Αρχική πολιτισμός Ανασύροντας την κινηματογραφική υποκουλτούρα στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας

Ανασύροντας την κινηματογραφική υποκουλτούρα στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας

 

Ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Το αθηναϊκό φθινοπωρινό ραντεβού Νύχτες Πρεμιέρας, με έμφαση στο νεανικό χαρακτήρα που έχει καθιερώσει, κλείνει 22 χρόνια, με νέο διευθυντή τον Λουκά Κατσίκα. Σημαντικές πρεμιέρες της νέας σεζόν καλύπτουν ένα χαμηλόφωνο διαγωνιστικό, μαζί με εξαιρετικά μουσικά ντοκιμαντέρ και χορταστικά αφιερώματα στον λησμονημένο Λουί Μαλ και στον πρόσφατα χαμένο Νίκο Τριανταφυλλίδη, επαναφέροντας στο προσκήνιο αυθεντικές μορφές της υποκουλτούρας και θαμμένα διαμάντια του σινεμά, σε προβολές συχνά με ελεύθερη είσοδο.

Στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ Βγάλε τον σκασμό: Ο Φρανκ Ζάπα με δικά του λόγια (Τόρστεν Σέτε), ξαναζωντανεύει η σαγηνευτική προσωπικότητά του αιρετικού μουσικοσυνθέτη, 23 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του, μέσα από αρχειακό υλικό τηλεοπτικών εμφανίσεων. Μακριά από μια τετριμμένη βιογραφία, το ντοκιμαντέρ εστιάζει στο γνήσιο αντικομφορμιστικό δημόσιο λόγο του μουσικού με την αναγνωρίσιμη ψιλόλιγνη φιγούρα και το χαρακτηριστικό μουστάκι. Βαθιά ανατρεπτικός, ο Ζάπα πάντρεψε τις δομές της σύγχρονης μουσικής των Βαρέζ και Βέμπερ με τους ροκ ρυθμούς, σε τολμηρές ενορχηστρώσεις, με έξυπνους σατιρικούς στίχους που διακωμωδούν την αποβλάκωση μιας τηλεορασόπληκτης Αμερικής, σε εμπνευσμένα χορωδιακά ροκ όπερας, συνδυασμένα με ηχητικά κολάζ, ρυθμικές εναλλαγές και ασυνήθιστους συγχρονισμούς που ονόμαζε «ξενοχρονίες». Ο Ζάπα πάλεψε να μείνει ανεξάρτητος, μακριά από τη λογοκρισία των δισκογραφικών εταιριών, που συχνά ακύρωναν τις συναυλίες του. Με εντυπωσιακή ικανότητα τεκμηρίωσης καταγγέλλει δημόσια ως φασιστική την τοποθέτηση αυτοκόλλητου ακαταλληλότητας στους λογοκριμένους δίσκους, ενώ επισημαίνει τις προοπτικές της εφαρμοσμένης τεχνολογίας, στη μουσική σύνθεση.

Το ντοκιμαντέρ David Lynch: The art Life (Τζον Νγκουέν, Ολίβια Νεέργκαρτ-Χολμ, Ρικ Μπάρνς) αναδεικνύει την άγνωστη εικαστική πλευρά του 70άρη Ντέιβιντ Λιντς, σκηνοθέτη που ανέπτυξε την ψυχαναλυτική διάσταση στα νέο-νουάρ υπερρεαλιστικά θρίλερ του, όπου το ασυνείδητο βρίσκει απόλυτη σκηνοθετική στιλιστική αποτύπωση. Σε σκοτεινούς, δίχως χρώματα πίνακες, δημιουργεί εφιαλτικές θεματικές με σκυλιά στη νύχτα ή ένα Μίκυ Μάους, στα όρια μιας νοσηρής παιδικότητας, σε μια ποπ αρτ, νταρκ διάσταση κόμικς, προσδίδοντας στους χειρόγραφους τίτλους ακατέργαστη αυθεντικότητα μιας ατελούς παιδικής βιασύνης. Αναδεικνύοντας την κατασκευαστική υφή της τεχνικής του, εμφανίζεται να σχηματοποιεί ένα κομμάτι σύρμα ή να παλεύει με ένα εύπλαστο υλικό, δημιουργώντας ανάγλυφο αποτέλεσμα στην επιφάνεια του πίνακα. Με βίαιη χειρονομία γρήγορου πασαλείμματος καταγράφεται η καλλιτεχνική δημιουργία εν τη γενέσει της, σε μια διαδικασία ψυχαναλυτικής αυτογνωσίας, ενώ ο Λιντς αφηγείται εκτός κάδρου ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και στιγμιότυπα από τα πρώτα του βήματα, ως ζωγράφου. Με σκιασμένο ή κρυμμένο πίσω από ένα μικρόφωνο πρόσωπο, η ιδιαίτερη προσωπικότητά του αποκαλύπτεται μέσα από τις εκφράσεις, την εκφορά λόγου και τη χροιά της φωνής. Η ψυχαναλυτική σημασία στους εφιάλτες ενυπάρχει και στις αφηγήσεις της παιδικής του ηλικίας, καθιστώντας κατανοητές τις μετέπειτα κινηματογραφικές του εμμονές.

Στο συγκινητικό αφιέρωμα στον Νίκο Τριανταφυλλίδη, τα δυο μουσικά ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν μαρτυρούν την έγνοια του για την αντικουλτούρα, κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα.

Στο Tuxedomoon: No Tears (1998), με αφορμή την επανένωση του συγκροτήματος στη συναυλία τους στο θέατρο Λυκαβηττού το 1997, ο Τριανταφυλλίδης ανιχνεύει την ουσία της πρωτοποριακής μουσικής τους, όπως διαμορφώθηκε από την ποστ-πανκ σκηνή του Σαν Φρανσίσκο, με την πειραματική διάσταση της αναδυόμενης ηλεκτρονικής μουσικής προς ένα αβανγκάρντ μουσικό υβρίδιο. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε με ελεύθερη είσοδο στο Γκαγκάριν, παρουσία του ιδρυτικού μέλους και βιολιστή Μπλέιν Ρέινινγκερ, ενώ ακολούθησε πάρτι.

Το 1999, ο Τριανταφυλλίδης έφερε στην Αθήνα, για μια συναυλία στο Ρόδον, τον καλτ μπλουζίστα Σκρίμιν Τζέι Χόκινς, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, καταγράφοντας τα πάντα στο ντοκιμαντέρ Screamin Jay Hawkins: I put a spell on me (2001). Για χρόνια στο περιθώριο, ο λαϊκός πιανίστας της ριθμ εν μπλουζ με το σαρδόνιο αλά Μπέλα Λουγκόζι γέλιο και τα τρανταχτά ουρλιαχτά, ξεκίναγε τις συναυλίες του βγαίνοντας από ένα φέρετρο, φορώντας κόκαλα, νεκροκεφαλές και κανιβαλιστικά βουντού στοιχεία, σε ένα αυθεντικό καλτ θέαμα. Το αρχειακό υλικό με αφηγήσεις του ίδιου εμπλουτίζεται με συνεντεύξεις διάσημων καλλιτεχνών. Ο μπλουζ κιθαρίστας Μπο Ντίτλεϊ αναφέρεται στις επιρροές του, ο Ρούντι Προτρούντι (Fuzztones) στέκεται στο ρατσισμό που τον περιθωριοποίησε, ο Έρικ Μπάρτον υπενθυμίζει πως βασανίστηκε στον Β’ Π.Π., ως αιχμάλωτος των Ιαπώνων, ενώ η Ντιαμάντα Γκαλάς επισημαίνει τη στεντόρεια φωνή βαρύτονου που διέθετε. Ο Τζιμ Τζάρμους αναφέρθηκε στις δισκογραφικές, που καρπώνονταν τα δικαιώματά του, δίχως να δίνουν δεκάρα.

Στο φουαγιέ του Ινστιτούτου Γκαίτε, αναρτήθηκε υλικό από την πολυετή καριέρα του Νίκου Περάκη, με αφίσες, φωτογραφίες και άγνωστα στο ευρύ κοινό εντυπωσιακά σκίτσα του ίδιου από τα στόρι-μπόαρντ ταινιών, καθώς λίγοι γνωρίζουν την ιδιότητά του ως σκηνογράφου, σπουδαγμένου στην Καλών Τεχνών του Μονάχου. Μετά την ξενάγηση από τον ίδιο τον Περάκη, ακολούθησε προβολή με ελεύθερη είσοδο της άγνωστης στην Ελλάδα γερμανόφωνης κωμωδίας του Bomber & Paganini /1976, με δύο περιθωριακούς απατεωνίσκους, έναν τυφλό και έναν ανάπηρο, που καταλήγουν σε χιουμοριστικά ευτράπελα, ανάμεσα σε πληθωρικές γυναίκες φελινικής έμπνευσης και αγριωπές φυσιογνωμίες που παραπέμπουν σε ιταλικές κωμωδίες, με τραγούδια του γερμανικού καμπαρέ και πρωτότυπες συνθέσεις του Νίκου Μαμαγκάκη.

 

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Exit mobile version