Χάος

Οι διεθνείς σχέσεις και η γεωπολιτική σε μια νέα και ρευστή φάση

του Ηρακλή Οικονόμου*

 

Όχι, δεν πρόκειται για τη γνωστή ταινία των Αδερφών Ταβιάνι – για το χάος του παγκόσμιου συστήματος σε επίπεδο γεωπολιτικής, στρατηγικής και διπλωματίας πρόκειται. Εξελίσσεται, βέβαια, στις οθόνες μας κι αυτό το χάος, αλλά σε αντίθεση με την ταινία δεν έχουμε ιδέα για το πότε και πώς θα τελειώσει.

Η έλευση του φθινοπώρου δεν αφήνει πάντως και πολλές θετικές υποσχέσεις για το μέλλον. Στις 17 Σεπτεμβρίου καταρρίφθηκε από τη συριακή αεράμυνα ρωσικό αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας II-20 με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και τα 14 άτομα του πληρώματος. Σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο άμυνας, τη στιγμή εκείνη έκαναν επίθεση σε στόχους στη Λατάκια τέσσερα ισραηλινά F-16, τα οποία φέρονται να χρησιμοποίησαν το ρωσικό αεροσκάφος ως κάλυψη παραπλανώντας τα συριακά αντιαεροπορικά συστήματα.

Λίγες ώρες πριν, ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει την επιβολή δασμών 10% σε εισαγωγές από την Κίνα αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιβεβαιώνοντας τη βούληση του να υπάρξει ολόπλευρος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Το κινεζικό υπουργείο εμπορίου δήλωσε ότι η απόφαση των ΗΠΑ «κομίζει νέα αβεβαιότητα στις διμερείς διαπραγματεύσεις» και εξέφρασε την ελπίδα ότι η αμερικανική πλευρά «θα αναγνωρίσει τις αρνητικές συνέπειες τέτοιων πράξεων» (Curran κ.α. 2018)∙ η ψυχραιμία της απάντησης, όμως, δεν αποκλείει περαιτέρω εμπορικά αντίποινα από τη μεριά της Κίνας.

Εν αρχή ην ο… Τραμπ, ο οποίος προωθεί με κάθε τρόπο την «America first» πολιτική του. Τον Ιούνιο του 2017, ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Τον Απρίλιο φέτος δυναμίτισε τις παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές ατσαλιού και αλουμινίου, και συνεχίζοντας με επιπλέον δασμούς σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τον ίδιο μήνα οι. ΗΠΑ –σε συνεργασία με τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο– βομβάρδισαν με πυραύλους Cruise στόχους των κυβερνητικών στρατευμάτων στη Συρία, ως αντίποινα για την υποτιθέμενη οργάνωση από τη συριακή κυβέρνηση της επίθεσης με χημικά όπλα στην πόλη Ντούμα. Τον περασμένο Μάιο ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Αμέσως μετά μετέφερε την αμερικανική πρεσβεία, στο Ισραήλ, από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, υπονομεύοντας έτσι ωμά την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή. Και πάει λέγοντας.

Πλέον, η επιθετικότητα των ΗΠΑ δεν είναι μόνη, και δεν μένει αναπάντητη. Η άνοδος της Ρωσίας στον στρατιωτικό τομέα και η οικονομική γιγάντωση της Κίνας είναι δύο θεμελιώδεις τάσεις που τροφοδοτούν τις γεωστρατηγικές όψεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Αφενός η στρατιωτική-τεχνολογική της Ρωσίας παράγει ήδη απτά αποτελέσματα «στο έδαφος», αμφισβητώντας στην πράξη τη μέχρι πρότινος δεδομένη αμερικανική στρατιωτική υπεροχή. Αφετέρου, η Κίνα στρέφει ολοένα και περισσότερο την προσοχή της στην οικονομική επέκταση στο εξωτερικό. Παράλληλα βρίσκεται εν μέσω μιας μεγάλης προσπάθειας εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών της ικανοτήτων, με έμφαση, στην παράλληλη ενίσχυση της αμυντικής της βιομηχανίας

Δεν είναι μόνο η όξυνση της αμερικανικής μονομέρειας που τροφοδοτεί το τωρινό γεωπολιτικό χάος. Αυτή, για την ακρίβεια, είναι μια πρόσληψη του χάους με όρους της πρώτης μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου, των δεκαετιών του 1990 και του 2000, του τύπου: «Οι ΗΠΑ όλο και περισσότερο έχουν την τάση να επεμβαίνουν στην πλανητική σκακιέρα (…) με βάση τα δικά τους κριτήρια και για την ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων, αδιαφορώντας για τη γνώμη των διεθνών οργανισμών, όπως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών» (Ραμονέ, 1998: 50). Πλέον, η επιθετικότητα των ΗΠΑ δεν είναι μόνη, και δεν μένει αναπάντητη. Η άνοδος της Ρωσίας στον στρατιωτικό τομέα και η οικονομική γιγάντωση της Κίνας είναι δύο θεμελιώδεις τάσεις που τροφοδοτούν τις γεωστρατηγικές όψεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Αφενός η στρατιωτική-τεχνολογική της Ρωσίας παράγει ήδη απτά αποτελέσματα «στο έδαφος», αμφισβητώντας στην πράξη τη μέχρι πρότινος δεδομένη αμερικανική στρατιωτική υπεροχή. Αφετέρου, η Κίνα στρέφει ολοένα και περισσότερο την προσοχή της στην οικονομική επέκταση στο εξωτερικό, ενδεικτικά η ετήσια αύξηση των επενδύσεων της στην Αφρική υπολογίζεται σε 40% περίπου, αναδεικνύοντας την στον μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο της ηπείρου (Yuan Sun κ.α. 2017: 9). Παράλληλα, η Κίνα βρίσκεται εν μέσω μιας μεγάλης προσπάθειας εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών της ικανοτήτων, με έμφαση, στην παράλληλη ενίσχυση της αμυντικής της βιομηχανίας.

Το βασικό, όμως, χαρακτηριστικό της χαοτικής φάσης των διεθνών σχέσεων που διανύουμε δεν είναι η μία ή η άλλη υπερδύναμη και ο τρόπος με τον οποίο προάγει τα συμφέροντα της είναι, αντιθέτως, η συγκλονιστική απουσία ενός σταθερού, προβλέψιμου πλαισίου οργάνωσης των διακρατικών σχέσεων σε συνθήκες όξυνσης των παγκόσμιων καπιταλιστικών αντιθέσεων. Το πλαίσιο αυτό μέχρι και την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν, φυσικά, ο Ψυχρός Πόλεμος και οι αυστηρές διαχωριστικές γραμμές που επέβαλαν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης και η πυρηνική ισορροπία του τρόμου. Τη σταθερότητα του ανταγωνισμού των δύο συστημάτων τη διαδέχθηκε η στιγμή της αμερικανικής μονοκρατορίας, με χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Σερβία το 1999 και την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Η στιγμή αυτή ανήκει οριστικά στο παρελθόν, όπως έδειξαν οι δύο παράλληλες επεμβάσεις της Ρωσίας στην Κριμαία (με την προσάρτηση της περιοχής) και στη Συρία (με την πλήρη αντιστροφή της πορείας του εμφυλίου υπέρ των κυβερνητικών στρατευμάτων).

Η δομική αστάθεια και η ρευστότητα (συμμαχιών, συσχετισμών κ.λπ.) είναι πάγια χαρακτηριστικά αυτού του χάους. Αυτό που σήμερα φαντάζει κοινότοπο αύριο μπορεί να μοιάζει εντελώς εξωτικό. Χθες η Ρωσία ήταν φίλη μας και μας στήριζε, σήμερα είναι επεκτατική και επεμβαίνει, αύριο μπορεί εκ νέου να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο διπλωματικής κανονικότητας. Χθες η Τουρκία κατέρριπτε ρωσικό μαχητικό, σήμερα επιδιώκει να αγοράσει αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 ρωσικής κατασκευής, αύριο ποιος ξέρει: Παγιωμένες ισορροπίες ανατρέπονται και οξυμμένες αντιθέσεις οδηγούν σε αναπροσαρμογή του προσανατολισμού κάθε χώρας, με βάση συγκυριακές στοχεύσεις και όχι κάποια διπλωματική σταθερά.

Όσο για την Ευρώπη, η ίδια χαοτική ρευστότητα αποτυπώνεται κι εδώ. To Brexit παραμένει μια βαρυσήμαντη έκφανση της κρίσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και των διατλαντικών σχέσεων, οδηγώντας σε στρατηγική αποδυνάμωση της E.E. Η Ιταλία ορίζεται από ολοένα και περισσότερους αναλυτές των δυτικών δεξαμενών σκέψης ως ο επόμενος αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία κατηγορείται από τις ΗΠΑ ότι είναι «όμηρος της Ρωσίας» (Mason κ.α., 2018) κι ότι δεν συνεισφέρει τα δέοντα στην ατλαντική άμυνα, ενώ υποστηρίζει τον αγωγό μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου από τη Βαλτική (Nord Stream 2). Όμως, όσο κι αν η ρητορική δέσμευση των Ευρωπαίων για στρατηγική αυτονομία συνοδεύεται από τη μία ή την άλλη σποραδική πρωτοβουλία, οι δυνατότητες έκφρασης ενός αυτόνομου ευρωπαϊκού προτάγματος είναι λιγοστές. Όπως σωστά επισημαίνει ο Mavroudeas (2018), «η γερμανική ελίτ πάντα σκέφτεται την περίπτωση αλλαγής συμμαχιών, αλλά γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο έχει μεγάλο τίμημα. Απαιτεί μια ολική επαναφορά των γερμανικών οικονομικών σχέσεων (…) απαιτεί βαθύτατες δομικές αλλαγές και δεν είμαι σίγουρος ότι οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ επιθυμούν –ή είναι σε θέση– να ακολουθήσουν το μονοπάτι αυτών των τρομακτικών αλλαγών».

Συμπερασματικά, την τύφλωση από τις φαντασιώσεις περί φιλελεύθερης ειρήνης και αρμονικής συνύπαρξης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης φαίνεται να διαδέχεται ο διάχυτος προβληματισμός σε σχέση με την όξυνση των αντιθέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατηγικό/στρατιωτικό επίπεδο. Η αδυναμία επαρκούς ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, η ένταση της διεκδίκησης αγορών, ενεργειακών δρόμων, και νέων πλουτοπαραγωγικών πόρων μεταξύ των καπιταλιστικών μητροπόλεων, και το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας νέας διεθνούς αναταραχής σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο δείχνουν ότι το χάος δεν είναι συγκυριακό αλλά δομικό στοιχείο των διεθνών σχέσεων σήμερα. Και το μεγάλο ερώτημα παραμένει το ίδιο σε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο: Μπορούν οι οξυμμένες αντιθέσεις να λυθούν ειρηνικά; Σε μια αντίστοιχη στροφή του Ψυχρού Πολέμου, απέναντι σε έναν Ρέιγκαν της τρέλας του Πολέμου των Άστρων, βρέθηκε ένας αντίπαλος που δέχτηκε –μπροστά στο φάσμα της αμοιβαίας ολοκληρωτικής καταστροφής– να υποχωρήσει και να αυτο-διαλυθεί. Στατιστικά και ιστορικά, η επανάληψη ενός τέτοιου ενδεχομένου φαντάζει μάλλον απίθανη.

 

Κυκλοφορεί το τεύχος 126 Ιουλίου-Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του περιοδικού Ουτοπία με αφιέρωμα «Κρίση και ψυχική υγεία». Αναζητήστε το σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Βιβλιογραφία

  • Curran, Enda κ.α, (2018), «China vows to retaliate after Trump’s $200 billion tariff hit», Bloomberg, 18 Σεπτεμβρίου 2018,
  • Mason, Jeff κ.α. (,2018). «Trump calls Ger-many captive of Russia; demands higher defense spending», Reuters, 11 Ιουλίου 2018.
  • Mavroudeas, Stavros (2018) «IT Summit: Trump trying to prevent US from losing super-power status», Sputniknews, 9 Ιουλίου 2018.
  • Yuan Sun, Irene κ.α. (2017), «Dance of the lions and dragons: How are Africa and China engaging, and how will the partnership evolve?», McKinsey & Company, Ιούνιος 2017.
  • Ραμονέ, Ιγνάσιο (1998), Γεωπολιτική του χάους, Αθήνα, Πολις.

 

*Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό Ουτοπία, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2018, τεύχος 126.

 

 

Σχόλια

Exit mobile version