Αρχική γνώμες Από τη «δημιουργική» στην… εικονική ασάφεια

Από τη «δημιουργική» στην… εικονική ασάφεια

Το κυβερνητικό δίλημμα και το λαϊκό θυμικό

Του Γιώργου Μερτίκα*

 

Η θλιβερή πρώτη διαπίστωση των ημερών πριν από το δημοψήφισμα, είναι ότι οι στρατηγικές ψευδαισθήσεις και οι εσφαλμένες τακτικές της κομματικής ολιγαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ έχουν οδηγήσει στη νεκρανάσταση του πολιτικού-οικονομικού κατεστημένου. Χρησιμοποιώ τον φθαρμένο όρο «κατεστημένο», όπως τον πρωτοσυνάντησα στον Μαρκούζε κι έχω υπ’ όψιν ότι με αυτήν ακριβώς την ομάδα είχε την αφέλεια η κομματική ηγεσία ότι θα μπορούσε να έρθει σε συνεννόηση και να τη τιθασεύσει ώστε να γίνει όργανο για την πραγμάτωση του προγράμματός της.

Αυτό ήταν αναπόφευκτο αφού, παρά τις ρητορικές παραινέσεις για λαϊκή συμμετοχή και κομματική ενεργοποίηση, ευθύς αμέσως μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε με βάση τη λογική της «κυβερνητικής ανάθεσης». Η αναδίπλωση αυτού του κατεστημένου και η τακτική συμπαράταξη με τον ΣΥΡΙΖΑ εκφράστηκε στους χαμηλούς τόνους των ιδιωτικών ΜΜΕ, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και των ποικίλων πολιτικών ελιγμών της κυβέρνησης. Συνάμα, οι μείζονες παρεμβάσεις, όπως η πρόσβαση στην Yγεία για τους ανασφάλιστους, υποβαθμίστηκαν και ο τόνος δόθηκε με την εικονική πραγματικότητα της επαναλειτουργίας της ΕΡΤ και του διορισμού των απολυμένων καθαριστριών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δώσει μια ελάχιστη τροφή στο στενό κομματικό ακροατήριο αλλά όχι και κοινωνική δυναμική.

Χωρίς να επεκταθώ, μπορώ συνοπτικά να ισχυριστώ ότι η εικονική πραγματικότητα με βάση την οποία η αριστερή κυβέρνηση πολιτεύτηκε ίσαμε σήμερα δεν ανταποκρινόταν στους συσχετισμούς ισχύος που απορρέουν από την κυρίαρχη εικονική οικονομία που ασπάζονται οι κυρίαρχες ελίτ της Ευρώπης και οι λαοί τους οποίους χειραγωγούν. Η αυταπάτη του πολυδιαφημισμένου ντόμινο των ευρωπαϊκών λαών με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άφησε να ακουστούν τα πραγματικά ερωτήματα και να διαμορφωθεί μια τακτική και στρατηγική με βάση τους υλικούς συσχετισμούς κι όχι την ιδεαλιστική-ανθρωπιστική αυταπάτη περί Ευρώπης των λαών. Το ριζικό πρόβλημα αυτού του τρόπου σκέψης πολλαπλασιάστηκε στη νιοστή όταν η ίδια ψευδαίσθηση για ντόμινο στις αγορές συνόδευσε την απόφαση για δημοψήφισμα. Το απλούστατο ερώτημα που ακόμα και σήμερα πλανάται είναι γιατί ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να χειραγωγήσει τον ελληνικό λαό μέσω της υψηλής πολιτικής συμμαχιών με το κατεστημένο δεν θα μπορέσουν να κάμουν το ίδιο οι ευρωπαϊκές ελίτ και δη οι κυρίαρχες γερμανικές; (Το ερώτημα κατά πόσον αυτό το ευρωπαϊκό-δυτικό οικοδόμημα μπορεί στρατηγικά να αντέξει είναι άλλη τάξεως και απαιτεί άλλη επεξεργασία, μακράν των ψευδο-μαρξιστικών «ταξικών» αναλύσεων).

Εν πάση περιπτώσει, και για να φτάσουμε στο σημερινό διακύβευμα του δημοψηφίσματος, η αιφνίδια στροφή προς τον λαό και το αμεσο-δημοκρατικό όπλο-εργαλείο του δημοψηφίσματος θέτει πάντοτε το εξής ζήτημα: όποιος έχει την ισχύ αποφασίζει και ποιο είναι το δίλημμα στο οποίο θα πρέπει να δοθεί απάντηση. Αυτός τουλάχιστον ο απαραβίαστος κανόνας έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν, ευθύς εξαρχής. Η συνεχής μετατόπιση του αρχικού ερωτήματος που έθεσε η κυβέρνηση μαρτυρά ότι κέντρα ισχύος υπάρχουν πολλά και η μάχη για το ποιος αποφασίζει κρίνεται μέχρι την τελευταία στιγμή. Το ευτύχημα είναι ότι δεν πρόκειται για μια τελική μάχη, αφού το συμβολικό -και όχι εικονικό- κεφάλαιο της Aριστεράς δεν εξαντλείται εδώ. Εξάλλου, το νεκροζώντανο κατεστημένο που συσπειρώθηκε γύρω από έναν «φιλοευρωπαϊσμό» είναι ανεπαρκές για τις ίδιες τις ευρωπαϊκές ελίτ και αυτό το κάνουν σαφές με κάθε ευκαιρία.

Από την άλλη πλευρά, η εικονική ασάφεια του κυβερνητικού διλήμματος που παίζει με το λαϊκό θυμικό λέγοντας όχι στη λιτότητα και ναι στην Ευρώπη δεν μπορεί να διατηρηθεί. Είναι έκφραση ενός αρνητικού λαϊκισμού που πολύ εύκολα πέφτει στην αντίπερα όχθη της ελιτίστικης περιφρόνησης του λαϊκού παράγοντα, όταν υπάρχει το ενδεχόμενο οι φοβικές-πραγματιστικές αντιδράσεις της μάζας να εκδηλωθούν εκλογικά. Ενόσω το δίλημμα παραμένει ρευστό, χρειάζεται να διευκρινιστεί η στρατηγική και η τακτική του όχι στην προοπτική της επόμενης μέρας.

Και με βάση αυτή την τελευταία επισήμανση δεν μπορεί κανείς παρά να εμμένει στο «όχι».

 

* Ο Γιώργος Μερτίκας είναι μεταφραστής – συγγραφέας

Σχόλια

Exit mobile version