Αρχική πολιτική Ανοιχτά ζητήματα για το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

Ανοιχτά ζητήματα για το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

 Ερωτήματα και προσεγγίσεις για τη δικτατορία και την πορεία προς αυτήν

 του Κωνσταντίνου Λαμπράκη*

 

Πενήντα χρόνια από το Πραξικόπημα της 21ης Απρίλιου του 1967 και οι ερμηνείες που επιχειρούνται, απασχολούν έντονα: Πως κατόρθωσε μια – μικρή στο πυρήνα της – ομάδα αξιωματικών του Στρατού, μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς να αντιμετωπίσει ιδιαίτερη αντίσταση, να αποσπάσει την εξουσία και να την διατηρήσει για 7 περίπου χρόνια; Λαμβάνοντας υπόψη πως ο σχεδιασμός και η εκτέλεση αυτού καθεαυτού του πραξικοπήματος της 21ης Απρίλιου αιφνιδίασε τους δυο από τους τρεις πυλώνες εξουσίας του ελληνικού μετεμφυλιακού καθεστώτος, την Μοναρχία και την παράταξη της Δεξιάς, και παρέκαμψε την «νόμιμη» ιεραρχία στο εσωτερικό του τρίτου πυλώνα, του Στρατού, το ερώτημα φαντάζει ακόμα πιο δύσκολο να απαντηθεί. Και η δυσκολία μεγαλώνει από την στιγμή που οι επιχειρούμενες ερμηνείες αποσπούνται από το σύνολο των διαδικασιών αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο από το όποιο προκύπτει το Απριλιανό πραξικόπημα και επιχειρούν να το εξηγήσουν ως προϊόν, και μόνο, μιας κάποια συνωμοσίας ή «εκτέλεσης εντολών».

 

Μετεμφυλιακό καθεστώς και 21η Απρίλιου: Σχέσεις ασυνέχειας ή συνέχειας;

Ωστόσο το ζήτημα φωτίζεται, εφόσον επιχειρήσουμε να σκεφτούμε την 21η Απριλίου σε συνάρτηση με το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που προηγήθηκε, έτσι όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε μετά το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Το ελληνικό μετεμφυλιακό καθεστώς ήταν τύποις Δημοκρατία: Το «παρασύνταγμα» με τις νομοθετημένες διακρίσεις και πολιτικές διώξεις σε βάρος πολιτών, ο ενσωματωμένος στην θεσμική λειτουργία Αντικομμουνισμός και το εκτός νόμου ΚΚΕ, οι πολιτικές παρεμβάσεις του Παλατιού και άλλων «εξωπολιτικών» παραγόντων, ο κομβικός ρόλος των Αμερικάνων, η ενεργητική δραστηριοποίηση των σωμάτων ασφαλείας υπέρ της παράταξης της Δεξιάς, το «παρακράτος» αποτελούσαν άξονες της κανονικότητας του. Ακυρωνόταν στην πράξη η ίδια η ουσία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, πόσο μάλλον που η βία, η τρομοκρατία, η χειραγώγηση και οι κάθε είδους παρεμβάσεις αποτελούσαν βασικά στοιχεία διαμέσου των οποίων διαφυλασσόταν ενεργητικά το πλαίσιο και οι όροι κυριαρχίας του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, όπως αυτοί είχαν παγιωθεί μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, ανεξάρτητα από την όποια εκλογή των πολιτών. Εξάλλου, ακόμα και τα ονόματα των πραξικοπηματιών αξιωματικών της 21ης Απρίλιου δεν ήταν άγνωστα. Ήταν ήδη γνωστά ως άνθρωποι του (βαθέως) μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας, επιτελικοί παράγοντες των σχεδίων που οδήγησαν στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 αλλά και ως οργανωτές πολιτικών σκευωριών.

Συνεπώς, χρειάζεται να ξαναεξετάσουμε την 21η Απριλίου υπό την έννοια της συνέχειας. Αφενός ως συνέχεια και νέα καθεστωτική φάση (εντονότερης πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης) ενός πλαισίου που ήδη υπήρχε. Αφετέρου ως το πραξικόπημα/συνέχεια του βασιλικού πραξικοπήματος του καλοκαιριού του 1965. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις η πολιτική στόχευση ήταν κοινή: Το τσάκισμα του κύκλου αγώνων (και των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τους υποστήριζαν) που είχαν κλιμακωθεί ραγδαία από το ’61 και ύστερα, με σημείο συνάθροισης, πέρα από τα επιμέρους αιτήματα, την απαίτηση για εκδημοκρατισμό.

Αν, λοιπόν, ο πρώτος χρόνος αυτού του πραξικοπήματος εντοπίζεται στο καλοκαίρι του 1965 με την αποπομπή της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης από το Βασιλιά, την άρνηση προκήρυξης εκλογών και την δημιουργία των κυβερνήσεων των «αποστατών» (ακόμα και με την εξαγορά βουλευτικών ψήφων για την εξασφάλιση της οριακής κυβερνητικής πλειοψηφίας), ο δεύτερος χρόνος είναι η 21η Απρίλιου του 1967. Όπου αυτονομημένες, πλέον, δυνάμεις του πλέγματος εξουσίας, προχώρησαν αποφασιστικά στην βίαιη κατάληψη της εξουσίας και την αναστολή άρθρων του Συντάγματος. Και όσο σαφές και αν είναι πως υπήρχαν σημαντικές διαφορές στους σχεδιασμούς του καλοκαιριού του 1965 και της 21η Απρίλιου, άλλο τόσο σαφές είναι πως οι ενέργειες και στις δυο περιπτώσεις αιτιολογήθηκαν με παρεμφερή επιχειρηματολογία.

 

Ο αμερικάνικος παράγων

Σε ιστορικές εργασίες που ερευνούν την περίοδο, έχει επιχειρηθεί να φωτιστεί ο ρόλος των ΗΠΑ και η σχέση τους με την 21η Απρίλιου. Αν και πολλά στοιχεία ακόμα δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, ο γενικός τόνος τείνει προς την αποστασιοποίηση από προσεγγίσεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την ομάδα των πραξικοπηματιών αξιωματικών ως απλά ενεργούμενα των ΗΠΑ και το Απριλιανό πραξικόπημα ως μια αμερικάνικη συνωμοσία. Και αυτό είναι θετικό, από την στιγμή που η κατανόηση του «τι και γιατί συνέβη ό,τι συνέβη» είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει την άρνηση των μονοδιάστατων ερμηνειών και την έμφαση στην περιγραφή των πολλαπλών επιπέδων της ιστορικής αλληλουχίας. Αυτή η αναγκαία προϋπόθεση, όμως, δεν μπορεί να οδηγεί στην ακύρωση των ίδιων των πραγματολογικών δεδομένων.

Ακριβέστερα, εφόσον αποτελεί κοινός τόπος η διαπίστωση για τον καθοριστικότατο ρόλο των ΗΠΑ στην ύπαρξη του μετεμφυλιακού καθεστώτος, την δυναμική των παρεμβάσεων τους στο πολιτικό σύστημα της περιόδου, την επιρροή τους στα κέντρα εξουσίας και στις ένοπλες δυνάμεις, δεν μπορεί η προσπάθεια ερμηνείας της 21ης Απριλίου να αντιμετωπίζει τον αμερικάνικο παράγοντα ως αμέτοχο παρατηρητή των τότε εξελίξεων. Και στοιχεία όπως το γεγονός πως πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου προέρχονταν από τα σπλάχνα των μετεμφυλιακών κέντρων εξουσίας (όπου οι σχέσεις εξάρτησης από τις ΗΠΑ ήταν δεδομένες), ο επιμελέστατος φιλοατλαντισμός τους αλλά και το αφήγημα της Ελλάδας ως προμαχώνα του «δυτικού ελεύθερου κόσμου» που αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, δεν μπορούν να παραγνωρίζονται.

 

Η στάση της ελληνικής Αριστεράς

Ένα ακόμα ζήτημα που τίθεται συχνά για το απριλιανό πραξικόπημα, είναι το γεγονός πως η ελληνική Αριστερά, ένας από τους κύριους στόχους των πραξικοπηματιών, πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστη για αυτήν την εκδοχή. Ωστόσο, παρά το ό,τι συχνά πιστεύεται, ο κίνδυνος της δικτατορίας απασχολούσε το χώρο της ελληνικής Αριστεράς της περιόδου. Αυτό το παράδοξο, η έλλειψη γενικής προετοιμασίας για ένα κίνδυνο που είχε εντοπιστεί, μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από την ανάγνωση των στρατηγικών επιλογών του μείζονος φορέα της ελληνικής Αριστεράς, της ΕΔΑ.

Η ίδρυση και οι στοχεύσεις της ΕΔΑ (μια συμμαχία «τύπου ΕΑΜ»[1]) σχετίζονταν με την επιλογή το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα να κινηθεί στο μετεμφυλιακό περιβάλλον με στόχο την συγκρότηση ενός μετώπου με πανεθνικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την ειρήνευση και τον δημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας βάσει ομαλών, θεσμικών μεταβολών, δραστηριοποιούμενο ρητώς εντός των συνταγματικών πλαισίων. Αυτή η γενική γραμμή, μέχρι το 1958 συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχημένη ανασυγκρότηση του αριστερού κινήματος μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 εισήγαγε το μετεμφυλιακό καθεστώς σε νέα φάση με την ραγδαία κλιμάκωση των πιέσεων προς αυτήν και τους υποστηρικτές της. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΔΑ βρέθηκε σε στρατηγική αμηχανία που έθεταν, εκ των πραγμάτων, εκ νέου ερωτήματα στην ελληνική Αριστερά σε σχέση με την πολιτική στρατηγική απέναντι στο μετεμφυλιακό καθεστώς. Η ΕΔΑ επέλεξε, καταρχήν, την μη απευθείας ρήξη και η Ε.Κ. που εμφανίστηκε το Φθινόπωρο του ’61 αποτέλεσε, μια χρηστική λύση. Ενδεικτικό το γεγονός πως η ΕΔΑ στις αναλύσεις της, την ίδια περίοδο, εισάγει την «δημοκρατική στροφή» και μετέπειτα τον «ουσιαστικό εκδημοκρατισμό» ως στάδια της πορείας προς την πραγμάτωση της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής».

Ακόμα και η κρίση των «Ιουλιανών» (και αυτά που αποκάλυψε) δεν οδήγησαν την ΕΔΑ στην αναθεώρηση των επιλογών που είχε κάνει μέχρι εκείνο το σημείο. Τουναντίον, η ΕΔΑ επέμεινε, με μεγαλύτερη ένταση, στην «θεσμική διέξοδο» από την κρίση, στην μη υπέρβαση των ορίων του μετεμφυλιακού καθεστώτος και στο πνεύμα λεγκαλισμού που την χαρακτήριζε, αναζητώντας μια -μάλλον εκ των πραγμάτων αδύνατη- συμβιβαστική λύση με τα κέντρα της μετεμφυλιακής εξουσίας, σε καταστάσεις μάλιστα όξυνσης της κοινωνικής και πολιτικής πάλης. Ενώ και οι δυνάμεις που προσπάθησαν να εκφράσουν μια μαχητικότερη από την ΕΔΑ πολιτική προσέγγιση, δεν κατόρθωσαν να την στοιχειοθετήσουν στην πράξη.

 

Εκδημοκρατισμός, κοινωνικά κινήματα και λαϊκός ριζοσπαστισμός στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60

Παρ’ όλα αυτά, η δεκαετία του ’60 αποτέλεσε την «άνοιξη» των αγώνων για τον εκδημοκρατισμό. Τον τόνο έδινε η νέα γένια, που εισέβαλλε ορμητικά στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι δίχως το βάρος και τους περιορισμούς της ήττας του παρελθόντος. Η άνοδος των κοινωνικών αγώνων από το ’61 σε συνδυασμό με την δυναμική του «ανένδοτου» έθεσαν στην ημερήσια διάταξη την προοπτική του εκδημοκρατισμού και μιας άμεσης πολιτικής αλλαγής, πυροδοτώντας τις προσδοκίες.

Η μαζικότητα, η πανελλαδική εμβέλεια και η μαχητικότητα των απεργιών και διαδηλώσεων του καλοκαιριού του 1965, αποτέλεσαν σπουδαιότερη στιγμή της μαζικής πάλης κατά την μετεμφυλιακή περίοδο. Η ίδια η φύση και κομβικοί πυλώνες του μετεμφυλιακού καθεστώτος βρέθηκαν στο στόχαστρο, παρά το γεγονός ούτε η Ε.Κ., ούτε η ΕΔΑ επιθυμούσαν να θέσουν πολιτειακής φύσεως ζητήματα. Η τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα για μια μεγάλη πολιτική και πολιτειακή αλλαγή, που είχε λάβει πανεθνικά χαρακτηριστικά, δεν βρήκε διέξοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Από τα δυο κόμματα του «μετώπου της δημοκρατίας» (την ΕΔΑ και την Ε.Κ.) όλα επενδύθηκαν στην διεξαγωγή των εκλογών και στις συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις, προτάσεις των αρχηγών και των επιτελείων, ούτως ώστε να αποσπαστεί η (όποια) συγκατάθεση από τις καθεστωτικές δυνάμεις για την προκήρυξη τους.

Όταν αυτές, μετά από πολλές παλινωδίες, προκηρύχτηκαν για το Μάιο του 1967, εντάθηκαν οι ζυμώσεις στο καθεστώς για την ανοιχτή κατάλυση του κοινοβουλευτισμού. Η εκδήλωση ενός στρατιωτικού κινήματος υπό το Βασιλιά ήταν ένα από τα βασικά σενάρια διαχείρισης της κρίσης, αλλά δεν αποτολμιόταν. Οι όποιοι ενδοιασμοί εν τέλει ξεπεράστηκαν και το στρατιωτικό πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 21 Απρίλη του 1967, όχι από ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο Παλάτι, αλλά από ένα κύκλο μεσαίων αξιωματικών, που κατείχαν θέσεις κλειδιά στις ένοπλες δυνάμεις και πρόλαβαν τις σχετικές πρωτοβουλίες του Βασιλιά.

 

[1] Χαρακτηρισμός του καθηγητή Μιχάλη Λυμπεράτου

* Ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης είναι υπ. Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Στη φωτογραφία, διαδήλωση στις 22 Ιουλίου 1965. Η τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα για μια μεγάλη πολιτική και πολιτειακή αλλαγή δεν βρήκε διέξοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Από την ΕΔΑ και την Ε.Κ. όλα επενδύθηκαν στην διεξαγωγή των εκλογών που τελικά δεν έγιναν ποτέ… 

Σχόλια

Exit mobile version