Του Σωτήρη Αργυρού. Ο Οδυσσέας Ελύτης (Οδυσσέας Αλεπουδέλλης, 1911-1996), είναι ο δεύτερος Έλληνας ποιητής στον οποίο απονεμήθηκε το Bραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πρώτος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης το 1963. Η απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη ανακοινώθηκε από το γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας τον Οκτώβριο του 1979 και η βράβευση πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Πέρα από την αναγνώριση της ποιητικής του αξίας, η βράβευσή του αποτελεί ταυτόχρονα και φόρο τιμής για τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική παράδοση γενικότερα, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η Ελληνική δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ευρύτατα διαδεδομένες γλώσσες της υφηλίου, ούτε έχει το ανάλογο γλωσσικό «αντίστοιχο» ώστε να μεταφράζεται χωρίς να αλλοιώνονται τα νοήματα και η δυναμική της.
Ο Ελύτης αποτελεί έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «γενιάς του 30» η οποία οδηγεί την ελληνική λογοτεχνία -για πρώτη, ίσως, φορά- σε συμπόρευση με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, υιοθετώντας στοιχεία νεωτεριστικά και μοντερνιστικά, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την ελληνικότητά της. Αντίθετα, η σύνθεση αποτελεί το ζητούμενο. Ο Ελύτης, όντας σε διαρκή επαφή με την ευρωπαϊκή ποίηση του καιρού του, επηρεάζεται από το κίνημα των υπερρεαλιστών, χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με όλες τις απόψεις τους ή να ενστερνίζεται τα «μανιφέστα» που κατά καιρούς δημοσίευαν και αργότερα αποκήρυσσαν οι Ευρωπαίοι υπερρεαλιστές ή, έστω, κάποιοι εκπρόσωποί τους. Το σημαντικό γι’ αυτόν ήταν ότι αυτή η γόνιμη διεργασία που διεύρυνε τον τρόπο σκέψης και επαναπροσδιόριζε την έννοια της πραγματικότητας μπορούσε να συντελέσει ώστε να οριοθετήσει ο ίδιος τον ποιητικό του χώρο μέσα από διαδικασίες και εκφραστικές καινοτομίες που του επέτρεπαν να συμπεριλάβει ό,τι θεωρούσε ως βασικό συστατικό της ποιητικής του ιδιοσυστασίας. Δεν είναι τυχαίο όταν, κατά την απονομή του Νόμπελ, στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, καταθέτει με σεβασμό στα πόδια του ακροατηρίου του -κατά τη δική του έκφραση- τέσσερις λέξεις ελληνικές (ουρανός, θάλασσα, ήλιος, ελευθερία), ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων αλλά «δροσερές σαν να μόλις τις ανέσυρες από τη θάλασσα, μεσ’ απ’ τα βότσαλα και τα φύκια μιας ακτής του Αιγαίου» και τις θεωρεί ως το μόνο κεφάλαιο που έχει εκείνη τη στιγμή στα χέρια του.
Η ελληνικότητα, ως μια συνεχής διεργασία σύλληψης των υψηλών ιδανικών που ξεκινάει ήδη από την Ιωνία των προσωκρατικών φιλοσόφων για να διαπεράσει τους αιώνες, αλώβητη, μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί για τον ποιητή την αρχέγονη μαγιά, τον ιστό πάνω στον οποίο θα προσπαθήσει να διαπλέξει το ποιητικό του είναι. Όλα του τα έργα τα διατρέχει η πνοή των τεσσάρων λέξεων που ανέφερε στην ομιλία του. Αισιοδοξία, φως, πίστη στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και στις αξίες της ζωής, στη φύση, στην ελευθερία. Ακόμη και στις πιο «σκοτεινές» στιγμές της ποίησής του υπάρχει μια αναλαμπή φωτός που σιγά-σιγά θα οδηγήσει στην έξοδο από τις κακουχίες και στο «δοξαστικό» τέλος. Η πίστη στον άνθρωπο και στις αξίες που είναι σε θέση να πραγματώσει, κυριεύει όλο του το έργο. Συμμετέχοντας στον πόλεμο του ’40, θα αναδείξει μέσα από τα έργα του το μεγαλείο του απλού ανθρώπου που, αψηφώντας τις κακουχίες, τις στερήσεις, ακόμη και το φόβο του θανάτου, θα υπερασπιστεί το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του μέχρι το τέλος. Το ίδιο αγωνιστικό πνεύμα θα εμποτίσει και το κορυφαίο -κατά γενική ομολογία- έργο του, το Άξιον Εστί, όπου η καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής γίνονται ο μοχλός για τον ξεσηκωμό των καταπιεσμένων, των οποίων η αγωνιστική διάθεση θα κορυφωθεί, διατηρώντας το πνεύμα τους ελεύθερο και έτοιμο πάντα να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο.
Το μικρό αυτό σημείωμα δεν έχει βέβαια σκοπό να αναλύσει το έργο του ποιητή που έφερε το δεύτερο και τελευταίο Νόμπελ στην Ελλάδα. Άλλωστε, έχουν γραφτεί γι’ αυτό χιλιάδες σελίδες. Θέλουμε απλά να δώσουμε ένα στίγμα της ποιητικής του προσωπικότητας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 32 χρόνων από την απονομή του Βραβείου Νόμπελ.

*Ο Σωτήρης Αργυρού είναι φιλόλογος.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!