Στη νέα του ταινία «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», ο 50άρης Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ξαβιέ Τζιανολί μεταφέρει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850), συνεπαρμένος από τη γεμάτη πάθη και ίντριγκες ιστορία ενός ποιητή, που κατέληξε δημοσιογράφος στο Παρίσι, κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης της μοναρχίας. Τη δυναμική σεναριακή προσαρμογή συνυπογράφει με τον διακεκριμένο σεναριογράφο Ζακ Φιεσί.

Όμορφος και φιλόδοξος νέος, ο Λυσιέν ντε Ρυμπεμπρέ (Μπενζαμέν Βουαζέν) από την Ανγκουλέμ, εκκολαπτόμενος ποιητής που βιοπορίζεται στο τυπογραφείο του γαμπρού του, γίνεται προστατευόμενος της νεαρής Λουίζ ντε Μπαρζετόν (Σεσίλ ντε Φράνς) και καταφεύγει μαζί της στο Παρίσι, όπου η Λουίζ τον εισάγει στον αριστοκρατικό περίγυρο της ξαδέρφης της, μαρκησίας Ντ’ Εσπάρ (Ζαν Μπαλιμπάρ). Εκεί γνωρίζεται με τον ταλαντούχο συγγραφέα Νατάν (Ξαβιέ Ντολάν), όμως μετά από μια βραδιά στην όπερα, υφίσταται απόρριψη, λόγω επαρχιωτισμού και εγκαταλείπεται από την Λουίζ. Πιάνοντας δουλειά στις λαϊκές ταβέρνες της Σορβόννης, ο Λυσιέν συναντά τον αμοραλιστή δημοσιογράφο Ετιέν Λουστό (Βενσάν Λακόστ), που τον προτείνει στην φιλελεύθερη εφημερίδα του ως βιβλιοκριτικό, ενώ τον μυεί στα ήθη και τα στέκια της παριζιάνικης ζωής. Πλάι στον Λουστό, ο Λυσιέν ανακαλύπτει τη νέα βιομηχανία της εμπορευματοποίησης του Τύπου, που διέδιδε επινοημένες χλευαστικές φήμες, μετατρέποντας τους δημοσιογράφους σε διακινητές λέξεων που εμπορεύονταν φράσεις. Ο Λυσιέν γνωρίζεται με σημαντικούς εκδότες, όπως ο Ντοριά (Ζεράρ Ντεπαρντιέ), ενώ συχνάζοντας στα θεατρικά βουλεβάρτα, ερωτεύεται την αισθησιακή θεατρίνα Κοραλί (Σαλομέ Ντεγουέλς). Μαθαίνει γρήγορα τα κόλπα και αναπτύσσοντας μια «πένα που έχει την οργή της εκδίκησης», πληρώνεται με την αράδα και αυθημερόν, απομακρυνόμενος ολοένα από τα αρχικά του οράματα. Έχοντας αναλάβει τη συντήρηση της Κοραλί, κυνηγάει την εφήμερη δόξα, εκπορνεύοντας το ταλέντο του σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα. Επιθυμώντας να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία επιχειρεί να κατοχυρώσει το αριστοκρατικής καταγωγής μητρικό επώνυμο, με αντίτιμο να «αλλαξοπιστήσει» προς το βασιλικό κυβερνητικό Τύπο, προδίδοντας τους πρώην συναδέλφους του, που ορκίζονται να τον καταστρέψουν.

Η επεισοδιακή άνοδος και πτώση του Λυσιέν περιέχει αρκετά βιωματικά στοιχεία του Μπαλζάκ, που είχε εργαστεί ως δημοσιογράφος και τυπογράφος, ενώ είχε συμπεριλάβει στο όνομά του το πρόθεμα «ντε», υποδηλώνοντας αριστοκρατική καταγωγή. Παρουσιάζοντας τη δημοσιογραφία ως ολέθρια μορφή πνευματικής πορνείας, ο Μπαλζάκ σύγκρινε την εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας, με τη βιομηχανία της μόδας, που αναζητά εξίσου καινοτομία και επιφανειακή ελκυστικότητα. Στο πνεύμα του συγγραφέα, ο Τζιανολί δίνει «διεγερμένη» έμφαση στην οριοθέτηση του ευρύτερου κοινωνικού υπόβαθρου, υιοθετώντας εκτός κάδρου αφήγηση, που χαρίζει απαράμιλλο ρυθμό στη ζωντανή περιγραφή της έντασης της καλλιτεχνικής ζωής στην παριζιάνικη μητρόπολη. Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις του Μπαλζάκ που πολώνει χαρακτήρες και απόψεις μεταξύ τέχνης και επιστήμης, δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, «βίτσιου» και «αρετής» παραμερίζονται, με την ταινία να εστιάζει στη διαχρονική εξουσία του Τύπου, μέσω λιβελλογραφημάτων. Μάλιστα από τότε ονομάστηκε στα γαλλικά η «ψευδής είδηση», «πάπια», επειδή όλοι έτρεχαν, όπως τρέχουμε πίσω από τις πάπιες, «που πλέον κυκλοφορούσαν ελεύθερα και δεν ήξεραν πώς να της αλυσοδέσουν», λογοπαίγνιο-αναφορά στην γαλλική πολιτική σατυρική εφημερίδα «Le canard enchaîné» (Η αλυσοδεμένη πάπια).

Επιχειρώντας ο Λουστό να κάμψει τον θαυμασμό του Λυσιέν για το μυθιστόρημα του Νατάν, τον μυεί στην «τέχνη του θαψίματος» όπου «το συγκινητικό είναι συγκαταβατικό, το κλασικό, ακαδημαϊκό, το αστείο, επιφανειακό, το ευφυές, επιτηδευμένο. Αν είναι εμπνευσμένο, θέλει να ξεχωρίσει, αν είναι δομημένο, είναι προβλέψιμο, αν έχει ύφος, κρύβει ότι δεν έχει τίποτα να πει, αν είναι μεγάλο, τραβάει πολύ, αν έχει μέτρο, του λείπει η τρέλα κι αν είναι τρελό, τότε είναι ασυνάρτητο!»

Το σεναριακά επεξεργασμένο λογοτεχνικό στυλ του Μπαλζάκ αποτυπώνεται στην καταιγιστική εκτός κάδρου αφήγηση, που αποκαλύπτει λεπτομερειακά το αλισβερίσι της εξουσίας. Στα γενικά πλάνα, γεμάτα ασφυκτικά από ανθρώπους σε κίνηση, με αεικίνητη κάμερα που διασχίζει τα πλήθη, αποδίδεται η σύγχρονη αίσθηση της μητρόπολης, ενώ μέσα από επεξεργασμένο μοντάζ, τα πολλά κοντινά γρήγορης εναλλαγής, θυμίζουν το σκηνοθετικό στυλ του Σκορσέζε.

Όπως ο Πιέτρο Μαρτσέλο επιχείρησε να εκσυγχρονίσει το λόγο του Τζακ Λόντον στην κινηματογραφική μεταφορά του «Μάρτιν Ίντεν» (2019), έτσι και ο Τζιανολί αποτυπώνοντας τη σύγχρονη διάσταση του Μπαλζάκ, δίνει έμφαση στη χρηματιστηριακή διάσταση των σύγχρονων εννοιών χορηγού και μετόχου, προσεγγίζοντας μέσα από τη σημερινή εμπειρία την ήδη γνωστή από τότε, έννοια των ψευδών ειδήσεων. για να ανέβουν οι πωλήσεις των εφημερίδων, συμπαρασύροντας τον κόσμο του θεάτρου και την απαρχή της διαφημιστικής βιομηχανίας, με τις διαφημιστικές αγγελίες σε εφημερίδες, και τις κολλημένες στους τοίχους διαφημιστικές ρεκλάμες «που διαμόρφωναν μια νέα δημόσια γλώσσα».

Τα κοφτά κοντινά επιβεβαιώνουν οπτικά τα όσα ακούγονται προφορικά εκτός κάδρου. Περιγράφοντας ο Λυσιέν σε γράμμα στην αδερφή του την ακρίβεια του Παρισιού, τονίζει πως πληρώνεις ακόμα και για να περάσεις τα ρυάκια των δρόμων όταν βρέχει, ενώ σε εμβόλιμη εικόνα, πατούν σε σανίδα αποφεύγοντας τις λάσπες, με το κέρμα στο χέρι, θυμίζοντας τα διακριτικά λαδώματα στο «Καζίνο» (1995/Σκορσέζε). Αντίστοιχα, αποκαλύπτοντας εκτός κάδρου το αποσιωπημένο δίκτυο παράνομου χρηματισμού του Τύπου, σειρά σκηνών στα γραφεία των εφημερίδων απεικονίζουν επιχειρηματίες, ηθοποιούς και πολιτικούς που έσπευδαν να αγοράσουν ευνοϊκή γνώμη, με κοντινά που αποκαλύπτουν τις δωροδοκίες, καπέλα και σαμπάνιες πλάι σε γυμνές γυναίκες, σε μια προσαρμογή των ξέφρενων πάρτι στο «Λύκο της Γουόλ Στρητ» (2013/Σκορσέζε). Ο Λυσιέν στο χρίσμα του σε δημοσιογράφο «των κακών προθέσεων, της ψευδούς φήμης και των διαφημιστικών αγγελιών», απεικονίζεται φορώντας κορώνα, ενώ τριγύρω πέφτουν χρυσαφένια κονφετί, θυμίζοντας τον παραληρηματικό ήρωα του Σκορσέζε.

Ωστόσο, για να υπογραμμίσει την τελεσίδικη πτώση του ήρωά του, ο Τζιανολί προς το τέλος, πλησιάζει το συμβολισμό του Ραούλ Ρουίζ, με τον Λυσιέν σε πλάνο κάτοψης, να αιωρείται ανάσκελα, πάνω από πλουσιοπάροχα τραπέζια, ενώ από πάνω του, ανταλλάσσονται χαρτονομίσματα, ποτά και πίνακες.

Εκείνη την εποχή το θέατρο, «όπου οι χειρότεροι άνθρωποι είχαν την καλύτερη θέση», είχε γίνει η πιο δημοφιλής και επικερδής διασκέδαση, απελευθερώνοντας ανελέητες μεθόδους άγριου ανταγωνισμού, που φανερώνονται απολαυστικά σε μια ντελιριακή περιγραφή εκτός κάδρου. Αιθουσάρχες, ηθοποιοί και θεατρίνες αναγκάζονταν να εξαγοράσουν κριτικές και να πληρώσουν κλακαδόρους για χειροκροτήματα, σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται. Ένας ολόκληρος μικρόκοσμος βουτηγμένος στη λάσπη, περιγράφεται ανάγλυφα σε πυραμιδοειδή δομή όπου οι ανερχόμενοι ολιγάρχες στην κορυφή, κινούν τα νήματα από τα παρασκήνια, στην εποχή της «νέας αριστοκρατίας του χρήματος».

Ο Τζιανολί υποστηρίζει τον κυνισμό του περιγύρου, βασίζοντας δραστικά τη σκηνοθεσία του στην εμπνευσμένη χρήση της μουσικής, που πλημμυρίζει την ταινία, μέσα από μια επιλεγμένη συλλογή κονσέρτων για έγχορδα του 18ου αιώνα.

Αρκετά κονσέρτα του Βιβάλντι επανέρχονται αρκετές φορές στην ταινία, επενδύοντας με δραματικότητα τη ζωή στο Παρίσι, χαρίζοντας φρενήρη ρυθμό στα σημεία όπου αναπτύσσεται η εκτός κάδρου αφήγηση για το αλισβερίσι και τις ίντριγκες, σε μια προσπάθεια του Τζιανολί να αποδώσει οπτικοακουστικά το λογοτεχνικό στυλ του Μπαλζάκ. Αντίστοιχα με τον Βιβάλντι, σε παρόμοιες σκηνές, χρησιμοποιούνται μουσικές των Μπαχ και Πέρσελ. Τσιγγάνικα βιολιά ακούγονται στα λαϊκά καταγώγια όπου συχνάζουν δημοσιογράφοι, κουαρτέτα και κουιντέτα εγχόρδων σε ανάλαφρο στυλ των Μότσαρτ, Σούμπερτ, Χάιντν και Στράους επενδύουν τις σκηνές στα σαλόνια της αριστοκρατίας, ενώ πιανιστικές σονάτες του Σούμπερτ ακολουθούν σκηνές του εξαθλιωμένου πρωταγωνιστή. Η περίφημη μελαγχολική πιανιστική «Σερενάτα του Σούμπερτ» γίνεται το θέμα της Κοραλί ή του έρωτα, που την συνοδεύει ως το τραγικό τέλος, σαν πένθιμο μοτίβο, περικλείοντας και όλη τη ματαιότητα του ήρωα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!