Τι τραγούδι να γράψω

Είν’ τα τραγούδια μου τραγούδια λυπημένα
πάνω στο κέφι του δεν τα ‘πιασε κανείς
είναι με δάκρυα πικρά πλημμυρισμένα
είν’ τα τραγούδια της καρδιάς της ορφανής.

Περπατώ στις γειτονιές
και μαζεύω τους καημούς,
και με νότες λυγμούς
τι τραγούδι να γράψω;
Αν γελάσει η ζωή
θα γελάσω κι εγώ,
όταν κλαίει η ζωή
πώς μπορώ να μην κλάψω;

Μακάρι να ‘ταν η ζωή μας πανηγύρι
να ‘ταν της πίκρας το ποτήρι αδειανό
και των ονείρων το λευκό το τρεχαντήρι
να ‘βρισκε δρόμο μέσα στον ωκεανό.

(Άκης Πάνου, 1977)

Άλλα θα ήθελα να γράψω στα 400 μας φύλλα, αλλά δεν προέκυψαν. Βέβαια, τα 400 φύλλα από μόνα τους είναι μεγάλο επίτευγμα μέσα στα χρόνια της κρίσης και της καταστροφής. Και μπράβο μας! Τα υπόλοιπα, όμως, είναι απογοητευτικά και απελπιστικά. Οπότε κι εγώ «τι τραγούδι να γράψω;» που λέει κι ο Άκης «όταν κλαίει η ζωή;».

Θωρώ τη χώρα μου, θωρώ τους συνανθρώπους μου, θωρώ τους φίλους και τους συντρόφους μου και νιώθω ότι ό,τι και να πω αφενός θα είναι λίγο και αφετέρου δεν θα διευθετεί το πρόβλημα. Όπου και να γυρίσω τη ματιά μου, ό,τι και ν’ αφουγκραστώ, η πραγματικότητα με πληγώνει. Οκτώ χρόνια που βγάζουμε την εφημερίδα, η Ελλάδα βυθίζεται, υποβαθμίζεται, λεηλατείται. Δεν ήταν τέλεια, αλλά στο πλαίσιο ενός συνόλου που κυριαρχούν οι νόμοι της αγοράς και στο οποίο όλες οι αξίες είναι σχετικές, η κοινωνία μετά κόπων και βασάνων είχε κατακτήσει ένα επίπεδο διαβίωσης αρκετά ικανοποιητικό. Με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Εφησυχασμό, αλαζονεία, ατομισμό, ανοχή στα εκφυλιστικά φαινόμενα, συμμετοχή αρκετών -στα κιλά του ο καθένας- σε καταστάσεις βλαπτικές για το σύνολο κ.λπ. Αλλά έτσι λειτουργούν οι κοινωνίες στον καπιταλισμό, όσο λαμπερή κι αν είναι η βιτρίνα της ευμάρειάς τους, όσο καθαγιασμένη κι αν είναι η εικόνα των ιθυνόντων τους. Εάν λειτουργούσε η δικαιοσύνη δεν θα πήγαινε μόνο ο πρόεδρος της Γαλλίας στη φυλακή. Ούτε θα φόρτωναν μόνο στον Χίτλερ το φασισμό, τον πόλεμο και τις γενοκτονίες, λες και ο «Άξονας» ήταν μονοπρόσωπη εταιρία.

Με αυτά τα δεδομένα, η μικρή μας χώρα, που έχει περάσει -χωρίς να προλαβαίνει να πάρει ανάσα- πολέμους, κατοχές, δικτατορίες, διωγμούς, προσφυγιές, μεταναστεύσεις, πραξικοπήματα, ακρωτηριασμούς και χρεοκοπίες ολκής, υπό την κηδεμονία πάντα των ισχυρών «φίλων», δεν τα πήγε τόσο άσχημα. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου και μέχρι τη δεκαετία του 1970, ένα μεγάλο μέρος της χώρας δεν είχε ασφαλτοστρωμένους δρόμους και ηλεκτρικό ρεύμα! Σε τέτοιες συνθήκες καθυστέρησης αγωνίζονταν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν οι Έλληνες με ανταγωνιστές που ήταν έτη φωτός μπροστά.

Καλό είναι να σκεφτεί κανείς ότι η μεγαλύτερη φάση ηρεμίας στη χώρα μας, από το 1821, είναι η σύντομη περίοδος 1974-1999. Μέχρι τη στιγμή που μπαίνει σε εφαρμογή το μητροπολιτικό σχέδιο υπαγωγής της σε καθεστώς θεσμοποιημένης υποτέλειας και αυξημένης λεηλασίας∙ με αφετηρία την τεράστια ληστεία του Χρηματιστηρίου.

Αυτή η επιτυχία, ενός λαού που ανέκαθεν είναι σε δυσμένεια για τις ριζοσπαστικές ιδέες και την απειθαρχία του απέναντι στις εντολές των δυναστών, που πέφτει ηρωικά στα πολεμικά μέτωπα για την πατρίδα, που στέλνει εμβάσματα από την ξενιτιά για το καλό της οικογένειας και του τόπου, που σπουδάζει με στερήσεις τα παιδιά του και δημιουργεί πλούτο με μόχθο και ευφυία έχοντας εσωτερικό εχθρό μια διεφθαρμένη μέχρι τα μπούνια πολιτική τάξη και ένα κακοδιοικούμενο κράτος που επιβάλλεται και συντηρείται δια ροπάλου, δεν μπορούσε να μην εντοπιστεί από τα διεθνή αρπαχτικά που καραδοκούν και μόλις εντοπίσουν συσσωρευμένη λεία εφορμούν για να την υφαρπάξουν, από την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική ή από τις παρυφές της Ευρώπης.

Σ’ αυτό το ζόφο ζούμε.

Μας την έστησαν

Φτιάξαμε με κόπους και θυσίες 200 ετών μεγάλους οργανισμούς με εκτεταμένα και πανάκριβα δίκτυα, όπως οι τράπεζες, ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι και οι αυτοκινητόδρομοι. Φτιάξαμε σπίτια για εμάς και τα παιδιά μας, ανεβάσαμε το μορφωτικό μας επίπεδο, αυξήσαμε το προσδόκιμο της ζωής, αποκτήσαμε καταθέσεις από το περίσσευμά μας (το 90% των καταθετών δεν είχε πάνω από 10.000 ευρώ, αλλά το άθροισμά τους έφτανε πολύ ψηλά), ανοίξαμε τη χώρα στους ξένους επισκέπτες, στα ξένα προϊόντα και τις ξένες ιδέες, κι όλα αυτά με κατώτερης ποιότητας πολιτικό προσωπικό. Γι’ αυτό μας είπαν τεμπέληδες. Η αλήθεια τους ενοχλεί, ότι καλυτερεύσαμε τη ζωή μας, με όλα τα κουσούρια μας, αλλά και με τα χειρότερα δεινά που αυτοί είναι οι αυτουργοί τους, όπως οι εξολοθρευτικοί πόλεμοι και οι κατοχές, αλλά και οι μεγαλύτερες υποθέσεις διαφθοράς (Siemens, εξοπλιστικά, Novartis κ.λπ.). Τους χαλάει ότι τα καταφέραμε χωρίς να χρειάζεται να ζούμε σαν Γερμανοί ή Βέλγοι, μέσα σε ασφυκτικά ψυχολογικά όρια και χαρά με το σταγονόμετρο.

Και μας την έστησαν.

Γιατί από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, πέρα από τη σύμφυτη με τον καπιταλισμό διαφθορά του πολιτικού συστήματος, με τη βαυαροκρατία, την αγγλοκρατία, τη γερμανοκρατία, την αμερικανοκρατία και την ευρωκρατία, προωθούσαν πάντοτε τους βασιλιάδες και τους πρωθυπουργούς της αρεσκείας τους καλλιεργώντας με συστηματικό τρόπο την εξάρτηση σαν ιδεολογία και τρόπο ζωής. Και το πολιτικό προσωπικό, με απεριόριστες ανοχές και αβάντες, επιλεγόταν και φιλτραριζόταν για να υπηρετεί οικειοθελώς και προθύμως, με το αζημίωτο εννοείται, το σύστημα της ξενοκρατίας.

Ακόμα και έτσι, είναι πράγματι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία αυτή η κάστα των εθελοντών στην υπηρεσία των κηδεμόνων, πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς κ.ά., μέσα στη θερμή αγκαλιά πλουτοκρατών που τα συμφέροντά τους είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα μητροπολιτικά κέντρα (εφοπλιστές, εργολάβοι, μεσάζοντες, τραπεζίτες κ.λπ.), συντονίστηκε με τα διεθνή αρπαχτικά και έπεσε με λύσσα πάνω στην ελληνική κοινωνία ασκώντας τρομερές πιέσεις, με όλα τα μέσα, για να αποδεχτεί ο λαός την υποταγή, να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του, να ταπεινωθεί και να παραδώσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του τόπου στους κρατικούς και ιδιωτικούς τοκογλύφους-επενδυτές.

Πάπαλα

Τώρα, η Ελλάδα είναι αποδυναμωμένη στο έπακρο. Οι εφαρμοσμένες πολιτικές συμπεριλάμβαναν την κατάργηση κάθε αμυντικού μέσου. Και δεν είναι μόνο ότι μας γδέρνουν. Τώρα, που η ευρύτερή μας περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης, που γίνονται πόλεμοι, αναδιατάσσονται οι συμμαχίες και τα αντιμαχόμενα συμφέροντα, επανακαθορίζονται τα σύνορα και αυξάνονται πανταχόθεν οι κίνδυνοι, η χώρα βρίσκεται στο κατώτερο βαρομετρικό χαμηλό.

Όπως υπονομεύθηκε η οικονομία της χώρας, υπονομεύθηκε και η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητά της. Και μόνο αν σκεφτούμε ότι ο στρατός βρίσκεται στα χέρια ενός ανυπόληπτου φαφλατά και ενός άκαπνου γραφειοκράτη, φτάνει για να μην κοιμάται κανείς ήσυχος.

Ποιος να χειριστεί τι; Δεκαετίες πίσω πάει η υπονόμευση. Και οι σημερινοί κυβερνώντες καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι κάνοντας όλους τους τεμενάδες στους εταίρους θα έχουν κάλυψη, ασφάλεια και μέλλον. Όταν και ο τελευταίος, ο πιο άσχετος και αδιάφορος πολίτης, γνωρίζει ότι αυτό είναι μούφα. Ότι αν δεν έχεις οχυρώσει μόνος σου το σπίτι σου, εσωτερικά και εξωτερικά, κανένας «εταίρος», «φίλος» ή «σύμμαχος», δεν θα σε συμπονέσει, κανένας δεν θα σε προτιμήσει όταν ο άλλος είναι ισχυρότερος ή δίνει περισσότερα.

Αλλά η κοινωνία έχει φάει τέτοιο στραπάτσο, που δυσκολεύεται να ανυψωθεί, να επινοήσει και να δημιουργήσει ένα μέτωπο σωτηρίας. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, σε βάθος δεκαετιών, φθάρθηκε συθέμελα το πολιτικό προσωπικό, έμεινε η κοινωνία χωρίς δικές της μορφές οργάνωσης. Την πούλησαν τα κόμματα, ξεφτιλίστηκαν τα συνδικάτα, συντάχθηκαν με τον εχθρό οι φερόμενοι ως διανοούμενοι, μεταλλάχθηκε η Αριστερά και… πάπαλα! Χώρα ανοχύρωτη, μόνη της και ακέφαλη. Πώς μπορώ να γιορτάσω αβασάνιστα τα 400 φύλλα;

Με χαρμολύπη,
Γκαούρ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!