Αρχική περίπτερο ιδεών Από τα τραγούδια στη σιωπή

Από τα τραγούδια στη σιωπή

Ο Δημήτρης Πουλικάκος και οι Magic de Spell, στο Κύτταρο (φωτό Στ. Ελλ.)

 

Από τα εφηβικά μου χρόνια, το τραγούδι με βοηθούσε να καταλάβω τον κόσμο και επιπλέον, από ένα σημείο και μετά, να διαισθάνομαι -σε κάποιο βαθμό- τα μελλούμενα. Κάθε τραγούδι που ξεχώριζε ήταν ένας οιωνός. Σαν το φτερούγισμα και τις κραυγές των πουλιών που ερμηνεύονταν από τους οιωνοσκόπους, οι ήχοι του τραγουδιού, το ύφος του, τα λόγια του, οι χώροι στους οποίους λειτουργούσε, τα μέσα με τα οποία μεταφερόταν, η διάρκεια ζωής του και οι αντιδράσεις που προκαλούσε, άλλο λιγότερο κι άλλο περισσότερο, φαίνονταν σαν μαντικά σημάδια, σήμαιναν κάτι παραπάνω από το αισθητό που άκουγε όλος ο κόσμος. Και σ’ αυτό συνέτειναν πολύ ένα σωρό άλλοι παράγοντες συγγενικοί ή εφαπτόμενοι με το τραγούδι, χορός, σινεμά, λογοτεχνία, θέατρο, ζωγραφική, μόδα κ.λπ., οι οποίοι συμπλήρωναν, επιβεβαίωναν ή ολοκλήρωναν αυτά τα σημάδια, καθώς και άνθρωποι σοφότεροι που ερμήνευαν ή παρείχαν τα εργαλεία για την ερμηνεία των σημαδιών. Έχοντας το προνόμιο να συνδεθώ με μερικούς σπουδαίους τραγουδοποιούς και οιωνοσκόπους, όπως ο Άκης Πάνου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος και ιδίως ο Τάσος Φαληρέας, αλλά και ο Δημήτρης Αρβανίτης, ο Γιώργος Κοντογιάννης, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Παναγιώτης Κουνάδης και άλλοι εκλεκτοί φίλοι, έμαθα να «διαβάζω» μερικά από τα σημάδια των τραγουδιών, γεγονός που με βοήθησε να βλέπω τον κόσμο από περισσότερες πλευρές και να κάνω ή να παίρνω την πρωτοβουλία για πράγματα ρηξικέλευθα, όπως ήταν η έκδοση της Μουσικής Γενιάς, της πρώτης ροκ εφημερίδας στην Ελλάδα, το 1972, και η έκδοση του περιοδικού Ντέφι, με άξονα το λαϊκό τραγούδι, δέκα χρόνια αργότερα.

Αυτές τις σκέψεις έκανα ξανά, αυτές τις μέρες που βρέθηκα με καμιά ντουζίνα σημαντικούς καλλιτέχνες και σχήματα, παλαιότερους και νεότερους, που εκπροσωπούν διαφορετικά είδη μουσικής και γεννήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις μιας διαδρομής μισού αιώνα. Ο Σαββόπουλος και ο Πουλικάκος, η Ελένη Βιτάλη, ο Στέλιος Φωτιάδης των «Νοστράδαμος» και η Γλυκερία, ο Νίκος Ζιώγαλας, οι Magic de Spell και ο Γιάννης Παλαμίδας, η Ναταλία –κόρη του Μανώλη- Ρασούλη, οι On The Road Παρασκευάς Θεοδωράκης και Δημήτρης Χατζηδημητρίου και Οι Φίλοι του Στέλιου που παίζουν ρεμπέτικα και λαϊκά, καλύπτουν πολλά από τα μουσικά είδη και ιδιώματα με τα οποία μεγαλώσαμε, αλλά όλες και όλοι, στις ζωντανές εμφανίσεις τους, παίζουν και τραγουδούν στην πλειονότητά τους τραγούδια περασμένων εποχών. Αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία τους, αλλά σίγουρα περιορίζει το ρόλο των νεότερων τραγουδιών που μερικοί εξακολουθούν να γράφουν και να ηχογραφούν. Κι αυτό δεν είναι καινούργιο ούτε αφορά μόνο τους καλλιτέχνες που είδα κι άκουσα τις τελευταίες μέρες. Ζούμε σε εποχή που το καινούργιο δεν βγαίνει εύκολα. Στις εξαιρέσεις, η θαυμάσια συλλογή των Magic «Πρόγονε πίθηκε, εσύ τι λες;».

 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Ελένη Βιτάλη, στο Κύτταρο (φωτό Στ. Ελλ.)
Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Ελένη Βιτάλη, στο Κύτταρο (φωτό Στ. Ελλ.)

 

Πέρα βρέχει

Από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, που κυριάρχησε σε πρώτο πλάνο, το τραγούδι των «ελληνάδικων», ο Καρβέλας, ο Φοίβος και ο Θεοφάνους, με τη Βίσση, τη Βανδή, τον Ρουβά, τον Ρέμο, τον Τερζή, τον Πλούταρχο, τον Καρρά και δεκάδες αντίγραφά τους, ό,τι είχε να πει, και δεν ήταν καθόλου αμελητέο, το είπε στην αρχή. Να περνάμε καλά και πέρα βρέχει. Πολύ γρήγορα αυτό το είδος τραγουδιού έγινε απελπιστικά ομοιόμορφο, κλισέ, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το ίδιο μήνυμα, ακόμα κι όταν πια δεν είχε αντίκρισμα. Αλλά το ίδιο έπαθε και το αντίπαλο τραγούδι, το πιο ψαγμένο, το πιο έντεχνο, ακόμα και το πιο θυμωμένο κάποιων πιτσιρικάδων που φωνάζουν με ηλεκτρικές κιθάρες και τύμπανα. Κόλλησαν στη ρουτίνα τους. Και το σημαντικότερο μήνυμά τους δεν ήταν ούτε τα λόγια των τραγουδιών, ούτε η αντιπαράθεση της ποιότητας στο αγοραίο. Το σημαντικότερο μήνυμα που δεν ελήφθη, πριν από την παγίδα και την αιμορραγία της κρίσης, ήταν ακριβώς αυτό το κόλλημα, που εκφράστηκε με δυστοκία, δυσπραγία, εσωστρέφεια και ουδετερότητα, που προειδοποιούσε για τα επερχόμενα. H ευμάρεια, ο καταναλωτισμός και ο εφησυχασμός, είχαν εξουδετερώσει τις αντιδράσεις. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κανένας δεν ήταν σε εγρήγορση. Τα τραγούδια ούτε φτερούγιζαν ούτε κραύγαζαν. Κι όταν ήρθε το ξήλωμα, η προμελετημένη επιστροφή στη φτώχεια και την υποτέλεια, πιάστηκαν όλοι εξαπίνης. Και οι οιωνοσκόποι δυσκολεύονταν να διαβάσουν τα θολά και άχρωμα σημάδια. Και η φαντασία τους δεν έφτασε στο σημείο να ερμηνεύσει αυτή την άπνοια σαν προμήνυμα της υποβόσκουσας μεγάλης καταστροφής.

 

Οι On The Road Παρασκευάς Θεοδωράκης και Δημήτρης Χατζηδημητρίου, στη Βαβέλ (φωτό Στ. Ελλ.)

 

Η κουλτούρα της γραφειοκρατίας

Στην Αριστερά, η συνθηκολόγηση είχε συντελεσθεί σταδιακά. Ουσιαστικά από τότε που έπαψε να είναι επαναστατική και βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στο σύστημα. Το τμήμα πολιτισμού του Συνασπισμού που μετονομάστηκε σε τμήμα πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείτο από μια αξιόλογη ομάδα ανθρώπων που έχαναν κάθε δημιουργικότητα στις συνεδριάσεις του. Μια ρουτίνα που βόλευε τη γραφειοκρατία που διαμορφωνόταν σε συνθήκες ευμάρειας και απάθειας. Εξάλλου, ένας μεγάλο μέρος των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών είχαν μια χαρά βολευτεί μέσα στο σύστημα. Άλλοι μισθοδοτούνταν από τους μεγαλοεργολάβους των ΜΜΕ, άλλοι εξαρτήθηκαν από τις κρατικές και ιδιωτικές χορηγίες και τις δημόσιες σχέσεις, μερικοί πήραν πόστα στο δημόσιο και πολλοί έγιναν πανεπιστημιακοί με πύλες εισόδου τις σχολές που διαμοιράστηκαν σε όλη την επικράτεια για να ανθεί το ντόπιο real estate και να λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο οι καφετέριες. Εάν όλοι αυτοί οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί καλλιτέχνες και διανοούμενοι ήταν αριστεροί, θα είχε γίνει επανάσταση στην Ελλάδα. Η κρίση που έφερε τα πάνω κάτω και ανέδειξε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ δεν επέτρεψε να φανεί η ισχύς της γραφειοκρατίας εντός του. Η πολιτισμική άπνοια που συγκαλυπτόταν από τις εισαγωγές καλλιτεχνικών προϊόντων και από τους προβαλλόμενους από το σύστημα λογοτέχνες, συνθέτες, εικαστικούς, πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, δεν ανησύχησε την Αριστερά που επιβίωνε με την κρατική επιχορήγηση και με τη δωρεάν δημοσιότητα που διασφάλιζε τη μακροζωία των στελεχών της.

Ποια άλλη ερμηνεία να δώσει κανείς στην επί δεκαετίες αδράνεια των αριστερών πανεπιστημιακών και φοιτητών να αλλάξουν ή έστω να αποπειραθούν να αλλάξουν το πανεπιστήμιο εκ των έσω, να συγκρουστούν, με εναλλακτικά προγράμματα και δράσεις; Ή των συγγραφέων που έκαναν καριέρες υπό την προστασία των ΜΜΕ και με ανούσιες θεματολογίες; Παραγκωνίστηκαν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες που δεν ενσωματώθηκαν, που δεν εφησύχασαν και πρόταξαν μια οποιαδήποτε αντίσταση στο σύστημα που σάπιζε εκ θεμελίων. Ευτυχώς, κάποιοι εκδότες επέμειναν να εκδίδουν σημαντικά βιβλία παρ’ όλη την κακή κατάσταση της αγοράς και ορισμένοι γελοιογράφοι, σαν τον Πέτρο Ζερβό, να σχολιάζουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα με πολύ αιχμηρές πένες.

Όταν η κρίση στέριωσε για τα καλά, οι συντάξεις που κόβονταν, η ανεργία που μεγάλωνε και τα εκλογικά ποσοστά που ανέβαιναν, δεν άφηναν να φανεί η πολιτισμική γύμνια της Αριστεράς που έβγαινε στο προσκήνιο. Κανένας δεν αντιδρούσε στον ξύλινο λόγο των αριστερών βουλευτών, στην κακομοιριά των πανό στις διαδηλώσεις, στην κακογουστιά των αφισών, στην ανεπάρκεια των αριστερών εφημερίδων ή στην παντελή έλλειψη δημοκρατίας στα αριστερά κόμματα και τις οργανώσεις. Η στασιμότητα και η τυποποίηση διαιωνίζονταν ευνοώντας μόνο τη γραφειοκρατία που ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία χωρίς να επιτρέψει οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή που θα έθετε σε κίνδυνο ή σε αμφισβήτηση την κυριαρχία της. Και όσοι βιάζονταν να αποτρέψουν μια κλίση προς τα αριστερά, για να μην κλονιστεί το κατεστημένο και να μην χάσουν την προνομιακή τους σχέση με το καθεστώς, μεταπήδησαν χωρίς δισταγμούς στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως παλιότερα είχαν κάνει οι Ανδρουλάκηδες και οι Δαμανάκισσες.

Στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις, κυριαρχούσαν πάντα, από τη χούντα μέχρι σήμερα, τα ίδια τραγούδια, που είχαν αντιγραφεί από τις κασέτες σε CD, «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», Another brick in the wall, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και τούμπαλιν. Χωρίς περιεχόμενο και χωρίς προτάσεις, το εναλλακτικό στο φεστιβάλ νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, ήταν οι βετεράνοι του λαϊκού τραγουδιού Πίτσα Παπαδοπούλου και Γιώργος Μαργαρίτης. Ούτε ένα έργο ζωγραφικής, ούτε ένα σύγχρονο ποίημα με κοινωνικό περιεχόμενο δεν προβλήθηκε όλο αυτό το διάστημα. Κανένας νέος κόσμος, τίποτα επαναστατικό δεν ανάβλυζε από την παρουσία της Αριστεράς. Και κανένα τραγούδι αμφισβήτησης δεν έβγαινε από τα σπλάχνα της. Οι οιωνοσκόποι δεν είχαν πια μαντικά σημάδια ή δεν μπορούσαν να τα δουν μέσα στη γενικευμένη θολούρα. Ούτε, βέβαια, μπόρεσαν να αντιληφθούν τον γκρεμό που μας περίμενε πίσω από το δημοψήφισμα. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, τα σημερινά τραγούδια δεν παίρνουν θέση ούτε προαναγγέλλουν τίποτα καλύτερο ή μαχητικότερο για το άμεσο μέλλον. Σε πλήρη αναντιστοιχία με την ανάγκη εκατομμυρίων πολιτών να εκφράσουν την αγωνία τους, τη συντριβή και την οργή τους, όπως φάνηκε κι από την απήχηση που έχει το τραγούδι-ταινία «Να σταθώ στα πόδια μου» του Λεωνίδα Μπαλάφα, του Γιώργου Νικηφόρου Ζερβάκη και του Θοδωρή Παπαδουλάκη, με σχεδόν τρία εκατομμύρια θεάσεις-ακροάσεις! Ας ελπίσουμε, όμως, ότι αυτή η σιγή μπορεί και να κρύβει εκπλήξεις.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Exit mobile version