άλωση είτε κάηκαν από πυρκαγιές που ήταν πολύ συχνές στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε μερικές δεκαετίες της τελευταίας περιόδου της αυτοκρατορίας ανεγέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι περισσότερες από τις άνω των 80 εκκλησίες της.

Επειδή δε οι εκκλησίες δεν ήταν μόνο τόποι λατρείας και ενορίες που συγκέντρωναν το ποίμνιο της περιοχής τους, αλλά και τοπικά κέντρα του δικτύου διακυβέρνησης που ασκούσε θεσμοθετημένα το Πατριαρχείο με βάση το καθεστώς του millet, η εξάπλωση των ναών στην Πόλη αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ανάπτυξης του Ελληνισμού. Όχι μόνο γιατί η ανέγερση δεκάδων περίλαμπρων ναών προϋποθέτει ευμάρεια, αλλά και γιατί συνδέεται με ένα πολύ μεγαλύτερο πλέγμα δραστηριοτήτων.

Με λίγες ίσως εξαιρέσεις, οι ναοί της Πόλης σχεδιάστηκαν και οικοδομήθηκαν από Ρωμιούς αρχιτέκτονες και καλφάδες. Κι αυτοί οι αρχιτέκτονες έχτιζαν και τζαμιά, νοσοκομεία, ανάκτορα, ναυστάθμους, σχολεία, κατοικίες, εργοστάσια, χάνια, παζάρια, κινηματογράφους και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια σε ολόκληρη την Πόλη. Σήμερα, που η πόλη έχει επεκταθεί, πολύ μεγάλες περιοχές της αναπλαστεί και παλιότερα κτήρια κατεδαφιστεί για να γίνουν δρόμοι, πλατείες ή σύγχρονα πολυώροφα εμπορικά κέντρα, παραμένουν ακέραια περίπου 300 κτίσματα Ρωμιών αρχιτεκτόνων στις πιο κεντρικές συνοικίες της Ισταμπούλ. Σύμφωνα με τις μελέτες του αρχιτέκτονα και ερευνητή Σάββα Τσιλένη, ξεκινώντας από τις καταγραφές που έκαναν και δημοσίευαν οι Γάλλοι, αλλά και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα τούρκικα αρχεία και αρχιτεκτονικά περιοδικά, όπως το Mimar – Arkitekt, προκύπτουν, κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τα ονόματα περίπου 300 Ρωμιών αρχιτεκτόνων και καλφάδων, επί συνόλου περίπου 700, που δραστηριοποιούνταν στην Πόλη.

 

Ενδεικτικά

Ο Άγιος Αθανάσιος (1898) και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (1894), στα Ταταύλα, σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν από τον Πετράκη Μεϊμαρίδη, η Αγία Κυριακή (1894), στο Κοντοσκάλι, το Ζωγράφειο Λύκειο Αρρένων (1890), στο Πέραν, οι νοσηλευτικές εγκαταστάσεις στο Μπαλουκλί (1903-1911) καθώς και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1894), από τον Περικλή Φωτιάδη. Η Αγία Τριάδα (1905), στη Χαλκηδόνα, από τον Βελισάριο Μακρόπουλο, αλλά και το διάσημο ξενοδοχείο Pera Palace (ιδιοκτησία του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη), στο Πέρα, στο οποίο παραμένει σαν μουσείο η σουίτα του Κεμάλ Ατατούρκ, όπως και τα επίσης ιστορικά ξενοδοχεία Grand Hotel de Londres και Bristol, στο Τεπέμπασι, από τον Αχιλλέα Μανούσο. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή (1881), στο Φανάρι, από τον Κωνσταντίνο Δημάδη, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο (1885), στο Πέρα, από τον Οικονόμου και τον Γιάγκο Μπέη Ιωαννίδη, το Κεντρικόν Παρθεναγωγείον (1893), στο Σταυροδρόμιον, από τον Φραγκίσκο Μαυρογορδάτο. Το τσαρσί Yeni Stamboul (1895), στο Εμίνονου, από τους Θεοχάρη και Δημήτριο Βασιλειάδη, το Minerva Han που στέγαζε την Τράπεζα Αθηνών (1911), στο Γαλατά, από τον Βασίλειο Κουρεμένο, το Taner Palas (1930), στο Ταξίμι, από τον Δημήτριο Τσιλένη και η Παναγία της Ελπίδας (1898), στο Κοντοσκάλι, από τον Βασίλειο Τσιλένη. Το επιβλητικό κτηριακό συγκρότημα Cite de Pera (1876), στη Μεγάλη Οδό του Πέρα, από τον Κλεάνθη Ζάννο, το Μέγα Εθνικό Χάνι (1875), στο Γαλατά, από τον Αριστείδη Ραζή, το Μέγαρο Διοίκησης του Ναυτικού, στον Κεράτιο, η Αγία Τριάδα (1880), στο Ταξίμι, και το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο (1882), στο Φανάρι, από τον Βασιλάκη Μπέη Ιωαννίδη που είχε τον τίτλο «Αρχιτέκτων του Ιερού Παλατιού». Εκατοντάδες άλλα οικοδομήματα πάσης φύσεως, που πολλά κοσμούν μέχρι σήμερα την Κωνσταντινούπολη, έχουν τη σφραγίδα των Ρωμιών αρχιτεκτόνων.

 

Σπουδές και τάσεις

Στη μεγάλη παράδοση των εμπειροτεχνιτών, των καλφάδων, προστέθηκαν οι σπουδαγμένοι στη Σχολή/Ακαδημία Καλών Τεχνών και στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στην Ecole Special d’ Architectures και την Ecole des Beaux Arts των Παρισίων. Αυτοί οι αρχιτέκτονες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ευημερία του Ελληνισμού της Πόλης, αλλά και στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας με την κουλτούρα και τις καινοτομίες τους, γνώστες όχι μόνο του ελληνορωμαϊκού ρυθμού, του νεοβυζαντινού στυλ και του οθωμανικού μπαρόκ, αλλά και του εκλεκτικισμού, του νεοκλασικισμού, της αρτ νουβό, της νεο-οθωμανικής και όλων των νέων ρευμάτων και τάσεων της αρχιτεκτονικής διεθνώς. Απόγονοι μεγάλων καλφάδων, των ανακτορικών αρχιτεκτόνων, σαν τον Συμεών και τον Κωνσταντή κάλφα, που έβαλαν τη σφραγίδα τους σε διάσημες εκκλησίες και τζαμιά σαν το Νουρουοσμανιγιέ (1748-1755) και το Λαλελί (1760), οι Ρωμιοί αρχιτέκτονες συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της νεότερης φυσιογνωμίας της Πόλης, αν και παραγκωνίστηκαν για ένα διάστημα, με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, αφήνοντας μεγαλύτερο πεδίο δράσης σε ορισμένους σημαντικούς Αρμένιους αρχιτέκτονες, όπως αυτούς της οικογένειας Μπαλιάν.

Τα περισσότερα απ’ αυτά τα κτήρια είναι μνημειώδη και αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Η ύπαρξή τους είναι μία χειροπιαστή απόδειξη και πτυχή ενός πολιτισμού που δύσκολα δημιουργείται και ακόμα πιο δύσκολα αναπληρώνεται. Μία επίσκεψη στα εναπομείναντα ελληνικά σχολεία της Πόλης αρκεί για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος, το βάθος και την ποιότητα του πολιτισμού του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Της Κωνσταντινούπολης επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επί Τουρκικής Δημοκρατίας. Τουλάχιστον μέχρι τους διωγμούς της περιόδου 1955-65…

 

Μορφωτική Επανάσταση

Ο αείμνηστος Στέλιος Ροΐδης, ένας υποδειγματικός Πολίτης και πολίτης, αρχιτέκτονας, με βαθιά κουλτούρα και εφ’ όρου ζωής συμμετοχή στα κοινά, σε μία ομιλία του, στις 6 Φεβρουαρίου 1995, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου, αναφέρθηκε στους παράγοντες που επηρέασαν την αναβάθμιση της παιδείας στην Πόλη και ειδικότερα στο Πέρα. Με βάση τη δική του κατάταξη, θα προσπαθήσω να ρίξω λίγο φως στο τοπίο.

Αναμφίβολα, ξεχωριστός είναι ο ρόλος του Πατριαρχείου στην ανάπτυξη της παιδείας, αλλά συνεπικουρούσαν κι άλλες δυνάμεις:

1 Με αφετηρία τα προνόμια που παρείχε ο εκάστοτε σουλτάνος, το Πατριαρχείο είχε μια συνολική εποπτεία, από την ίδρυση σχολείων σε όλη την επικράτεια και τον καθορισμό της διδακτέας ύλης μέχρι τον διορισμό των εκπαιδευτικών.

2 Η επιρροή των ρευμάτων του Διαφωτισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με ιδιαίτερα ευαίσθητο αποδέκτη την ελληνική κοινότητα, η οποία ναι μεν είναι οργανωμένη με βάση το θρήσκευμα και περιελίσσεται γύρω από την εκκλησία, αλλά έχει και μια ισχυρή κοσμοπολίτικη διάσταση με την οποία αντιπαρέρχεται, όχι χωρίς συγκρούσεις και συμβιβασμούς, την ανελαστικότητα των παραδοσιακών κανόνων συνύπαρξης. Οι νέοι διανοούμενοι, οι έμποροι και οι βιομήχανοι πρωτοστατούν στα ανοίγματα προς την Ευρώπη, άλλοτε με τη συνδρομή των πιο συντηρητικών κύκλων και άλλοτε σε κόντρα μαζί τους.

3 Η ανάγκη του οθωμανικού καθεστώτος να εκσυγχρονίσει το κράτος και την κοινωνία προκειμένου να αποφύγει το διαφαινόμενο μαρασμό και την παρακμή. Των πρωτοποριακών για την εποχή αυτοκρατορικών διαταγμάτων του 1839 και του 1856, γνωστών ως Τανζιμάτ, έχουν προηγηθεί συγκεκριμένα μέτρα που επιφέρουν βαθιές αλλαγές όχι μόνο στις δομές, αλλά και στις νοοτροπίες που τις συνοδεύουν. Η δια της βίας κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων, που είχαν φτάσει στο σημείο να ανεβάζουν και να κατεβάζουν σουλτάνους από το θρόνο και ο περιορισμός της εξουσίας των τοπικών ηγεμόνων και των φανατικών ισλαμιστών, εδραίωναν τις προϋποθέσεις για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό. Τα ανοίγματα αυτά αυτομάτως δημιουργούσαν ένα μεγάλο πεδίο δράσης για τον Ελληνισμό, το οποίο με την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητά του συνεχώς διεύρυνε προς όφελός του και προς όφελος του συνολικού εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Η εκπαιδευτική έκρηξη που προκλήθηκε από τα σπουδαία ελληνικά σχολεία ανέβασε τον πήχη σε όλη την αυτοκρατορία.

4 Η ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες στην πρώτη γραμμή των διεθνών σχέσεων, με τις γνώσεις, τον κοσμοπολιτισμό και το εμπορικό τους δαιμόνιο, καθιστώντας την ανάγκη για καλύτερη παιδεία ακόμα πιο επιτακτική. Χωρίς τις χορηγίες και την προσωπική ενασχόληση των Ρωμιών τραπεζιτών, εμπόρων και επιστημόνων, η έκρηξη στην παιδεία θα ήταν πολύ πιο ήπια και περιορισμένη. Επιτυγχάνοντας υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης μπορούσαν οι Ρωμιοί της Πόλης να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό που ερχόταν από το εξωτερικό και να ωφεληθούν στο μάξιμουμ στους τομείς της οικονομίας, των επιστημών και της διοίκησης.

5 Η έγνοια του Πατριαρχείου και της οικονομικής και πνευματικής ελίτ δεν περιορίστηκε στα σύνορα της Πόλης. Ήταν συνειδητοποιημένο ότι η Ρωμιοσύνη της Πόλης είχε έναν οικουμενικό ρόλο όντας το κέντρο και ο εγκέφαλος της Ρωμιοσύνης όλης της αυτοκρατορίας. Μ’ αυτή την αντίληψη, που δεν ήταν καινούργια, αλλά καλλιεργήθηκε και άνθισε περαιτέρω, σχεδιάστηκαν, ενθαρρύνθηκαν και ενισχύθηκαν οι προσπάθειες για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων ακόμα και σε απομακρυσμένα χωριά στην αχανή ενδοχώρα. Αυτό ανέβαζε συνολικά το επίπεδο της Ρωμιοσύνης και συνάμα αποτελούσε μία σπουδαία δεξαμενή άντλησης μορφωμένων μυαλών για την επάνδρωση της καθολικής προσπάθειας, αλλά και του κεντρικού πυρήνα ιδιαιτέρως.

Η περίπτωση της οικογένειάς μας δεν ήταν μοναδική. Αντιθέτως, ήταν μέρος μιας συνολικής αμφίδρομης ροής. Ο παππούς του πατρός εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη προερχόμενος εκ Καππαδοκίας και ο παππούς μας εκ μητρός εγκαθίσταται στην Πόλη προερχόμενος εκ Χίου, έμπορος ο ένας, τεχνίτης ο άλλος. Οι εκ μεταγραφής Έλληνες υπερτερούν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, με μαζικότερη την μετανάστευση από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος στην περιφέρεια του οποίου κυριαρχεί η φτώχια και η καθυστέρηση. Η Ελλάδα δεν έχει πόλεις σαν την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη ούτε χωριά σαν την γενέτειρα του πατέρα μας Σινασό, στην οποία λειτουργεί Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, στα βάθη της Ανατολής.

6 Ένας άλλος λόγος, με ξεχωριστή βαρύτητα, ήταν η συστηματική και σε μεγάλη κλίμακα διείσδυση και δράση των προτεσταντών και καθολικών μισιονάριων, οι αποστολές των οποίων χρηματοδοτούνταν αδρά από τις μεγάλες δυνάμεις προετοιμάζοντας το έδαφος για την τελική επικράτησή τους στην γερασμένη, αλλά πλούσια αυτοκρατορία. Η διείσδυση αυτή απειλούσε και τις ελληνικές κοινότητες γιατί διέβρωνε τα στοιχεία του πολιτισμού τους, τη θρησκεία και τη γλώσσα πρωτίστως, αλλά και όλα τα ήθη και τα έθιμα που ήταν συστατικά της συνοχής τους. Αυτή η πίεση είχε και ευεργετική επίδραση γιατί ανέβαζε το βαθμό ετοιμότητας των κοινοτήτων και επίσπευδε τις μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες για το πέρασμα στη νέα εποχή που ερχόταν φουριόζα από το κοντινό μέλλον. Οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου και η προστασία των παιδιών της Ρωμιοσύνης από την προσέλκυση και αφομοίωσή τους από τις ξένες αποστολές που ίδρυαν σχολεία, έδιναν υποτροφίες, άνοιγαν δρόμους συνεργασίας με ξένους οίκους κ.λπ., επιτάχυναν την επέκταση της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα ελληνικά σχολεία. Στο Ζωγράφειο Λύκειο διδάσκονταν ελληνικά, σαν κύρια γλώσσα, και τουρκικά, γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά!

7 Ήταν πραγματικά πολύ εντυπωσιακή, αμφίδρομα, η αποκατάσταση των σχέσεων της Ρωμιοσύνης με την οθωμανική εξουσία μετά τον κλονισμό που υπέστησαν με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 και την επακόλουθη ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Ρωμιοσύνη όχι μόνο είχε κερδίσει το χαμένο έδαφος, αλλά είχε φύγει μπροστά σαν η βασική ενδογενής ατμομηχανή ανάπτυξης της αυτοκρατορίας. Τα διατάγματα εξομοίωναν σε πολύ μεγάλο βαθμό τους Ρωμιούς με τους υπηκόους του μουσουλμανικού «μιλέτ» προσφέροντας τους μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Η τάση εξωστρέφειας που είχε ξεκινήσει πιο συγκρατημένα από τα τελευταία ιδίως χρόνια του 18ου αιώνα, αλλά είχε ανακοπεί από το σοκ της Επανάστασης και την βίαιη αντίδραση της εξουσίας που εκδηλώθηκε με τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, επανέρχεται δριμύτερη. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας οργασμός δημιουργικότητας σε όλα τα επίπεδα.

8 Ο πληθυσμός των Ελλήνων αυξανόταν ραγδαία, τα σχολεία είχαν πληρότητα και μεγάλωναν της εγκαταστάσεις τους, οι απόφοιτοι εύρισκαν εύκολα δουλειά στις μεγάλες ελληνικές και ξένες εταιρίες και πολλοί ξεκινούσαν νέα επαγγέλματα και επιχειρήσεις. Το Πέραν μέσα σε λίγα χρόνια ρωμαιοκρατείται. Οι πρεσβείες και τα αρχοντικά των διπλωματών, εμπόρων και λοιπών ξένων που αποκτούν μόνιμες κατοικίες και γραφεία στα άλλοτε ακατοίκητα κτήματα των λόφων και των παραλίων, βρίσκονται σε μικρό χρονικό διάστημα μέσα σε μια πληθωρική ελληνική κοινότητα που σφύζει από ζωή. Από την εκκλησία των Εισοδίων που χτίζεται το 1804, οι Ρωμιοί καταλαμβάνουν ολόκληρο το Πέραν και επεκτείνονται στο Γαλατά και σε όλες τις γύρω περιοχές. Εκεί χτίζουν και μερικά από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα σχολεία τους, το Ζωγράφειο Λύκειο, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, ξεκινώντας από την αρχή του αιώνα για να φτάσουν προς το τέλος του στην ολοκλήρωση των προσπαθειών τους για μεγάλα και πλήρως εξοπλισμένα σχολεία. Αυτά, μαζί με τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αποτέλεσαν τις ναυαρχίδες της παιδείας στην Πόλη. Πλαισιωμένα, εννοείται, από πολλές δεκάδες δημοτικά και άλλα σχολεία, μέχρι και ιδιωτικά, σε όλη την περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης. Μια άνθηση που ευνοήθηκε από το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της οθωμανικής εξουσίας και επιτεύχθηκε χάρη στην εξαιρετική οργάνωση του Πατριαρχείου, τους δραστήριους συλλόγους πολιτών (με εξέχοντα τον ρόλο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως), τις γενναίες χορηγίες των δωρητών και ευεργετών, αλλά και τα δίδακτρα που κατέβαλαν, ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα, οι οικογένειες των μαθητών. Μια ευτυχής συγκυρία μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο που δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει αύριο…

 

(Συνεχίζεται)

Στέλιος Ελληνιάδης

 

(στοιχεία από τα βιβλία «Έλληνες Αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» του Βασίλη Κολώνα, εκδ. Ολκός, «Τα επαγγέλματα των Ρωμιών στην Πόλη» και «Τα Ελληνικά Σχολεία της Πόλης» εκδ. Σύνδεσμος των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών)

Σχόλια

Exit mobile version