Αρχική περίπτερο ιδεών 1821 και 1941: Οι δύο κορυφαίες επαναστάσεις

1821 και 1941: Οι δύο κορυφαίες επαναστάσεις

Έχω βυθιστεί στα υλικά που αφορούν την επανάσταση του 1821. Για δύο λόγους. Ο πιο προφανής είναι η επέτειος για τα διακόσια χρόνια από τον ξεσηκωμό. Αφενός υπάρχουν τα κλασικά έργα που έχουν γραφτεί, αφετέρου φτάνουν συνεχώς στα βιβλιοπωλεία νέα βιβλία από συγγραφείς που επανεξετάζουν και επανατοποθετούν πολλά θέματα που σχετίζονται με το ’21. Χρόνο και διάθεση να έχεις, και με κάποιο -όχι ασήμαντο αν δεν αρκεστείς στα κλασικά έργα- οικονομικό κόστος, να κολυμπήσεις και να πελαγοδρομήσεις μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα των παλιών και νέων εγχειριδίων.

Ο δεύτερος λόγος είναι τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς βλέποντας την επανάσταση του ’21 σε συσχετισμό με την επανάσταση του ελληνικού λαού στη δεκαετία του 1940-1950. Ούτε αυτό είναι καινούργιο, αλλά δεν παύει να είναι ελκυστικό. Γιατί πρόκειται για δύο επαναστάσεις, μοναδικές στην ιστορία μας, οι οποίες συνδέονται βαθιά μεταξύ τους επειδή είναι του ίδιου σκοπού και έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα. Επαναστάσεις κατά της ξένης κατοχής και κηδεμονίας, αλλά και κατά της καταπίεσης και εκμετάλλευσης που υφίστανται τα λαϊκά στρώματα από την εκάστοτε εξουσία. Επαναστάσεις εθνικοαπελευθερωτικές και κοινωνικές. Και οι δύο, του ’21 και του ’41, με ομοιότητες θετικές και αρνητικές. Έχοντας πάντα υπόψη ότι οι συγκρίσεις και παρομοιώσεις γίνονται τηρουμένων των αναλογιών, αφού οι δύο επαναστάσεις έχουν απόσταση 120 χρόνων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το θέμα, λοιπόν, δεν εξαντλείται∙ φωτίζεται.

 

Ανεξαρτησία και Δημοκρατία

Το 1821, το κύριο πρόταγμα, η σημαία, ήταν η εκδίωξη των κυρίαρχων Οθωμανών με επισυναπτόμενο το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι απόψεις, τα επιμέρους συμφέροντα και οι ειδικότερες στοχεύσεις των συντελεστών που εμπλέκονται στην επανάσταση ταυτίζονται∙ το αντίθετο συμβαίνει και συχνά συγκρούονται με σφοδρότητα μεταξύ τους.

Για τα λαϊκά στρώματα το αίσθημα της καταπίεσης δεν προερχόταν μόνο από την ξένη επικυριαρχία, αλλά και από τον κοινωνικό διαχωρισμό που ίσχυε, τη διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, που έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατάργησης των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων και την επίτευξη της ισονομίας, ισοπολιτείας και ανακατανομής του πλούτου.

Ως γνωστόν, αρκετοί στοχαστές θεωρούν τα δύο προτάγματα ισοδύναμα, μερικοί δε τοποθετούν το κοινωνικό πάνω από το εθνικοαπελευθερωτικό. Πάντως, όποια κι αν είναι η διαβάθμιση, είναι σίγουρο ότι και τα δύο αποτελούν αιτίες και κίνητρα της επανάστασης, ανεξάρτητα από την τροπή των πραγμάτων και το τελικό αποτέλεσμα.

Αντίστοιχα, 120 χρόνια αργότερα, το Εαμικό Κίνημα, η Εθνική Αντίσταση, το πρώτο και το δεύτερο αντάρτικο, ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας, έχουν σημαία τους την αποτίναξη του ξένου ζυγού, αλλά και τον εκδημοκρατισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μεγαλειώδες κίνημα της δεκαετίας του 1940-1950 παλεύει για να εκδιώξει όλους τους ξένους κατακτητές και παλεύει επίσης για ψωμί, παιδεία και δικαιώματα. Αδιάφορο από το τι επικρατεί σε κάθε φάση και πόσο προβάλλεται το ένα ή το άλλο, και τα δύο κίνητρα και οι στόχοι είναι ανά πάσα στιγμή σε ενέργεια.

Το 1821, οι Έλληνες παλεύουν εναντίον των Οθωμανών Τούρκων και Αιγυπτίων και το 1941, οι Έλληνες παλεύουν αρχικά εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους, Ιταλών και Βουλγάρων και στη συνέχεια εναντίον Άγγλων, Αμερικάνων και εντόπιων συνεργατών τους. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με λαϊκούς επαναστατικούς στρατούς, αποτελούμενους από ομαδοποιήσεις που πηγάζουν από τα κάτω.

Ακριβώς ο λαϊκός χαρακτήρας αυτών των στρατών, των οπλαρχηγών του ’21 και των δυνάμεων του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, τους ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, που αποτελεί από τη φύση του φορέα όχι μόνο εθνικοανεξαρτησιακών, αλλά και κοινωνικών αλλαγών και ανατροπών, καθιστά στην εξέλιξή του το κυρίως σώμα των εξεγερμένων αντίπαλο –πέρα από τους ξένους- της καθεστηκυίας τάξης των κοτζαμπάσηδων και των αστών το 1821, των συνεργατών των ξένων, επιχειρηματιών, στρατιωτικών καριέρας και επαγγελματιών πολιτικών το 1941 και μετά.

 

Δάνεια και επεμβάσεις

Το 1821, πριν ακόμα προλάβουν οι επαναστάτες να εκδιώξουν τους Οθωμανούς από τα ελληνικά εδάφη, επιβάλλεται η κηδεμονία των τριών «Προστάτιδων Δυνάμεων», της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.

Εκτός από τα δάνεια που δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξοφληθούν και αποτελούσαν μόνιμη θηλιά στο λαιμό της Ελλάδας καθώς «νομιμοποιούσαν» το εμπάργκο 50 ετών, αλλά και τις αυθαίρετες στρατιωτικές και πολιτικές επεμβάσεις στη χώρα, χρησιμοποιήθηκαν από τις ξένες αποικιοκρατικές δυνάμεις και οι εντόπιοι «πρόθυμοι» οι οποίοι επωφελούνταν υπηρετώντας τα συμφέροντα των επικυρίαρχων. Και μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις τους προς τις «προστάτιδες δυνάμεις», ήταν να αφήσουν έξω από τη διαχείριση των κοινών την κοινωνία, την «πλέμπα», και κυρίως αυτούς που αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα. Κι όταν αντιστέκονται, να τους φυλακίζουν, βασανίζουν και δολοφονούν ή να τους καταδικάζουν στην πείνα, την εξαθλίωση, την επαιτεία και τον ξεριζωμό. Να υπενθυμίσω ότι από το δάνειο του 1825, από τα 70 εκατ. χρυσά φράγκα που χρεώθηκε η Ελλάδα, προτού καν κριθεί η έκβαση της επανάστασης και δημιουργηθεί το κράτος, έφτασαν στο ταμείο των εξεγερμένων μόνο τα 13! Η λεηλασία ξεκίνησε πολύ νωρίς και η παγίδα είχε πολλά δόκανα… («Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016», Γιώργος Δερτιλής, εκδ. Γκούτενμπεργκ)

 

Ανδρείκελα

Στη δεκαετία 1940-1950, πριν εκδιωχτούν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, οι Άγγλοι είχαν διορίσει εντελώς αυθαίρετα δική τους κυβέρνηση και δικό τους πρωθυπουργό στο Κάιρο, με μοναδικό σκοπό, χρησιμοποιώντας τους εντόπιους υποτακτικούς, να αποτρέψουν με κάθε μέσο τη συμμετοχή και το δικαίωμα λόγου των λαϊκών στρωμάτων που κατά εκατομμύρια ανήκαν ή υποστήριζαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, στη διακυβέρνηση της χώρας. Τα επίσημα έγγραφα, αγγλικά, αμερικάνικα και ελληνικά, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ρητά, κατηγορηματικά και επαναληπτικά αποκαλύπτουν τους στόχους και τα μέσα. Οι εντολές του Τσόρτσιλ είναι αυστηρές, ωμές και πολύ σκληρές. Δεν επιδέχονται παρερμηνεία. Με την εξαπάτηση και τη βία οι λαϊκές δυνάμεις δεν πρέπει να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή και αξίωση στη νέα τάξη πραγμάτων μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Όσοι δεν συμφωνούν και δεν υποτάσσονται θα εξοντωθούν εκτός κι αν προσκυνήσουν και αποδεχτούν χωρίς απαιτήσεις τη διορισμένη από τους Άγγλους και στη συνέχεια τους Αμερικάνους εξουσία. Όχι μόνο όποιος αντιδράσει σ’ αυτή την επιταγή, αλλά και όποιος είναι ύποπτος ότι διάκειται ευμενώς απέναντι σε μια τέτοια στάση, πρέπει να εξουδετερωθεί. Να διασυρθεί, να εξοριστεί, να πεινάσει, να φυλακιστεί, να βασανιστεί, να εκτελεστεί.

Μπορεί τα κόμματα που χρησιμοποίησαν οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι να μην ονομάζονταν «αγγλικό» και «αμερικάνικο», σε αντιστοιχία με τα κόμματα που σχηματίστηκαν μετά το 1821 υπό την κηδεμονία των τότε μεγάλων δυνάμεων και ονομάζονταν «γαλλικό», «αγγλικό» και «ρώσικο», ήταν, όμως, όλα -της περιόδου από το 1944 και μετά, κόμματα ανδρεικέλων τα οποία εκτελούσαν χωρίς αντίρρηση τις εντολές των Άγγλων και των Αμερικάνων. Αυτοί όριζαν τους πρωθυπουργούς, αυτοί τους έπαυαν, αυτοί εξόπλιζαν το στρατό κι αυτοί τον διοικούσαν. Το «ιδού ο στρατός σας» που εκστόμισε με γλοιώδη σοβαροφάνεια ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος απευθυνόμενος στον Αμερικάνο στρατηγό Βαν Φλιτ, αποτελεί κορυφαία, αντιπροσωπευτική και διαχρονικά αξεπέραστη έκφραση της υποτέλειας των εντόπιων εκτελεστικών οργάνων.

Και βέβαια, οι Άγγλοι επιβάλανε στην Ελλάδα τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, τον λαομίσητο μονάρχη που είχε ανακηρύξει δικτάτορα τον Μεταξά, τοποτηρητή των συμφερόντων και της πολιτικής τους. Με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ιθαγενείς. Όπως έκαναν οι ξένες δυνάμεις το 1832 που έχρισαν μονομερώς στην Γερμανία τον Βαυαρό Όθωνα, έφηβο ακόμα, βασιλιά της Ελλάδας και τον επιβάλανε απομονώνοντας, σκοτώνοντας και φυλακίζοντας τους αντιφρονούντες και εξαγοράζοντας τους ευπροσάρμοστους.

 

Βαυαροκρατία και Αγγλοκρατία

Όπως προσκολλήθηκαν οι αστοί πολιτικοί στο αγγλικό στέμμα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, έτσι και πολλοί αστοί, κοτζαμπάδησες και άλλοι προύχοντες και παρατρεχάμενοι είχαν προσκολληθεί με τσαρούχια και φράκα στην αυλή του Βαυαρού βασιλιά, την οποία, αφού είχαν εξοντώσει τον Καποδίστρια και αχρηστεύσει τους οπλαρχηγούς της επανάστασης, υπηρέτησαν με δουλική νοοτροπία.

Οι δε Βαυαροί αξιωματούχοι έφεραν μαζί τους χιλιάδες Βαυαρούς αξιωματικούς και στρατιώτες που συμπεριφέρονταν σαν δύναμη κατοχής και ξεκοκάλιζαν τον φτωχό προϋπολογισμό! Και μόλις στρογγυλοκάθισαν, ο βασιλιάς με τους αντιβασιλιάδες του, ανακοίνωσαν ότι διαλύουν τον άτακτο αλλά ηρωικό και μπαρουτοκαπνισμένο λαϊκό στρατό των Ελλήνων, αυτόν που είχε βγει από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, το στρατό που πολέμησε κάτω από άνισες συνθήκες, με πρωτόγονο οπλισμό, με ξυπόλυτους και πεινασμένους μαχητές, στα βουνά και τα λαγκάδια, χύνοντας ποτάμια αίματος.

Αυτό το στρατό δεν μπορούσαν να τον υποτάξουν και να τον κουμαντάρουν οι Βαυαροί. Προσεταιρίστηκαν λίγους οπλαρχηγούς, προσλάβανε και ένα αριθμό μαχητών για να εκτονώσουν την πίεση, να ρίξουν στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης και να χρησιμοποιούν τους λαϊκούς αγωνιστές σε παρακατιανές δουλειές, ενώ αυτοί έλεγχαν κατ’ αποκλειστικότητα τη διοίκηση και εφάρμοζαν τη δική τους πολιτική μιλώντας, μάλιστα, μόνο γερμανικά!

«Για να μπορέσουν να σταθούν και να περάσουν την αντιλαϊκή τους πολιτική πρέπει να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τους αγωνιστές του ᾿2Ι, το στρατό της επανάστασης, το στρατό του λαού» γράφει ο Γιώργος Κοτανίδης στο βιβλίο του πολέμιου των Βαυαρών Μιχαήλ Χουρμούζη «Ο υπάλληλος».

«Οι Βαυαροί αποφασίζουν και διατάσσουν τη διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων στις 2/14 Μάρτη 1833. Οι αγωνιστές συγκεντρώνονται στο Άργος και υποβάλλουν στην Αντιβασιλεία τα αιτήματά τους. Σ’ απάντηση στέλνονται 2 λόχοι βαυαρικού στρατού για να τους αφοπλίσουν. Κάτω από τις κάνες των ξένων τουφεκιών, οι ήρωες του ’21, θα αφοπλιστούν. Κλαίγοντας οι λευτερωτές της πατρίδας φιλούν και σπάζουν τα καρυοφύλια τους για να μην τα παραδώσουν στους ξένους. Άλλους θα τους καταδιώξουν µέχρι τον Ισθμό, έξω από τα σύνορα του κράτους, που αυτοί λευτέρωσαν…

»Άλλοι κράτησαν τα ντουφέκια τους, ενώθηκαν με τους πολιτικούς και ξεσηκώθηκαν ενάντια στους Βαυαρούς όπως στη Μάνη και στη Ρούμελη, κι άλλοι πήραν τα βουνά κυνηγηµένοι από το στρατό που τους χαρακτήρισε ληστές. Τα αντάρτικα αυτά σώματα θα εμφανιστούν στην αρχή με πολιτικούς στόχους και θα προσπαθήσουν να ξεσηκώσουν την

αγροτιά σ’ έναν αγώνα ενάντια στην ξενοκρατία και για την επαναφορά του συντάγματος.»

Αλλάζοντας χρονολογίες, τοπωνύμια και πρωταγωνιστή, παρόμοιες περιγραφές υπάρχουν πάρα πολλές για το τι έκαναν οι Άγγλοι, στη θέση των Βαυαρών, τον Δεκέμβρη του 1944, και για το πώς αντέδρασαν οι Ελασίτες αγωνιστές στον αφοπλισμό τους. Άλλοι έκλαιγαν παραδίδοντας τα όπλα τους κι άλλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά για να γλιτώσουν τις διώξεις. Κι όσοι πιάστηκαν, ρίχτηκαν στα μπουντρούμια όπως ο Κολοκοτρώνης ή εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Οι Βαυαροί έφεραν Βαυαρούς στρατιώτες το 1833 και οι Άγγλοι έφεραν Βρετανούς το 1944. Οι πρώτοι για να διαδεχθούν τα οθωμανικά στρατεύματα και οι δεύτεροι για να διαδεχτούν τα γερμανικά. Η θέλησή τους επιβλήθηκε με άγρια βία. Και ο όποιος ελληνικός στρατός ήταν στα σχέδια, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, φτιάχτηκε με τις προδιαγραφές, τις επιλογές, τους όρους, και τις διαταγές των Βαυαρών και των Άγγλων. Κι αυτό διαμόρφωσε και την κουλτούρα με την οποία δομήθηκε και διαπαιδαγωγήθηκε έκτοτε το σώμα των αξιωματικών του ελληνικού στρατού.

 

Πογκρόμ κατά αγωνιστών

Για τη διάλυση των «ατάκτων» γράφει ο Μακρυγιάννης: «Ανάβουν τις µίκιε των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βγαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς… Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά µας µέρη… Και πήγαιναν κλαίγοντας,

ότι φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί, κι έλεγαν «Πατρίδα, δεν μας βαστάγει η καρδιά να σου κάµωμεν εσένα της πατρίδας µας κακό, ότι δια σένα χύσαμε το αίμα µας. Και τώρα πάμεν σ’ εκείνους οποὺ πολεμούσαμεν να φάμεν κομμάτι ψωμί – όχι να προσκυνήσωμεν.»

Σε μία από τις προκηρύξεις που έβγαλαν οι διωκόμενοι αγωνιστές αναφέρουν ότι το καθεστώς των Βαυαρών τούς ανάγκασε να ξανακρύβονται στα κρησφύγετα από τα οποία πολεμούσαν τους Τούρκους. Με ανοιγμένες τις πληγές, μας αποπέμψανε, γράφουν, από το στρατό σαν να είμαστε μολυσμένοι αγροίκοι, ενώ κυκλοφορούν καμαρωτοί οι Βαυαροί στρατιώτες. Γι’ αυτό κι εμείς θα αγωνιστούμε για να διώξουμε τους «Βαβαρέζους» και να επιβάλλουμε Σύνταγμα μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης πολιτείας. Δεν θα υπομείνουμε πλέον ταπεινώσεις, προπηλακισμούς και νέα υποδούλωση…

Οι Βαυαροί και οι ντόπιοι ακόλουθοί τους σκόρπισαν το στρατό της επανάστασης, έσπειραν το διχασμό με πολλούς τρόπους και όσους δεν υποτάχθηκαν και έφεραν αντίσταση, τους κυνήγησαν σαν ληστές. Πολλοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες κι άλλοι δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν και μερικοί οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα, «το πολύτιμον προς την Ελλάδα δώρον», όπως γράφει με πικρή ειρωνεία ο συγγραφέας Μιχαήλ Χουρμούζης.

«Η πρώτη εκτέλεση αγωνιστών με τη γκιλλοτίνα έγινε το Μάρτη του 1834 στο Μεσολόγγι. Ο αγωνιστής του ’21 Λουκάς Δαδιώτης θα πει πριν του πάρει το κεφάλι η γκιλλοτίνα «Σκοτώνετε την τέχνη όπου σας ελευθέρωσε».

Παρ’ όλη την αποδοκιμασία του λαού, χρησιμοποίησαν τη λαιμητόμο για να τρομάζουν και να χειραγωγούν τους πολίτες του νέου κράτους, όπως ακριβώς οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι έδωσαν το ελευθέρας στους «εθνικόφρονες» εγκληματίες να κόβουν τα κεφάλια των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και να τα κρεμάνε στους φανοστάτες για να τρομοκρατούν το λαό της υπαίθρου. Ίδιες μέθοδοι ενάντια στους πατριώτες σε διαφορετικές εποχές. Ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης, ο Βελουχιώτης κι ο Μπελογιάννης ήταν εχθροί τους.

 

Προστάτες και τσιράκια

Οι προύχοντες στήριξαν και εδραίωσαν την ξενοκρατία, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, στρατιωτικά και πολιτισμικά. Οι κοτζαμπάσηδες και οι αστοί υπηρέτησαν τη μετάβαση από την οθωμανοκρατία στη βαυαροκρατία, που ήταν και η βιτρίνα της ανίερης συμμαχίας Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων. Αρκετοί απ’ αυτούς πήραν πολύ ενεργό μέρος στην επανάσταση και συνέβαλαν στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αλλά το τίμημα γι’ αυτό το κράτος το πλήρωσαν εξ ολοκλήρου και εξ αδιαιρέτου οι λαϊκοί αγωνιστές και τα λαϊκά στρώματα που πολέμησαν, έδωσαν θύματα, ξεριζώθηκαν, κακοποιήθηκαν, πείνασαν και εν τέλει είδαν τη ζωή τους να χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται. Ακριβώς όπως έκαναν 120 χρόνια μετά οι Παπανδρέου, Σοφούλης, Βενιζέλος, Τσακαλώτος, Τσουδερός, Παπάγος, Πλαστήρας και λοιποί πολιτικοί και στρατιωτικοί που πρόδωσαν το λαό και την ιερή ιδέα της ανεξαρτησίας συμβάλλοντας στη μετάβαση, δια πυρός και σιδήρου, από τη γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή στην αγγλο-αμερικάνικη κηδεμονία. Αυτοί δε, οι μεταγενέστεροι, ήταν από κάθε άποψη χειρότεροι από τους προγενέστερους. Ούτε διακινδύνευσαν το παραμικρό, ούτε πρόσφεραν κάτι στον ελληνισμό, ενώ τα δεινά που προξένησαν στο λαό και στον τόπο ήταν ασυγκρίτως καταστροφικότερα.

Οι ξένοι προστάτες, όπως αποκαλούνταν το 1821 χωρίς ίχνος εθνικής αξιοπρέπειας, και ήταν πραγματικοί προστάτες με την έννοια βέβαια του νταβατζή, δημιούργησαν ένα απολυταρχικό μοναρχικό κράτος στα μέτρα τους. Ο ελληνικός λαός έβλεπε τη χλιδή στην πρωτεύουσα, ενώ ζούσε μέσα σε μεγάλη ένδεια και ήταν πιο υπόδουλος στους «άρχοντες» και τους στρατοχωροφύλακες από όσο ήταν στα χρόνια της οθωμανοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα εκατό χρόνια από την επανάσταση του 1821, υπήρξε ακατάσχετη αιμορραγία όχι μόνο οικονομική, αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό. Πτωχεύσεις επί πτωχεύσεων, κατασπατάληση δανείων, αλληλοφάγωμα στο εποικοδόμημα και πάνδημη φτώχεια στην κοινωνία. Οι Έλληνες προτιμούσαν να αυτοεξοριστούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να εγκατασταθούν στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια ή την Οδησσό, από το να ζουν στο ελληνικό κράτος, το οποίο είχαν τόσο ποθήσει και για το οποίο είχαν κάνει τόσες θυσίες.

Είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτά που γράφει ο Χουρμούζης, ο οποίος ήταν εκδότης εφημερίδας και είχε διατελέσει δύο φορές βουλευτής, αλλά απηύδησε τόσο πολύ από τη διαφθορά, την ξενοδουλεία και την κακοδιοίκηση που αποφάσισε να εγκαταλείψει τα πάντα στην Αθήνα και να εγκατασταθεί μέχρι το θάνατό του στην Κωνσταντινούπολη.

Άδειαζαν όχι μόνο τα χωριά, αλλά και οι μέχρι πρότινος ακμαίες κοινότητες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του ναύαρχου Μιαούλη που πηγαίνει στην Ύδρα και δεν βρίσκει ούτε πλοία ούτε ανθρώπους! «…Μέρος έγινε θύμα της αθλιότητας και οι λοιποί υπήγαν να εύρουν παρά τοις εχθροίς, τους οποίους ενίκησαν, το ψωμί, το οποίον η πατρίς τους ηρνείτο μέχρι τούδε.»

Είναι πράγματι εκπληκτική σε ποσότητα και ποιότητα η συγκέντρωση Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τις άλλες παροικίες του εξωτερικού μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το φέουδο των Βαυαρών και των αστών-κοτζαμπάσηδων είναι πιο αφιλόξενο και εχθρικό για τους Έλληνες απ’ ότι είναι ακόμα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία!

Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί αγωνιστές που πολέμησαν τους Οθωμανούς στον απελευθερωτικό αγώνα αναγκάστηκαν να ζητήσουν άσυλο από τους Οθωμανούς! Τόσο ανυπόφορη ήταν η κακομεταχείρισή τους από την εξουσία του ελληνικού κρατιδίου.

Παρόμοια και πολύ χειρότερα έγιναν το 1940-1950. Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές εκτελέστηκαν, ακρωτηριάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν από τους χωροφύλακες και τους παραστρατιωτικούς ή κάηκαν ζωντανοί από τις εμπρηστικές βόμβες των «συμμάχων», κι άλλες δεκάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ πάνω από 50 χιλιάδες κυρίως νέοι άνθρωποι καταφύγανε για να σωθούν από το μακελειό στο εξωτερικό. Επί πλέον, οι αρχές ξερίζωσαν εκατοντάδες χιλιάδες άμαχους από τα χωριά και από τη στιγμή που εδραίωσαν την εξουσία τους έστελναν κατά εκατοντάδες χιλιάδες τους φτωχούς Έλληνες αγρότες και εργάτες στις ξένες χώρες για να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση και την πρόοδο των μητροπόλεων, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα την Ελλάδα όχι μόνο οικονομικά αλλά και δημογραφικά. Αληθινή γενοκτονία με συνεργούς τους ντόπιους και ξένους επιβήτορες της Ελλάδας!

Σχόλια

Exit mobile version