Αρχική συνεντεύξεις πολιτισμός Χριστίνα Πετροπούλου, ανθρωπολόγος: Μια ζωή αφιερωμένη στη γλώσσα και τον πολιτισμό της...

Χριστίνα Πετροπούλου, ανθρωπολόγος: Μια ζωή αφιερωμένη στη γλώσσα και τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας

Τη Χριστίνα Πετροπούλου, ανθρωπολόγο, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τη γνώρισα σε μια εκδήλωση του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών με θέμα «Η ελληνική γλώσσα στη νότια Ιταλία ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα»

Για την εκδήλωση είχα γράψει και στην εφημερίδα (Δρόμος, 18/2/2020). Αναφερόμενος στην κυρία Πετροπούλου και στην ομιλία της «Εδώ ήρθες να μάθεις τα ελληνικά;» ‒προσωπική εμπειρία μιας επιτόπιας ανθρωπολογικής έρευνας στο ελληνόφωνο χωριό της Καλαβρίας Γκαλλιτσιανό, σημείωνα ότι «μίλησε για την ερήμωση των χωριών της Κάτω Ιταλίας με χαρακτηριστική περίπτωση το Γκαλιτσιάνο που όταν το επισκέφθηκε για πρώτη φορά είχε 251 κατοίκους και σήμερα έχουν απομείνει 60. Στο χωριό μιλιούνται τα «γκρεκάνικα» αλλά η μετανάστευση, είτε σε άλλες περιοχές της Ιταλίας είτε στο εξωτερικό, ήταν πλήγμα και για τη γλώσσα. Η ίδια τοποθέτησε και ιστορικά τις φάσεις περιθωριοποίησης και ανάδειξης της γλώσσας».

Στη σύντομη αναφορά μου συμπλήρωνα ότι θα είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε προσεχώς αναλυτικά τις διαπιστώσεις και τα πορίσματά της σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα. Και να που η ώρα ήρθε!

Με τα όσα έχω μάθει από την ίδια αλλά και τους υπόλοιπους επιστήμονες που ασχολούνται με πάθος, γνώση και μεράκι με τη «Μεγάλη Ελλάδα», είμαι σίγουρος ποιο θα είναι το πρώτο μου ταξίδι όταν ‒με το καλό‒ βγούμε από όλα αυτά που ζούμε σήμερα με την πανδημία

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας; Ποιες ήταν οι πρώτες εμπειρίες σας από αυτό τον τόπο;
Βρέθηκα αρχές της δεκαετίας του ’80 στη Ρώμη ως μεταπτυχιακή υπότροφος του Ι.Κ.Υ. Για τα χωριά αυτά γνώριζα ελάχιστα, θεώρησα όμως ότι μου δινόταν η ευκαιρία να τα γνωρίσω, επιλέγοντάς τα και ως θέμα του διδακτορικού μου. Ξεκίνησα την έρευνά μου στο Γκαλλιτσιανό το καλοκαίρι του 1984. Ο δρόμος ήταν επικίνδυνος, συγκοινωνία δεν υπήρχε –έως σήμερα‒ νερό στα σπίτια δεν υπήρχε, το παντοπωλείο με δυσκολία κάλυπτε στοιχειώδεις ανάγκες. Ήταν όμως μια εποχή, όπου αρκετοί νέοι, μέλη του πρώτου Ελληνόφωνου Συλλόγου «La Ionica dei Greci di Calabria», αγωνίζονταν για τη διάσωση της γλώσσας. Είχαν δώσει έως και αρχαιοελληνικά ονόματα στα σοκάκια του χωριού: Οδός Πηνελόπης, Πλατεία Ομήρου κ.λπ. Όλος ο κόσμος γνώριζε τη γλώσσα, άσχετα αν πολλοί ντρέπονταν να τη μιλήσουν, αφού για χρόνια λειτουργούσε ως στίγμα κοινωνικής κατωτερότητας για τους ομιλητές της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μέρα που ξύπνησα στο χωριό, όπου άκουσα απέξω να περνούν δυο γυναίκες και η μία οργισμένη να λέει: «Της έβαλε χέρι!». Το αναφέρω όχι για το περιεχόμενο της φράσης, αλλά να σας πω πόσο ζωντανή ήταν ακόμη η γλώσσα. 

Πού μπορούμε να εντοπίσουμε τις ρίζες αυτής της γλώσσας της Κάτω Ιταλίας; Με ποιες ελληνικές διαλέκτους μοιάζει περισσότερο;
Για χρόνια ολόκληρα οι επιστήμονες είχαν χωριστεί σε «αρχαϊστές» και  «βυζαντινιστές». Οι μεν υποστήριζαν τη μεγαλοελλαδική καταγωγή, οι δε την βυζαντινή. Το ζήτημα από επιστημονικό μετατράπηκε σε ιδεολογικο-πολιτικό, με στοιχεία εθνοκεντρισμού εκατέρωθεν. Μετά από ενάμιση αιώνα αντιπαραθέσεων, οι σύγχρονες θεωρίες για τις γλωσσικές επαφές και την πολυγλωσσία εστίασαν σε μια σημαντική πλευρά του θέματος, η οποία είχε παραμεληθεί: στην επί αιώνες συμβίωση της ελληνικής («γκρέκο» στην Καλαβρία, «γκρίκο» στην Απουλία) με τις τοπικές ρωμανικές (λατινογενείς) διαλέκτους με διαρκείς ανταλλαγές και αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Σε αυτή την «ιστορική διγλωσσία» οι σύγχρονοι ερευνητές αποδίδουν την έως σήμερα επιβίωση της ελληνικής, ανάγοντας το «γκρέκο» στην αρχαϊκή εποχή και το «γκρίκο» στην Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Ομοιότητες υπάρχουν με τα δωδεκανησιακά, τα τσακωνικά και τα κυπριακά ιδιώματα (όλα δωρικής προέλευσης). 

Από την εποχή που κάνατε την έρευνά σας στο Γκαλλιτσιανό τι έχει αλλάξει;
Η μείωση του πληθυσμού και η τουριστική ανάπτυξη είναι οι πιο σημαντικές αλλαγές. Δίγλωσσα οδωνύμια, μετατροπή κάποιων κατοικιών σε B&B, νέα τοπόσημα έχουν διαμορφώσει ένα «άλλο» τοπίο. Η ανέγερση το 1999 μιας ορθόδοξης εκκλησίας, αφιερωμένης στην Παναγία της Ελλάδας, ένα υπαίθριο θεατράκι, ένα Εθνολογικό Μουσείο, μια στήλη με βυζαντινό ψηφιδωτό στην είσοδο του χωριού και άλλα είναι ορισμένα από αυτά. Ακόμη και ο δρόμος που οδηγεί στο Γκαλλιτσιανό είναι αφιερωμένος στον Μέγα Αλέξανδρο. Όλα αυτά «επωάζονταν» από την εποχή που ήμουν εκεί, όμως οι τότε συνθήκες δεν ευνοούσαν την υλοποίησή τους. Η αναγνώριση των γλωσσικών μειονοτήτων και η διάθεση ευρωπαϊκών και περιφερειακών κονδυλίων για τη στήριξή τους συνέβαλαν, ώστε τα σχέδια εκείνα να γίνουν πράξη. Ακόμη και τα εδαφικά όρια της «γκρεκάνικης» περιοχής έχουν διευρυνθεί με την ένταξη σε αυτήν πολυάριθμων Δήμων, που δεν έχουν ούτε έναν ελληνόφωνο κάτοικο.

«Μια γλώσσα περιθωριοποιημένη και απαξιωμένη για χρόνια, τώρα πια με ανακτημένο το κύρος και το γόητρό της, πέρα από το αν μιλιέται ή όχι, σημαίνει κάτι βαθύτερο για τον κόσμο της: αποτελεί το δικό του συμβολικό κεφάλαιο, το βασικό στοιχείο ταυτότητάς του, τη μνήμη του παρελθόντος του»

Η τουριστική αξιοποίηση βοηθά ή δυσκολεύει τη διατήρηση της γλώσσας;
Σε αυτό το «νέο» πλαίσιο, η γλώσσα κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Ενώ η ίδια ακολουθεί φθίνουσα πορεία, ο λόγος γι’ αυτήν περισσεύει, έχοντας υπερισχύσει της ίδιας της γλώσσας ως ομιλούμενης. Ένας σημερινός επισκέπτης σίγουρα θα την ακούσει από τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους, κυρίως όμως θα την ακούσει στα τραγούδια, θα την διαβάσει στα τοπόσημα, θα την «γευτεί» στην τοπική γαστρονομία, θα την «διαισθανθεί» στο ορθόδοξο εκκλησάκι και στο Εθνολογικό Μουσείο, θα «νιώσει τη δροσιά της» στον Κάναλο της Αγάπης, η αίσθησή της θα τον ακολουθεί ως εμπειρία και μετά την αναχώρησή του από το χωριό. Μια γλώσσα περιθωριοποιημένη και απαξιωμένη για χρόνια, τώρα πια με ανακτημένο το κύρος και το γόητρό της, πέρα από το αν μιλιέται ή όχι, σημαίνει κάτι βαθύτερο για τον κόσμο της: αποτελεί το δικό του συμβολικό κεφάλαιο, το βασικό στοιχείο ταυτότητάς του, τη μνήμη του παρελθόντος του. Μπορεί ο όρος «γκρεκάνικο» να έχει σχεδόν μετατραπεί σε «εμπορικό σήμα» όσον αφορά διάφορα προϊόντα (τροφές, ποτά κ.λπ.), ενδεχομένως να γίνεται και εκμετάλλευσή του από διάφορους φορείς και πολιτικούς, αυτό όμως δεν μειώνει τη συμβολική σημασία της γλώσσας για μεγάλο μέρος του ελληνόφωνου κόσμου. 

Πιστεύετε ότι μπορεί να κρατηθεί ζωντανή αυτή η γλώσσα; Ποια βήματα πρέπει να γίνουν;
Εδώ και χρόνια εξαγγέλλεται ο θάνατος της γλώσσας, ωστόσο δεν έχει ακόμη εκδοθεί το πιστοποιητικό θανάτου της. Σήμερα αυτό που έχει σημασία είναι η αναγνώρισή της, η ενίσχυση τους κύρους της, η αλλαγή στάσης των ομιλητών απέναντί της, αλλά και η διάθεση κονδυλίων. Επομένως, επαφίεται στις τοπικές κοινωνίες πώς θα το διαχειριστούν και θα ήταν λανθασμένες οι όποιες ενέργειες έξωθεν. Πριν από χρόνια έγινε ένα συνέδριο στην Καλαβρία, όπου άνθρωποι από την Ελλάδα, ενώ αγνοούσαν την εκεί πραγματικότητα, πρότειναν με ζήλο η γλώσσα να γράφεται με ελληνικούς χαρακτήρες αντί των λατινικών, με τους οποίους ο κόσμος εκεί την αναγνωρίζει, τη διαβάζει και τη γράφει. Σήμερα γίνονται πολλές προσπάθειες στήριξης της γλώσσας από νέους ανθρώπους, που διαθέτουν μεράκι και γνώση. Το ddomàdi greko (ελληνική εβδομάδα), ένα θερινό σχολείο γλώσσας και πολιτισμού, σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Έως και οδηγίες για την πανδημία, καθώς και ένα βίντεο με θέμα «Ego stèko sto spìti» έχουν αναρτηθεί στον σχετικό ιστότοπο. Οπωσδήποτε όλα αυτά δεν σημαίνουν αναβίωση της γλώσσας, αλλά κάτι άλλο βαθύτερο: την προσπάθεια των ανθρώπων να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της γλωσσικής και πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Προσπάθεια, που αποτελεί και απάντηση σε έναν κόσμο ομογενοποιημένο και παγκοσμιοποιημένο, όπου το άτομο νιώθει να συνθλίβεται και να αμφισβητούνται διαρκώς συμβολικά σημεία αναφοράς του. Στην περίπτωσή μας, η ενεργοποίηση των νέων ανθρώπων σχετικά με αυτό, είναι, ίσως, ο καλύτερος οιωνός. Κι ας μην ξεχνάμε τα λόγια του σπουδαίου Jacques Hassoun, ο οποίος στο εξαίρετο έργο του «Το κοντραμπάντο της μνήμης» λέει ότι «οι γλώσσες, στην πραγματικότητα, δεν εξαφανίζονται. Πολύτιμες και παινεμένες, είναι ιδιοκτησία εκείνου που θεωρεί τον εαυτό του παραλήπτη τους. Προστατευμένες από το βλέμμα των άλλων, παραπέμπουν μάλλον στο βλέμμα που κοιτάει παρά στο αυτί που ακούει».

Σχόλια

Exit mobile version