Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, με στοιχεία αστυνομικού αφηγήματος, αλλά ταυτόχρονα μια περιδιάβαση στην ιστορία της Λέρου με μια αφήγηση που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα και έχει τη μορφή ενός παζλ, που ολοκληρώνεται όταν κι η τελευταία ψηφίδα μπαίνει με το τέλος του βιβλίου.

«Η Κιμωλία» του Δημήτρη Κωστόπουλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, είναι από τα καλύτερα μυθιστορήματα που διάβασα τον τελευταίο καιρό μαζί με το «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» του Τζόναθαν Κόου.

Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως «μελόδραμα» και ως υπότιτλο έχει «Μια πολυπρόσωπη και μακροχρόνια ιστορία για το δύσκολο μελόδραμα της ζωής».

Πράγματι, μέσα από συνειρμούς και παράξενες διακλαδώσεις, ξεκινώντας από ένα έγκλημα που διαπράχθηκε κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας, πηγαίνει πίσω στον χρόνο, αλλά και στο μέλλον. Οι ιστορίες που διαδραματίζονται μοιάζει αρχικά να έχουν ως μόνο συνδετικό κρίκο το νησί της Λέρου. Αυτό όμως, όπως θα αποδειχθεί, ισχύει μόνο εν μέρει.

Υπάρχουν στοιχεία που θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι την τελευταία σελίδα για να ανακαλύψουμε. Σαν μια αναδίφηση σε αρχεία και παλιές φωτογραφίες που μας αποκαλύπτουν μια αλήθεια που δεν είχαμε φανταστεί.

Πίσω από το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα κρύβεται βεβαίως, πέραν της συγγραφικής δεξιοτεχνίας, και μια μεγάλη ιστορική έρευνα και εις βάθος γνώση των όσων έχουν συμβεί στη Λέρο. Και το λέω ως μελετητής κι ο ίδιος της πολύ ιδιαίτερης ιστορίας του νησιού…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Ουσιαστικά αφηγείσαι την ιστορία της Λέρου μέσα από ένα μυθιστόρημα. Γιατί διάλεξες αυτή τη μορφή;
Αξίζει πάντως να διευκρινίσουμε ότι εκτός από ιστορία της Λέρου είναι και η ιστορία ενός ολόκληρου αιώνα. Ίσως πάλι η «Κιμωλία» να είναι μια λογοτεχνική έκφραση του διδακτορικού μου στο ΕΜΠ με θέμα «Η παραγωγή χώρου στα Δωδεκάνησα την περίοδο της Ιταλοκρατίας – Η περίπτωση της Λέρου» και όπως είχε πει ο Τζακ Λόντον σε μια συνέντευξή του, πρέπει να γράφουμε –μιλώντας για τους μυθιστοριογράφους– μόνο για πράγματα που ξέρουμε καλά. Επίσης ο χώρος που δεν είναι μόνο τοπίο, αλλά άνθρωποι, ροές πραγμάτων, ιδεών και συμπεριφορών, είναι η αφετηρία του αστικού μυθιστορήματος. Αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά τον «Μπάρμπα Γκοριό» του Μπαλζάκ.

Έτσι, μετά τη ζεστή υποδοχή της πρώτης πεζογραφικής μου κατάθεσης, με τη συλλογή διηγημάτων «Ο Φονέας και ο φονιάς», αποφάσισα να συνεχίσω λογοτεχνικά και να εγκαταλείψω μια σκέψη για έκδοση του διδακτορικού μου, γεγονός το οποίο θα απαιτούσε βέβαια ένα rewriting που θα το έκανε ελκυστικό στον αναγνώστη.

Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει ο μύθος στο βιβλίο σου;
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος κάπου γράφει ότι η λογοτεχνία ψεύδεται τα αληθώς λέγουσα. Έχει δίκιο γιατί εκτός των άλλων η ζωή έχει πολύ μεγαλύτερη φαντασία από εμάς. Το διαπίστωσα όταν πρόσφατα και μετά την έκδοση του βιβλίου, έμαθα ότι όντως υπήρχε μια κοπέλα καλής οικογενείας που τρελάθηκε όταν ο Ιταλός αρραβωνιαστικός της σκοτώθηκε. Και σε μια επίσκεψη στο παλιό ιταλικό νεκροταφείο, για να δω τα επιγράμματα ξεχασμένων ιταλικών τάφων, είδα ότι υπήρχε δίπλα το μνήμα μιας δολοφονημένης Βουλγάρας και πιο κει μιας μουσουλμάνας. Έτσι η πραγματικότητα επιβεβαίωσε, κατά κάποιον τρόπο, την ιστορία της άτυχης Αρεζίνας αλλά ταυτόχρονα γέννησε και δυο μυθολογικές ηρωίδες, την Ιβάνα και την Μπαχριέ. Η ενοποίηση της αλήθειας (πραγματικότητα) με το ψέμα (μυθοπλασία) είναι και ένα κριτήριο της επιτυχημένης γραφής. Ίσως και η απορία της ερώτησής σας να δείχνει ότι κάπως τα κατάφερα. Οι μυθολογικοί ήρωες της συγκεκριμένης αφήγησης πάντως ξεπηδούν μέσα από πραγματικά γεγονότα αλλά και συνδιαλέγονται με πραγματικά πρόσωπα.

Η ενοποίηση της αλήθειας (πραγματικότητα) με το ψέμα (μυθοπλασία) είναι και ένα κριτήριο της επιτυχημένης γραφής

Σε βοήθησε η δουλειά σου στα αρχεία; Πόσο βασίστηκες σε αυτά;
Όχι τόσο όσο πληροφορίες –αυτές είχαν ήδη ενσωματωθεί στη διατριβή μου– όσο ως χώρος εξέλιξης της υπόθεσης. Έτσι, παραδείγματος χάριν, εγκλωβισμένος ένα βροχερό βράδυ στο Τοπικό αρχείο, ο Σωτήρης, έχει απλωμένες πάνω στο τραπέζι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, στις οποίες υπάρχουν στιγμές από τη ζωή των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Και μια περιγραφή «έτσι αυτός ο μακρόστενος χώρος με την παλλόμενη σιωπή –που κάποτε είχε στεγάσει το κοινοτικό φαρμακείο– ο ευάερος αλλά όχι ευήλιος, δηλαδή ιδανικός για τον απολιθωμένο κόσμο του χαρτιού έγινε σιγά σιγά το δεύτερο σπίτι του. Δραπέτευε με τις ζωές των άλλων από το δικό του παρελθόν. Ένα είδος ομοιοπαθητικής των συναισθημάτων. Γιατί βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου οι αναμνήσεις και το παρελθόν γίνονται το μόνο πραγματικό μέλλον του εαυτού μας.» Πάλι ίσως οι πολλές παλιές φωτογραφίες του Αρχείου να βοήθησαν στις ενδυματολογικές και χωρικές περιγραφές. Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω ακόμα ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα: «Γιατί κάποτε η φωτογραφία ήταν μια σημαντική, από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή των ανθρώπων, μια προαίσθηση αθανασίας. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τις φυλάγανε ευλαβικά.»

Τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε περισσότερο στην ιστορία της Λέρου;
Το ότι σε ένα τόσο μικρό νησί μπορεί να αποτυπωθεί η ιστορία ενός ολόκληρου αιώνα. Η μικροϊστορία ως καθρέφτης των μεγάλων αφηγήσεων. Δυο πόλεμοι, ο ένας παγκόσμιος με τη μάχη της Λέρου, ο εμφύλιος με τις «Σχολές της Φρειδερίκης», η Χούντα με τους εξόριστους στο Παρθένι και το Λακκί, η αποικία Ψυχοπαθών και τώρα οι πρόσφυγες. Όλα αυτά στα ίδια κτίρια που αλλάζουν χρήση. Αλλά και κάτι περισσότερο ίσως χρονικά από αιώνα, με τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια που υπενθυμίζουν την ακμάζουσα τάξη των εμπόρων του Ελληνισμού, στην Αίγυπτο αλλά και τη Ρωσία. Ίσως αυτή να είναι και η κεντρική ιδέα της αφήγησης. Η πάντα ευρύχωρη Ιστορία που απλώνεται πάνω από θάλασσες και στεριές καμιά φορά μπορεί να στριμωχτεί σε ένα μικρό νησί.

Πού παραπέμπει, τι σηματοδοτεί ο τίτλος του βιβλίου; Γιατί «Η Κιμωλία»;
Η ιδέα γεννήθηκε από τον «Κομφορμίστα» του Αλμπέρτο Μοράβια: «Έμοιαζε με μπρούντζο αλλά στην πραγματικότητα ήταν κιμωλία». Το είχα χρησιμοποιήσει ως εισαγωγικό μότο στη διδακτορική μου διατριβή. Η ψευδαίσθηση μεγαλείου του Ιταλικού Φασισμού. Στο μυθιστόρημα ξεκαθαρίζει πάντως από το τέλος κιόλας του πρώτου κεφαλαίου. Η ίδια η ζωή είναι κάτι σαν κιμωλία. «Στιλπνή στην αρχή, αφήνει τα ίχνη της πάνω στο παλίμψηστο ενός πίνακα. Στο τέλος όλα σκόνη.» Πάντως και οι πιθανοί αναγνώστες, λόγω τίτλου, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί δεν θα απογοητευτούν, καθώς ο Σωτήρης, ένας από τους ήρωες, είναι εκπαιδευτικός, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και ο μικρόκοσμος του σχολείου, ο κατεξοχήν χώρος της κιμωλίας, κυκλοφορεί ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου. Στο μυαλό μου πάντως υπάρχει η φιλοδοξία «Η Κιμωλία» να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!