Αρχική πολιτική Ανασχηματισμός και αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος

Ανασχηματισμός και αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος

Οι πιέσεις για άμεσες εθνικές παραχωρήσεις και οι πολλαπλοί ανταγωνισμοί για τη μοιρασιά του ελέγχου της χώρας κινούν ζυμώσεις και κυοφορούν ανακατατάξεις

Τις τελευταίες μέρες στη δημόσια συζήτηση γίνεται πολύς λόγος για τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης και τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί. Κυριαρχεί η εκτίμηση ότι ο Μητσοτάκης προετοιμάζεται για πρόωρες εκλογές, και ότι έφτιαξε με τέτοιους όρους ένα κυβερνητικό σχήμα. Παρ’ όλο που τέτοιες εκτιμήσεις δεν φαίνονται αδικαιολόγητες, η έμφαση που τους δίνεται και ο προσανατολισμός στη μονομέρεια των θεμάτων της πανδημίας, κρύβουν τις ευρύτερες ζυμώσεις μέσα στο πολιτικό σύστημα και τις προτεραιότητες που τις τροφοδοτούν. Είναι αναγκαία μια σοβαρή εκτίμηση του τι παίζεται και επηρεάζει τη φορά των πραγμάτων, τι θα καθορίσει εν τέλει τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.

Ο ξένος παράγοντας απαιτεί

Εδώ και αρκετούς μήνες έχει γίνει σαφές ότι η γερμανική πλευρά προωθεί συστηματικά μια αναβαθμισμένη «εταιρική σχέση» με την Τουρκία. Αυτό που προωθείται, όπως προκύπτει άλλωστε από τις επίσημες ανακοινώσεις, είναι μια «αρχιτεκτονική» που αναβαθμίζει την Τουρκία, σε βραχίονα στήριξης των γερμανικών γεωπολιτικών επιδιώξεων στον χώρο των Βαλκανίων-Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής. Την επιβάλλει σαν στρατηγικό εταίρο (μεγάλες άλλωστε και οι γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία, μεγάλη η αγορά της, και εξίσου πολύ βαρύνει το προσφυγικό) και πιέζει ασφυκτικά την Ελλάδα να δορυφοροποιηθεί μέσα σε αυτό το σχήμα παραδίδοντας κυριαρχία.

Είναι το πλαίσιο «νέας ρεαλιστικής αρχιτεκτονικής» που προβάλλει στο πολιτικό της σκεπτικό η Ντ. Μπακογιάννη από τις αρχές του 2020. Είναι τα ίδια που συζητιούνται ευρέως μέσα στο πολιτικό σύστημα και που ανέλαβε να τα πει φωναχτά ο Ν. Μαραντζίδης στο άρθρο του στην Καθημερινή παινεύοντας την προοπτική «φινλανδοποίησης» της χώρας.

Ενόσω η συζήτηση επικεντρωνόταν σε μια παρελκυστική φιλολογία περί κυρώσεων (από το τέλος του καλοκαιριού μέχρι τον Δεκέμβριο) –λέμε φιλολογία γιατί οι κυρώσεις είχαν αποκλειστεί ευθύς εξ αρχής– δύο ήταν οι εξελίξεις που βοηθούν να προσανατολιστούμε ως προς το τι συμβαίνει. Κατά πρώτον, και στις δύο συνόδους κορυφής συμφωνήθηκε ομόφωνα (!) η άμεση προώθηση της «εταιρικής σχέσης» με την Τουρκία. Και έχει σημασία αυτή η ομοφωνία όχι μόνο για το ότι συμφώνησε και η Ελλάδα και η Κύπρος αλλά και για την ουσιαστική αποδοχή και από μέρους της Γαλλίας.

Κατά δεύτερο, η Γερμανία πιέζει παράλληλα φορτικά όλο αυτό το διάστημα την ελληνική πλευρά να καθήσει σε διάλογο με την Τουρκία με όλη την ατζέντα που θέτει η τελευταία (συμπεριλαμβανόμενης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και του μοιράματος του Αιγαίου στη μέση). Αυτή η πίεση οδήγησε στις «μυστικές» και αποκαλυφθείσες (από την τουρκική πλευρά μόνο;) συνομιλίες Σουρανή-Καλίν, η ίδια πίεση για «διάλογο» συνεχίζεται και σήμερα με την Αθήνα να θέτει ως μόνο όρο λίγες μέρες αποχή από ακραίες ενέργειες από πλευράς Τουρκίας. Και επιπλέον η ίδια πίεση δηλώνεται απροσχημάτιστα από γερμανικής πλευράς, ότι ασκείται και μέσω ΝΑΤΟ όπου παραμένει «άγνωστο» τι συζητείται συγκαλυμμένα πίσω από την φόρμουλα των «τεχνικών συνεννοήσεων στα πλαίσια της σταθερότητας της συμμαχίας».

Όλο αυτό το διάστημα η γερμανική πλευρά δεν παύει να μεταφέρει «παραινέσεις» προς παράγοντες της ελληνικής πολιτικής ζωής προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ευρύτερων συναινέσεων και κοινοβουλευτικής στήριξης γύρω από την αποδοχή μιας φόρμουλας ταχύρρυθμου «διαλόγου εφ’ όλης της ύλης» με την Τουρκία, και συμφωνίας με πολύ δυσμενείς όρους («επώδυνους» με την ορολογία του Σημίτη) για την ελληνική εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Το έδαφος έχει σε μεγάλο βαθμό προλειανθεί από την περίοδο των μνημονίων. Σε πρώτο βαθμό με την εξασφάλιση κατά περίπτωση αυξημένων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών για το πέρασμα κρίσιμων επιλογών καταστροφικού χαρακτήρα με ασήκωτο πολιτικό κόστος (Τρίτο Μνημόνιο το καλοκαίρι του 2015). Αποσύνδεση της πλειοψηφίας που στηρίζει την κυβέρνηση από τη συναίνεση για να περάσει το κάθε φορά μνημόνιο. Σε δεύτερο βαθμό (στο Δεύτερο Μνημόνιο), σχήματα πολυκομματικά (Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης για να μην ξεχνάμε το πόσο έχει ανακατευετεί η κουτάλα τα τελευταία χρόνια και τι οριζόντιες επικοινωνίες έχουν αναπτυχθεί μέσα στους πολιτικούς χώρους) και κατά περίπτωση κάτω από την ομπρέλα δοτών παραγόντων (κυβέρνηση Παπαδήμου).

Με λίγα λόγια ένα πολιτικό σύστημα ενδογενώς εύθραυστο και ασταθές αλλά γυμνασμένο στην απαιτούμενη ευλυγισία που απαιτείται από το ειδικό πολιτικό καθεστώς περιορισμένης πολιτικής κυριαρχίας που εγκαινίασαν τα μνημόνια. Και με καταμερισμούς εργασίας, όπου η κάθε χρονική φάση διαθέτει τη δική της πολιτική έκφραση (σε μεγάλο βαθμό «μιάς χρήσεως» η έστω «περιορισμένης χρήσεως») που της ανατίθενται συγκεκριμένες επιμέρους «παραγγελιές-βήματα» στα πλαίσια ενός σχεδιασμού μακράς διαρκείας για την παγίωση αυτού του καθεστώτος υποτέλειας. Μέσα σε αυτό το τοπίο, ο κορωνοϊός έρχεται να προσθέσει τους δικούς του όρους, αλλά αυτή η σημαντική πλευρά δεν μπορεί να εκτεθεί στα περιορισμένα όρια αυτού του σημειώματος.

Ο δυτικός παράγοντας, και αυτός επίσης έχει υιοθετήσει έναν «καταμερισμό εργασίας» σε σχέση με το χειρισμό του ελληνικού ζητήματος. Πλάι στους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεών της (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία) για τον ελεγχο ή την παρουσία στην ευρύτερη περιοχή αλλά και επί των διαφόρων ξεχωριστών ζωνών μέσα στη χώρα (λιμάνια, και συγκεκριμένες περιφέρειες που εμφανίζονται σαν αυτοτελείς γεωπολιτικές ενότητες), η Δύση εμφανίζεται να υιοθετεί ένα σχήμα που επιτρέπει την εναλλαγή ΗΠΑ-γερμανικής Ευρώπης στο ρόλο του «καλού και του κακού» και με συνδυασμένες κινήσεις ως προς το ποιός απαιτεί τι σε κάθε φάση (τόσο ως προς τα γεωπολιτικά και τις εντάξεις σε ευρύτερα τόξα, και όσο και ως προς τα οικονομικά-γεωπολιτικά π.χ. ενεργειακοί σχεδιασμοί, τηλεπικοινωνίες και ενσωμάτωση του δυναμικού και των υποδομών της χώρας).

Οι πιέσεις καθορίζουν ζυμώσεις και σχεδιασμούς εντός του πολιτικού συστήματος

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει γερό πόδι το περιβάλλον Σημίτη που βρίσκεται συντονισμένο με τα γερμανικά σήματα και προωθεί μια συνολική λογική ενδοτικότητας από τα τέλη του 2019. Βεβαίως αυτό το ρεύμα ενδοτικότητας έχει μεγάλο ιστορικό βάθος και συνέχεια που πρέπει να υπολογίζεται αν θέλουμε να καταλάβουμε τη λογική των εξελίξεων. Οι τωρινές συνθήκες όμως που συνοπτικά περιγράψαμε παραπάνω, αναζωπυρώνουν τις προθέσεις για «οριστικές» διευθετήσεις. Επίσης και σε συνάφεια με τα προηγούμενα, γραμμή δίνει το ΕΛΙΑΜΕΠ (η πρόσφατη επιλογή του πρώην προέδρου του Θ. Ντόκου ως συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Μητσοτάκη είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου αυτής της επιρροής) και το «Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» της Α. Διαμαντοπούλου που προαναγγέλλει συχνά την ατζέντα της κυβερνητικής πολιτικής.

Στο χώρο της κεντροαριστεράς, οι ίδιοι κύκλοι (περιβάλλον Σημίτη και ΕΛΙΑΜΕΠ) έχουν οργανικούς δεσμούς με διάφορες φυλές του συριζικού χώρου συμπεριλαμβανομένης της δημαρίτικης «ανανεωτικής αριστεράς» και των αντίστοιχων πανεπιστημιακών κύκλων (Σ. Βαλντέν, Α. Ηρακλείδης).

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει γερό πόδι το περιβάλλον Σημίτη που βρίσκεται συντονισμένο με τα γερμανικά σήματα και προωθεί μια συνολική λογική ενδοτικότητας από τα τέλη του 2019

Η «αριστερά» του Συριζα (τάση των 53+) προάγει επίσης συστηματικά μια γραμμή συμβιβαστικής αποδοχής των τουρκικών επιθετικών αξιώσεων, σε μια εκδοχή «κοσμοπολιτισμού/διεθνισμού», «πολυπολιτισμικότητας» και «δικαιωματισμού».

Επανειλημμένες διαρροές αυτών των κύκλων αφήνουν να διαφαίνεται η ετοιμότητά τους, εφόσον χρειαστεί, να στηρίξουν μια συμφωνία για τα ελληνοτουρκικά που θα έφερνε ο Μητσοτάκης στη Βουλή προς έγκριση, ενώ δηλώσεις πολλαπλής στόχευσης από παράγοντες όπως ο Ν. Βούτσης δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση της ανάγκης «συναίνεσης» με τους απαραίτητους συμψηφισμούς εκκρεμών δύσοσμων υποθέσεων.

Βέβαια για να καταλάβει κανείς τη δυναμική των πραγμάτων, πρέπει να ξεκινήσει από την επισήμανση της αδυναμίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί σαν συνεκτικός, έστω αντιπολιτευτικός πόλος. Έτσι τα τεκταινόμενα στο ΚΙΝΑΛ, σε άμεση αλληλοσυσχέτιση με τα διάφορα ΠΑΣΟΚ που στεγάζονται επί του παρόντος στο ΣΥΡΙΖΑ (πάλι επίκαιρο το ερώτημα: Πόσα ΠΑΣΟΚ άραγε χωράει αυτός ο τόπος;) αποκτούν κεντρική σημασία. Από τη μια, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ερίζουν για τη μοιρασιά του χώρου, από την άλλη είναι ορατές οι κινήσεις που «βλέπουν» την πιθανή ανάγκη ευρύτερων συγκλήσεων. Η πρόσφατη συνολική τοποθέτηση του Γ. Παπανδρέου (ΓΑΠ) είναι και αυτή ενδεικτική της ετοιμότητας σε σχέση με τις απαιτήσεις ευρύτερων συναινέσεων επί του «ρεαλιστικού» χειρισμού των εθνικών ζητημάτων. Αλλά και πολλαπλές κινήσεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ έχουν το βλέμμα τους στην ανάγκη ευρύτερων «τεκτονικών» ανακατατάξεων και συναινετικών ομαδοποιήσεων. Κινήσεις όπως η πρόσφατη πρωτοβουλία των Κοτσακά (και πάλι μπροστά μας η εμπλοκή των διαφόρων ΠΑΣΟΚ), Σκορίνη και Ρήγα εντάσσονται σε μανούβρες που σαφώς παραπέμπουν σε ανακατανομές χώρων μέσα στο πολιτικό σύστημα και σχετίζονται με την αύξηση της ευελιξίας (και εν όψει εκλογών με απλή αναλογική) για τη σύνθεση «κατά περίπτωση» πλειοψηφιών ανάλογα με τις ανάγκες και το θέμα.

Επιπλέον, το μοτίβο «οικοδόμηση τείχους για τη δημοκρατία» στο οποίο έχουμε αναφερθεί πρόσφατα, παίζει κρίσιμο ρόλο για την προλείανση του εδάφους στην ίδια κατεύθυνση, και η ευρύτητα των συμμετοχών λέει πολλά για τη βαρύτητα των πιέσεων που ασκούνται έξωθεν.

Η εικόνα θα έμενε ανολοκλήρωτη αν δεν συνυπολογιστούν οι πολιτικές κινήσεις των διαφόρων ολιγαρχών. Των όσων αυτοί σε κάθε φάση διαπραγματεύονται και επίσης της χαρακτηριστικής απροθυμίας τους να «επενδύσουν» πιο μόνιμα σε κάποιο πολιτικό σχήμα. Ενδεικτική του κλίματος είναι η αμφίσημη στάση έναντι της κυβέρνησης που τηρεί το συγκρότημα Μαρινάκη, με συχνές επιθετικές κριτικές τοποθετήσεις-βολές αλλά και η πρόσφατη επίμονη διαρροή του αποβατικού σχεδιασμού του στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω της πρότασης διεκδίκησης της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ από τον Γ. Μόραλη.

Συνοπτικά συμπεράσματα

Ένα πολιτικό σύστημα που παραμένει εύθραυστο και σε αστάθεια και δεν μπορεί να απορροφήσει απρόσκοπτα τις απαιτήσεις των όσων σχεδιάζονται. Με αυτό δεδομένο, ο «ξένος παράγοντας» πιέζει για τη διεύρυνση των συναινέσεων ιδιαίτερα στους χειρισμούς των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και κάτι τελευταίο πολύ μεγάλης σημασίας: ο πολιτικός κόσμος φαίνεται να εσωτερικεύει σε σημαντικό βαθμό τις αντιθέσεις και τις ανταγωνιστικές επιδιώξεις των διάφορων κέντρων του διεθνούς συστήματος – και ειδικότερα τις συνέπειες των ενδορρήξεων της Δύσης.

Σχόλια

Exit mobile version