Αρχική πολιτισμός Ένοπλη βία στην κατοχική Θεσσαλονίκη

Ένοπλη βία στην κατοχική Θεσσαλονίκη

Ένοπλη βία στην κατοχική Θεσσαλονίκη

 

Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, «Μέρες» της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη, Τα χρώματα της βίας (1941-1945), Επίκεντρο 2013, σελ. 322

«Εκ των μέχρι της στιγμής γενικοτέρων πληροφοριών της υπηρεσίας μου, το έγκλημα τούτο δέον να αποδοθεί εις οργανωμένην ομάδα δρώσαν εκδικητικώς κατά των ΕΕΕ. Η ομάς αυτή είναι αδύνατον επί του παρόντος να εντοπίσωμεν τας πιθανότητας εις ποίαν κατηγορίαν ατόμων δυνατόν να ανήκη». Με αυτές τις δηλώσεις ο κατοχικός αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης, Μιχ. Μαντούβαλος, αναφερόταν στους άγνωστους αυτουργούς της δολοφονίας του πράκτορα της γερμανικής μυστικής αστυνομίας και φύλακα των γραφείων της αντισημιτικής Εθνικής Ενώσεως «Ελλάς», Αθανάσιου Αναστασιάδη, στις 31/8/1941.

Πρόκειται για ένα από τα θύματα της ένοπλης δράσης των ομάδων που συγκρότησε το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ, το οποίο από πολύ νωρίς, με την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, είχε προσανατολιστεί στην άμεση δράση εναντίον τους με ένοπλα τμήματα και σαμποτάζ.

Χάρις σε αυτόν τον προσανατολισμό του Μακεδονικού Γραφείου ιδρύεται ήδη από τις 15 Μαΐου 1941 η πρώτη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση, η «Ελευθερία», ενώ από τον Αύγουστο θα κάνει την εμφάνισή της στα Κερδύλια Σερρών η αντάρτικη ομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος», με επικεφαλής τον Θανάση Γκένιο (Λασσάνη) και στα Κρούσσια Κιλκίς η ομάδα «Αθανάσιος Διάκος», με επικεφαλής τον Χριστόδουλο Μόσχο (Πέτρο). Σε αυτό το κλίμα άμεσης ένοπλης σύγκρουσης, άλλωστε, οφείλεται και η αποτυχημένη εξέγερση της Δράμας που οδήγησε (όπως και η δράση των δύο αντάρτικων τμημάτων) σε μαζικά και αιματηρά αντίποινα εκ μέρους των Βουλγάρων και των Γερμανών αντίστοιχα. Παράλληλα, στο πλαίσιο της «Ελευθερίας», το Μακεδονικό Γραφείο οργανώνει ένοπλα «ημιστρατιωτικά» τμήματα μέσα στη Θεσσαλονίκη, που αναλαμβάνουν ενέργειες σαμποτάζ, όπως η ανατίναξη της κατοικίας του διαβόητου συνταγματάρχη Γ. Πούλου στις 23 Δεκεμβρίου 1941.

Εκκινώντας από αυτόν τον πρώιμο προσανατολισμό του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ προς την ένοπλη δράση, η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, καθηγήτρια Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, «διαβάζει» ένα σημαντικό τεκμήριο, το ανέκδοτο αρχείο του Νίκου Τσιρώνη, μέλους της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης, από τον Γενάρη του 1943 έως την απελευθέρωση.

Η συγγραφέας, με βάση αυτήν την πολύτιμη πηγή (για την οποία, αν και περιγράφεται αναλυτικά, δεν μας παρέχονται ενδείξεις χρονολόγησης), επιχειρεί να ανασυστήσει την ιστορία της δράσης της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη, εντάσσοντάς την σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο.

Είναι βέβαιο ότι οι πηγές για την οργάνωση αυτή και τη δράση της, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παραμένει στο σκοτάδι, είναι ελάχιστες – και όσο ο χρόνος περνά και τα μέλη της φεύγουν από τη ζωή θα ελαχιστοποιούνται ακόμη περισσότερο. Αν και υπήρξαν κατά το παρελθόν σποραδικές δημοσιεύσεις (που μάλλον «άγνοια κινδύνου» επεδείκνυαν) η πρώτη συγκροτημένη δουλειά σχετικά με την ΟΠΛΑ υπήρξε το πρόσφατο έργο του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού Το τιμωρό χέρι του λαού (Εκδ. Θεμέλιο, 2012) που αφορά τη δράση της οργάνωσης στην Αθήνα.

Με αυτήν την έννοια, η μελέτη της Σ. Ηλιάδου-Τάχου δεν μπορεί παρά να αποτελεί σημαντική συνεισφορά στη διεύρυνση των γνώσεών μας σχετικά με την «μυστική» αυτή οργάνωση του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά, τόσο το ίδιο το υλικό όσο και το γεγονός πως η συγγραφέας δεν φαίνεται εξοικειωμένη με την ιστοριογραφία της δεκαετίας του 1940, την οδηγεί σε μια διεύρυνση του αντικειμένου της, από την οποία κινδυνεύει να εξαφανιστεί η ίδια η ΟΠΛΑ ως συγκεκριμένη, «ειδικού σκοπού» οργάνωση του ΚΚΕ. Παρασυρμένη από την επιλογή της ένοπλης πάλης εκ μέρους του Μακεδονικού Γραφείου, κάνει λόγο για «πρόδρομη ΟΠΛΑ», ως εάν και μόνο το γεγονός ότι στελέχη του ΚΚΕ κυκλοφορούσαν, π.χ., ένοπλα ή διενεργούσαν σαμποτάζ ή εκτελέσεις αρκεί για να τους χαρακτηρίσει ως ΟΠΛΑτζήδες. Γενικά, και σε άλλα σημεία φαίνεται η συγγραφέας να αντιλαμβάνεται, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, την ΟΠΛΑ σαν μια οργάνωση του ΚΚΕ όπως και οι άλλες. Αναφερόμενη στις εξελίξεις μετά τη συμφωνία του Λιβάνου, π.χ., γράφει ότι «το ΕΑΜ/ΚΚΕ δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της ΟΠΛΑ/Εθνικής Πολιτοφυλακής στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης Παπανδρέου» (σ. 77), άποψη που παραγνωρίζει το γεγονός ότι η ΟΠΛΑ ήταν μια οργάνωση που έπαιρνε εντολές και λογοδοτούσε αποκλειστικά στο ΚΚΕ (και μάλιστα στα υψηλά κλιμάκια των οργανώσεων περιοχής) παρά τις κατά καιρούς συνέργειες είτε με την Πολιτοφυλακή είτε με τον ΕΛΑΣ.

Παρά ταύτα, τα στοιχεία που συγκεντρώνει στη μελέτη της παραμένουν πολύτιμα, ενώ γόνιμα ερωτήματα προκύπτουν από την περιοδολόγηση της δράσης της ΟΠΛΑ, ιδιαίτερα σχετικά με την επίσημη εμφάνισή της στη Θεσσαλονίκη, που μαρτυρίες την τοποθετούν νωρίτερα από εκείνη της Αθήνας. Έτσι, η συγγραφέας χαρακτηρίζει τη δράση της οργάνωσης ως «περιφρουρητική» μέχρι τον Απρίλιο του 1943 και την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, ως «τιμωρητική» στη συνέχεια, με διαρκείς συγκρούσεις με τα Τ.Α., ενώ μετά την ίδρυση της Πολιτοφυλακής (Απρίλιος 1944), όπως σημειώνει, «στράφηκε ακόμα περισσότερο προς την ατομική τρομοκρατία». Πολύτιμη είναι για τους ερευνητές η σύνθεση δημοσιευμένων και αδημοσίευτων στοιχείων, στην προσπάθειά της να ταυτοποιήσει τα θύματα και να διαμορφώσει μια σειρά αριθμητικών και στατιστικών δεδομένων, καθώς και τα σύντομα βιογραφικά ορισμένων μελών της οργάνωσης.

Ασφαλώς, ο δρόμος για τον ερευνητή, προκειμένου να καταλήξει σε μια συνθετική και περιεκτική ιστορία της «σκοτεινής» αυτής σελίδας της κατοχικής περιόδου, είναι ακόμα μακρύς. Το γεγονός, όμως, πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα παρουσιάζονται δύο σχετικές μελέτες μάς επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Άλλωστε, αυτό που είναι σημαντικό είναι να τεθούν τα ερωτήματα. Αργά ή γρήγορα, οι απαντήσεις θα ακολουθήσουν.

Στρατής Αρτεμισιώτης

Σχόλια

Exit mobile version