Η ψευδής και εύθραυστη ισορροπία των πρόσκαιρων σχεδιασμών. Του Γιάννη Τσούτσια

«Από τον Σεπτέμβριο θα απογειωθούμε, αρκεί να αντέξουμε μέχρι τις αρχές καλοκαιριού». Την εκτίμησή του αυτή λέγεται ότι εκμυστηρεύτηκε ο πρωθυπουργός σε δείπνο πριν μερικές μέρες με στελέχη και βουλευτές της Ν.Δ., σύμφωνα με δημοσιεύματα. Επίσης λίγες ημέρες πριν, την Παρασκευή 22 Φλεβάρη, δημοσιοποιήθηκε η έκθεση της Κομισιόν, η οποία αναθεωρεί προς το χειρότερο τις εκτιμήσεις της για την ύφεση και την ανεργία το 2013 στην Ελλάδα, προβλέποντας περαιτέρω βύθιση του παραγόμενου ΑΕΠ και συρρίκνωση των μισθών. Τέλος, μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, όλο και συχνότερα βρίσκουν δίοδο στον Τύπο ημιεπίσημες διαρροές, εκτιμήσεις και στοιχεία από παράγοντες του ΔΝΤ και της τρόικας που καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία έχει να διανύσει ακόμη πολύ δρόμο σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί! Απ’ όλα αυτά, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως η εσωτερική υποτίμηση θα συνεχιστεί, ότι θα έρθουν νέα μέτρα και νέα μνημόνια. Ακόμη και «το λάθος του πολλαπλασιαστή» που τόσο συζητήθηκε, δεν απηχεί παρά την πολυγλωσσία και την ηθελημένη αντιφατικότητα των ξένων, που είτε επιθυμούν να προωθήσουν επιμέρους στοχεύσεις, είτε να αποκοιμίσουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Όπως λοιπόν, διαμορφώνεται η κατάσταση (και όπως μας το λένε), βρισκόμαστε ακόμη στο μέσο της διαδρομής, στη μέση της καταστροφής. Έως σήμερα γνωρίσαμε αυτοκτονίες, φτώχεια, ανεργία, οικονομική εκμηδένιση. Στη συνέχεια ήρθε η κοινωνική ερήμωση (διότι η κοινωνία δεν είναι μόνο το άθροισμα της δυστυχίας των πολιτών), υποδομές, παραγωγική βάση, ακόμη και ανθρώπινες σχέσεις, καταρρέουν. Αν, μάλιστα, συνυπολογισθεί ότι στην αφετηρία της Ιστορίας οι άνθρωποι διέθεταν αρκετές οικονομικές εφεδρείες και υποστήριξη από το περιβάλλον τους (που τώρα εξαντλούνται) και ότι πλέον, σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού επιβιώνει χάρις στο κύμα αλληλεγγύης που ξεσηκώθηκε, τότε εύκολα μπορεί κανείς να διαβλέψει ότι το «δεύτερο μισό» αυτής της διαδρομής θα είναι ακόμη πιο ανηφορικό. Μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε πού οδηγούμαστε. Αρχικά το Μνημόνιο είχε ως αιχμή το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας. Μετά εστίασαν στο ύψος του χρέους. Τώρα είναι η ανταγωνιστικότητα στο επίκεντρο των οικονομικών επεμβάσεων, κατατάσσοντας αυτομάτως την προοπτική της χώρας στα Βαλκάνια.

Αναμονή και ανάθεση
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η κοινωνία βρίσκεται σε φάση περισυλλογής. Ασκείται σε προβλήματα ρεαλισμού, υπό τον μανδύα κάποιας διάθεσης συμβιβασμού. Δοκιμάζει το πέρασμα από την οργή, στο δυνατό. Η περίοδος των πλατειών, ως η εγερτήρια φάση της διαμόρφωσης ενός αιχμηρού κινήματος, έκλεισε. Βρισκόμαστε σε φάση αναμονής και ανάθεσης της προοπτικής και των εξελίξεων στην κεντρική πολιτική. Λοξοκοιτάμε τις διαδηλώσεις της Βουλγαρίας, τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών. Και ζυγίζουμε αυτό που έρχεται…
Όμως δεν διανύουμε μια γραμμικού τύπου εξέλιξη. Σαν τα στάδια του πένθους, που διαδοχικά καταλήγουν στην αποδοχή και το συμβιβασμό με την πραγματικότητα. Στάδια, βέβαια, μπορεί κανείς να διακρίνει στη μεταμνημονιακή πορεία, αλλά αυτά δεν είναι με σαφήνεια οριοθετημένα και αλληλεπικαλύπτονται. Στην πραγματικότητα, δεν έχει υπάρξει καμιά κοινωνική προσαρμογή και κανείς συμβιβασμός, ως προς τα βαθύτερα ζητούμενα της περιόδου. Η έκρηξη εγκυμονείται ανά πάσα στιγμή. Η προαγωγή των συνειδήσεων δεν σταμάτησε. Από τη φύση της η περίοδος που διατρέχουμε θα είναι σύντομη και μεταβατική, τα πράγματα δεν θα παραμείνουν ως έχουν. Ωστόσο, άδηλη παραμένει η συμπεριφορά του κόσμου. Χειραγωγήσεις, ανοικτές ή έντεχνα διαμορφωμένες, με τη μορφή διλημμάτων και αδιεξόδων, δύσκολα πλέον αποδίδουν. Η κοινωνία, ακόμη και μέσα από το τοίχος που την περικλείει, βρίσκει τρόπο να στέλνει μηνύματα και απαιτήσεις διεξόδου.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ξεδιπλώνονται οι πολιτικές εξελίξεις. Ο συστημισμός ελπίζει ότι η ανάπαυλα θα διαρκέσει, θα πάρει χαρακτηριστικά υποταγής, συνεπικουρούμενης από τον πολιτικό αυταρχισμό και τον καλλιεργούμενο φόβο. Οι ανησυχίες και οι εκμυστηρεύσεις Σαμαρά, είναι αποκαλυπτικές. Η κυβέρνησή του μπορεί να τα κατάφερε καλά ώς εδώ, όμως τα επόμενα μέτρα ίσως τη διαλύσουν! Ο Σαμαράς το γνωρίζει και το φοβάται. Εφεδρείες δεν διαθέτει και οι προοπτικές του διαμορφώνονται αρνητικές. Αντίστοιχα και το πολιτικό σύστημα διανύει φάση αναπαλαίωσης, μέσω του νέου δικομματισμού, όμως σύντομα κι αυτό θα υποβληθεί σε νέες δοκιμασίες.

Τα «λίγα» πλέον δεν αρκούν
Η Αριστερά, από την πλευρά της, ελπίζει ότι τα μέτρα θα πυροδοτούν διαρκώς την οργή, μαζί και τα εκλογικά της ποσοστά. Και ότι με ήπιες πολιτικές μεταβολές και αναδιατάξεις θα καταφέρει να αλλάξει τα πράγματα, χωρίς να απαιτηθούν παρεμβάσεις μαζικού κοινωνικού επαναπροσανατολισμού και πολιτικές που θα αναδεικνύουν αρετές και αξίες απευθυνόμενες προς την κοινωνία.
Για τον ίδιο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ «χαλαρώνει» την αντιμνημονιακή του καταγραφή, την οποία δύσκολα θα μπορέσει να τη διαχειριστεί ως κυβέρνηση. («Το Μνημόνιο πέθανε»). Όμως τα «λίγα» πλέον δεν αρκούν. Οι βαθύτερες και πιο ουσιαστικές προσεγγίσεις, έχουν καταστεί μαζικά αναπόφευκτες. Η κοινωνική αντίθεση απέναντι στο Μνημόνιο, ποτέ δεν υπήρξε απλώς μια αμυντική συσπείρωση περί τα οικονομικά. Τροφοδοτήθηκε και ως επιλογή ρήξης απέναντι στη σημερινή ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Κατά συνέπεια, ο ριζοσπαστικός λόγος αδυνατίζει, όταν μετατοπίζεται από την πραγματική διαχωριστική, δεδομένου ότι πάντα η πολιτική σύγκρουση διεξάγεται με τους όρους που ιστορικά (και μοναδικά) έχουν διαμορφωθεί.
Εν προκειμένω, τυχόν περαιτέρω μετατόπιση της Αριστεράς από τον αντιμνημονιακό άξονα, θα καθορίσει αποφασιστικά και τους επανασχηματισμούς που θα προκύψουν στην επόμενη φάση. Και μπορεί οι κοινωνίες να παραμένουν για μεγάλο διάστημα βουβές, όταν όμως εκδηλώνονται, αυτό συμβαίνει με τρόπο καταιγιστικό, φορτισμένο από όσα έγιναν (ή δεν έγιναν) στην προηγούμενη φάση. Μήπως αυτό δεν δείχνει την έως τώρα ελληνική εμπειρία, αλλά και το παράδειγμα των ιταλικών εκλογών; Ποιος μπορεί να την αγνοήσει;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!