Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράνουνινγκ (1806 – 1861)

Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράνουνινγκ (1806 – 1861)

Του Ρήγα το Στερνό Τραγούδι

Την πάτριά μου γη δε θα την ξαναδώ
Κι ακουμπώ το χέρι μου στις κόρδες τούτες ’δω,
Να πω σε ώρας θάνατου απάνω ψαλμουδιά,
Ελλάδα εσύ, πατρίδα μου, έχε γεια χαρά!

Τα πάτρια ακρογιάλια δε θα τα ξαναδώ·
Τους πάτριούς μου κάμπους δεν τους ξαναπατώ·
Μα η σκέψη μου η στερνή στη δόξα της, να, πάει·
Μα η ανάσα μου η στερνή, να, δαύτην μελετάει!

Κι αν όπου να ’ναι τουταδώ τα χείλια σιωπούνε,
Ειν’ στης καρδιάς το πρόσταγμα που ακόμα υπακούνε·
Κι αν ειν’ δεσμώτρα η σάρκα, λεύτερη ειν’ η καρδιά,
Ελλάδα εσύ, πατρίδα μου, έχε γεια χαρά!

Στο θάνατο τραβάω – μα πίσω μου αφηώ
Το θάρρεμα της Λευτεριάς, με λογισμό τρανό·
Στα ουράνια η φωνή της θε να σκωθεί απ’ τη γη,
Στις στάχτες μου απάνω θε να γοργοπατεί!

Του Σουλιού τα αγέρωχα εθώρησα τα όρη
Και σα να ρίξανε κι αυτά απάνω μου το θώρι·
Τις σκέψεις μου ’μπιστεύτηκα μύχιες στου Μαραθώνα
Τον κάμπο και σα να ξανάβρε αυτός τη μιλιά του τώρα!

Κι όπως τη στράτα μου τραβώ, όπως και συνεχίζω,
Μπουλούκι τα μικρά παιδιά, που παίζανε, αντικρίζω·
Με μια χαρά παιδιάστικη ένα τους ξεφωνίζει
Και να που των Θερμοπυλών μού δείχνει θεία τα ύψη!

Ατένισα που πέρναγαν ξωμάχοι στο φτερό,
Σκότιο καμάρι ελληνικό στο βλέμμα τυλιχτό·
Και παίρνω, σε ώρας θάνατου απάνω ψαλμουδιά,
Όρκο πως θα ’σαι λεύτερη πατρίδα, Ελλάδα, πια!

Και σώνει εδώ! Τη λύρα μου στη γης κάτω πετώ,
Τις κόρδες απ’ την έδρα τους τού ήχου τις ξεσκιώ,
Γιατί των σκλάβων μουσική δε θε να συνεχίσει
Απ’ όπου χέρι λεύτερου συνήθειο είχε ν’ αρπίζει!

Και γέρνω εδώ το κούτελο στον τελικό φραγμό,
Βουβός το σβέλτο πλήγμα τού θανάτου καρτερώ·
Τι ή τουταδώ τα χείλια θε να λεν’ για Λευτεριά
Ή αλλιώς, Ελλάδα μου, πατρίδα, έχε γεια χαρά!

Έσκυψε με πατριωτικό καμάρι το κεφάλι,
Και το κουφάρι του έπεσε στη βουβή λύρα πλάι·
Οι δυο ψυχές, μια καθενού, φύγαν μακριά δρομή –
Μουγγές οι κόρδες, πλάι τους ξέπνοο το κορμί!

Μετάφραση: Νίκος Λάιος

Σχόλια

Exit mobile version