Η διαμόρφωση των κοινωνικών δυνάμεων και η ιδιαιτερότητα της Βαλκανικής*

του Λουκά Αξελού

Είναι προφανώς ακατόρθωτο ένα απόσπασμα μερικών εκατοντάδων λέξεων να σταθεί αντιπροσωπευτικό ενός τόμου όπως ο «Ρήγας Βελεστινλής – Σταθμοί και Όρια στη Διαμόρφωση της Εθνικής και Κοινωνικής Συνείδησης στην Ελλάδα» του Λουκά Αξελού (εκδόσεις Στοχαστής, 2003). Ενός μεγάλου έργου με πλήθος αναλύσεων και ντοκουμέντων για τη ζωή και την εποχή του Ρήγα. Παραθέτουμε εδώ δύο ενδιαφέροντα αποσπάσματα, ένα για τη διαμόρφωση του στρατοπέδου των επαναστατών σε συνάρτηση με τις κοινωνικές διεργασίες της εποχής, καθώς και ένα για ορισμένες ιδιαιτερότητες του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Σημειώνουμε ότι τίτλοι έχουν διαμορφωθεί από την σύνταξη του Δρόμου για τις ανάγκες του αφιερώματος.

 

Το μέτωπο της επαναστατικής αλλαγής

(…) Όπως και παραπάνω παρατηρήσαμε, η αντιφατική πραγματικότητα των τελευταίων προεπαναστατικών χρόνων οδηγούσε αναπόφευκτα σ’ ένα σταυροδρόμι αποφασιστικών εθνικών και κοινωνικών επιλογών.

Τρία ήταν τα βασικά προβλήματα, μα η λύση τους δεν ήταν καθόλου απλή για τις επαναστατικές δυνάμεις.

Το πρώτο, σχετιζόταν με την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας εστίας κρατικής, ενός πολιτικά κυρίαρχου κράτους που να διασφαλίζει την ομαλή εσωτερική ανάπτυξη της αγοράς και την εθνική ταυτότητα και συνοχή.

Το δεύτερο, σχετιζόταν με το πρόβλημα της γης. Σε μια κοινωνία, δοσιματικού κατά βάση χαρακτήρα, με κυρίαρχη σχέση πάνω στη γη τη σχέση της κρατικής ή μεγαλογαιοκτημονικής ιδιοκτησίας(1), αναγκαία συνθήκη οποιασδήποτε επαναστατικής μεταβολής ήταν το μοίρασμά της, κατά πλήρη κυριότητα, στον άμεσο παραγωγό.

Το τρίτο σχετιζόταν με τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα και βασικά τα ατομικά δικαιώματα και αυτά του ελεύθερου εμπορίου. Η αναπτυσσόμενη εμποροναυτική αστική τάξη, αλλά και η προβιομηχανική – βιοτεχνική αστική τάξη ήταν φυσικό να ζητούν την κατάργηση κάθε προνομιακής κατάστασης που έβαζε φραγμούς στην ανάπτυξή τους. Γι’ αυτό και ζητούσαν επίμονα την εξάλειψη της τουρκικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, την ελευθερία πάνω στην ιδιοκτησία της, την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών. Με δυο λόγια, τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που μόνο μια εθνική εστία, ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος θα μπορούσε να της προσφέρει, ανοίγοντάς της την προοπτική για μια σφαιρική κάλυψη της «δικής» της εσωτερικής αγοράς και παρέχοντάς της την ασφάλεια για το άπλωμα των εξωτερικών της δραστηριοτήτων.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με την καθημερινή συνειδητοποίηση των επερχόμενων γεγονότων, διαμόρφωναν σχετικά γρήγορα το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο των αντίπαλων στρατοπέδων.

Στον χώρο αυτό που σχηματικά μπορούμε να αποκαλέσουμε «εθνικολαϊκό» στρατόπεδο ή μέτωπο της επαναστατικής αλλαγής, συμπαρατάσσονταν ένα πλήθος από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις βασικότερες των οποίων ήταν η μεγάλη εξαθλιωμένη αγροτική μάζα, οι βιοτέχνες και οι στα μέτρα της εποχής τους βιομηχανικοί παραγωγοί, οι ναυτεργάτες και το σύνολο του ναυτικού πληρώματος, οι μικροί και μεσαίοι έμποροι της θάλασσας και της στεριάς, η προοδευτική διανόηση των ελεύθερων επαγγελμάτων και ο κατώτερος κλήρος, το φτωχοϋπαλληλικό προσωπικό των μεγαλοεφοπλιστών, γαιοκτημόνων, μεγαλεμπόρων ή της δημόσιας και στρατιωτικής Αρχής, καθώς και ο κύριος όγκος των μικρών ένοπλων σχηματισμών των κλεφτών και αρματωλών που στελεχώνονταν στην πλειοψηφία τους από εξεγερμένα αγροτικά στοιχεία. Από τις δυνάμεις αυτές τον κύριο όγκο, τη βασική, όχι όμως και διευθυντική δύναμη της αλλαγής, αποτελούσαν αναμφίβολα οι αγρότες. Σε δύναμη καθοδηγητική αναδείχτηκε η ριζοσπαστική μικρή αστική τάξη, νησιωτική και ηπειρωτική. Γιατί αυτή, λόγω θέσης, είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να αναζητήσει μιαν ιδεολογία διαφορετική από αυτήν του κυρίαρχου συγκροτήματος, αλλά και να τη βρει στις ιδέες του Δημοκρατικού Πατριωτισμού, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, όπως, άλλωστε, άμεσα φάνηκε και μέσα από την πρωτοπόρο δράση του Ρήγα Βελεστινλή και των συντρόφων του.

Πραγματικά, η επαφή της όχι μόνο με τον Οθωμανό και ντόπιο Έλληνα δυνάστη αλλά – ταυτόχρονα – και τον ξένο αποικιοκράτη, έδιναν στην πολυάριθμη αυτή τάξη τη δυνατότητα της σφαιρικότερης θέασης. Ο ρόλος της, που από τα πράγματα ήταν εξαιρετικά ενεργητικός, ενισχυόταν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι αυτή ήταν ο πιο άμεσος και ευαίσθητος φορέας των νέων επαναστατικών κηρυγμάτων, της ελευθερίας, της ισότητας και της ανεξιθρησκείας, που κατέκλυζαν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την υπό οθωμανική κατοχή χερσόνησο του Αίμου τις τελευταίες κρίσιμες δεκαετίες του 18ου αιώνα.(2)

 

Οι ιδιαιτερότητες του βαλκανικού χώρου

Έχουμε ήδη, αναλύοντας τη βαλκανική πραγματικότητα του 18ου αιώνα, αναφερθεί στις εθνικές και κοινωνικές εκρήξεις που με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, εξαπλώνονταν στο «άρρωστο σώμα» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.(3) Είναι, απ’ όλες πλέον τις πλευρές παραδεκτό, το γεγονός ότι στα τέλη του 18ου αιώνα το παράνομο κίνημα, τόσο στη χερσόνησο του Αίμου, όσο και στις υπόλοιπες κεντροευρωπαϊκές και μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες, παίρνει μια καινούργια, εξαιρετικά μεγάλη, έκταση.

Το κίνημα αυτό βασισμένο στη μέχρι την περίοδο εκείνη εμπειρία δράσης του ελεύθερου τεκτονισμού και των διάφορων παράνομων ή ημιπαράνομων λαϊκίστικων πολιτικών σχηματισμών της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, περνάει σε μιαν ανώτερη ποιοτικά φάση που αντανακλά την συνολική ανοδική πορεία του αστισμού και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη.

Ήταν αυτό, μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, μια συγκεκριμένη μορφή αντίδρασης της εμπροσθοφυλακής της αστικής τάξης, απέναντι στην ανοικτή τρομοκρατία των απολυταρχικών καθεστώτων της ηπειρωτικής Ευρώπης που αδυνατούσαν, όπως φάνηκε ιστορικά, να δώσουν μια «βρετανικού τύπου», ταξική διέξοδο στη σύγκρουσή τους με τον ανερχόμενο αστισμό.

Στον χώρο της Βαλκανικής ιδιαίτερα ο αγώνας των υποτελών τάξεων έπαιρνε μιαν εξαιρετικά πολύπλοκη και σύνθετη μορφή, στον βαθμό που η πολυεθνική, πολυταξική, πολυγλωσσική, πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική πραγματικότητά της δημιουργούσε ένα πολλαπλό επίπεδο αντιθέσεων. Η αντιφατική αυτή πραγματικότητα οδηγούσε αναπόφευκτα σ’ ένα σταυροδρόμι αποφασιστικών εθνικών και κοινωνικών επιλογών. Αν από τη μια η ανάπτυξη των αστικών εμπορευματικών σχέσεων και οι ενέργειες του διεθνούς αποικιοκρατισμού διαμορφώνουν, μέσα σ’ ένα αντιφατικό και αλληλοσυγκρουόμενο πλέγμα, τους «σταθερούς» όρους αποδιοργάνωσης της στρατοκρατικής «φεουδαρχικής» κοινωνίας των Οθωμανών, είναι οι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες από την άλλη που διαμορφώνουν τους «δυναμικούς – ασταθείς» όρους για το ποια εξέλιξη θα πάρει η αποδιοργάνωση αυτή.

Ο απελευθερωτικός αγώνας των λαών της Βαλκανικής είχε λοιπόν, μια μακρόχρονη παράδοση οργανωμένων ή αυθόρμητων ξεσπασμάτων και εξεγέρσεων, που με την πάροδο του χρόνου ορισμένα από αυτά συγκροτήθηκαν και στο ένοπλο αγροτικό κίνημα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Ρουμάνων και Αλβανών κλεφτών. Το ένοπλο αυτό αγροτικό κίνημα αποτελούσε μιαν απτή πραγματικότητα που οπωσδήποτε προηγήθηκε κατά πολύ της παράνομης πολιτικής δραστηριότητας της αστικής τάξης.

Η σταδιακή συγκρότηση σ’ ένα παράνομα οργανωμένο πολιτικό κίνημα των Ελλήνων και λοιπών Βαλκανίων αστών, τόσο μέσα στη βαλκανική ενδοχώρα, όσο και έξω από αυτήν, ήρθε να αποτελέσει έναν δεύτερο αποφασιστικό παράγοντα, που η σύζευξή του με το ένοπλο αγροτικό κίνημα άλλαζε ποιοτικά την προοπτική ρήξης με το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας.

Η εσωτερική δυναμική των πραγμάτων οδηγεί αναγκαστικά το πιο πρωτοπόρο κομμάτι των Ελλήνων και λοιπών Βαλκανίων αστών, στην αναζήτηση μιας πολιτικής ταυτότητας που να εκφράζει – ταυτόχρονα – τους συγκεκριμένους εθνικούς πόθους για αυτοδιάθεση και κρατική ολοκλήρωση, με τους καθολικότερους διεθνικούς ταξικούς στόχους της νέας ανερχομένης τάξης.

Αυτή την πολιτική ταυτότητα οι λαοί της Βαλκανικής και της μεσογειακής Ευρώπης τη βρήκαν στο πρόσωπο των ιδεών και της πρακτικής της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης και των επαναστατικών οργανώσεών της. Η επίδραση των ιδεών και της πρακτικής της Γαλλικής Επανάστασης στην ήδη υπάρχουσα ατελή παράνομη εταιρική κίνηση, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άπλωνε τη δραστηριότητά της στα βαλκανικά, νοτιορωσικά και κεντροευρωπαϊκά αστικά κέντρα, ήταν εξαιρετικά ισχυρή και συνετέλεσε στην ταχύτερη ωρίμανσή της και όσον αφορά τον ιδεολογικοπολιτικό της προσανατολισμό και όσον αφορά την οργανωτική της δομή, που άρχιζε – πια – να ξεφεύγει από εκείνη που αντιστοιχούσε σε έναν κύκλο ζύμωσης ή προπαγάνδας.

 

 

Σημειώσεις

(1) Η διαφορά που ορισμένοι επιστήμονες επισημαίνουν ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούν «δυτικό φεουδαρχισμό» σε αντιδιαστολή με τον «ανατολικό», ότι, δηλαδή, στην Δύση η ιδιοκτησία του μεγαλογαιοκτήμονα πάνω στην γη ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, ενώ στην Ανατολή η υλική βάση του «τιμαριωτικού-σπαχικού» συστήματος, που, άλλωστε, δεν επικρατούσε σε όλη την επικράτεια (λ.χ. σε εκτεταμένες περιοχές της Μεσοποταμίας, αλλά και σε ολόκληρο το τόξο από την Β. Αφρική έως την Τεμένη) στηριζόταν στην κρατική ιδιοκτησία, αποτελεί μια πλευρά αναμφίβολα σημαντική, όχι όμως –πάντα- ασφαλή για την συνολική αποτίμηση του χαρακτήρα του πολύπλοκου αυτού κοινωνικού σχηματισμού. Ενδεικτικά και μόνον παραθέτουμε την άποψη του Δημητρίου Τσοποτού, που ασφαλώς πρέπει συγκεκριμένα να ερευνηθεί, για να δώσουμε -πέραν των άλλων- και μια διάσταση του χρονικού βάθους, που, ενδεχομένως, εμπερικλείει το όλον ζήτημα. «Τό τιμαριωτικόν σύστημα των Οθωμανών και η ιεραρχία των άρχων έλκουσι την καταγωγήν των εκ του αρχαίου Περσικού κράτους. Τι τιμαριωτικόν σύστημα δεν είναι νέος θεσμός του Μεσαίωνος, άλλ έχει τας ρίζας αύτου ήδη εις την αρχαιότητα». Με αυτή την έννοια οι σημαντικές λ.χ. ανακατατάξεις που συντελούνται στις σχέσεις γης με ουσιαστικές αλλαγές στο παραδοσιακό τιμαριωτικό σύστημα και συγκέντρωση μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας στα χέρια λίγων μεγαλογαιοκτημόνων από τον 18ο αιώνα και επέκεινα, χρήζουν ειδικής – συστηματικής αναλύσεως για την εξαγωγή διασταυρωμένων – συγκεκριμένων συμπερασμάτων.

Η ίδια –άλλωστε- η διάκριση που το τουρκικό δίκαιο κάνει πάνω στην γη, είναι ενδεικτική για το ότι το ζήτημα είναι περισσότερο σύνθετο και πολύπλοκο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το τουρκικό δίκαιο η γη χωριζόταν βασικά σε πέντε (κατ’ άλλους σε τρεις) κατηγορίες.

Α) Στην δημόσια ή τιμαριωτική (μιριγέ). Η γη αυτή αποτέλεσμα της διά της σπάθης (κιλίτς) κατάκτησης ανήκε, κατά κυριότητα, στον επί της γης εκπρόσωπο του Θεού, τον σουλτάνο και παραχωρείτο από αυτόν στους επικεφαλής της στρατιωτικής κάστας διακριθέντες με όρο την καταβολή φόρου και την ενεργό συνδρομή σε περίπτωση πολέμου, Β) Στην ιδιόκτητη γη (μουλκ) που ανήκε αρχικά στους εκούσια υποτασσόμενους χριστιανούς, Γ) Στην γη που ήταν αφιερωμένη στην Εκκλησία (βακούφ), που υποδιαιρείτο σε τρεις κατηγορίες. Την γη που ανήκε στα τζαμιά, την γη που ανήκε στην ορθόδοξη Εκκλησία και την γη που ανήκε στην εβραϊκή, Δ) Στην κοινόχρηστη γη (μετρουκέ) και τέλος Ε) Στην νεκρή γη (μεβάτ).

 

(2) Διαφορετική σε αρκετά σημεία παρουσιαζόταν η ιδεολογία των Ελλήνων αγροτών, που ήταν «αντιφεουδαρχική», αντιδυτική με τάσεις επιστροφής στις «αγνές θρησκευτικές παραδόσεις». Η ορθοδοξία παρέμενε ζωντανή στα πλατιά λαϊκά στρώματα και αποτελούσε ισχυρό στοιχείο πολιτιστικής και πολιτικής, σε τελευταία ανάλυση, αντίστασης των κατώτερων λαϊκών τάξεων. Η βαθύτερη μελέτη της δράσης και της ιδεολογικής επιρροής του Κοσμά του Αιτωλού στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια, θα βοηθούσε στο να αποκατασταθεί το πραγματικό πλαίσιο πάνω στο οποίο μορφοποιήθηκε ένα σημαντικό τμήμα από αυτό το πλατύ αγροτικό λαϊκό ρεύμα. Για περ. βλέπε και Μάρκου Α. Γκιόλια, Ο Κοσμάς Αιτωλός και η εποχή του, εκδ. «Τυμφρηστός», Αθήνα 1972, σελ. 73 επ.

 

(3) Για περ. βλέπε «I. Η κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις», σελ. 57 επ. παρούσας μελέτης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!