Το έντονο κινηματογραφικό άρωμα του Αθηναϊκού Σεπτέμβρη, με τις Νύχτες Πρεμιέρας, τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος, από το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, στην πρωτεύουσα.
Στοχεύοντας στο νεανικό κοινό, οι Νύχτες Πρεμιέρας προσανατολίζονται περισσότερο σε μια καταναλωτική διάσταση του σινεμά, προβάλλοντας σε πρεμιέρα νέες εμπορικές παραγωγές.
Από ταινίες νέων σκηνοθετών, επιλέγονται οι σχετικές με εφηβικές ανησυχίες, μαζί με μπόλικα μουσικά ροκ ντοκιμαντέρ, καθιερώνοντας μια μαζική κατανάλωση ταινιών δεύτερης διαλογής, που πλασάρονται στη σινεφίλ νεολαία ως μοναδικά καλτ αριστουργήματα.
Αφιερώματα που αναδεικνύουν σημαντικές κινηματογραφικές αξίες αποτελούν ανάμνηση του παρελθόντος, ενώ φέτος, εν μέσω μνημονίων, είναι έκδηλη μια αμηχανία. Άνευρες ταινίες, δίχως ενδιαφέρουσες παρουσίες και συζητήσεις, παρά την ανταπόκριση του κοινού, που εξακολουθεί να καταναλώνει τέχνη, σε μια ύστατη αίσθηση ότι αποδιώχνει τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.
Ωστόσο, ξεχωρίσαμε δυο εξαιρετικά μουσικά ντοκιμαντέρ, που αξίζει να σχολιάσουμε.
Το συγκινητικό ντοκιμαντέρ Μισέλ Πετρουτσιανί, για τη ζωή του διάσημου Γάλλου πιανίστα τζαζ μουσικής, υπογράφεται από τον Μάικλ Ράντφορντ, σκηνοθέτη του αξέχαστου Il Postino.
Νάνος σωματικά, ο Πετρουτσιανί διέθετε υπέρμετρο ψυχικό σθένος. Ανάμεσα σε πιάνα, στο μαγαζί του πατέρα του, άρχισε να συνθέτει τζαζ από 7 ετών! Χάρη στη συνεργασία του με τον διάσημο σαξοφωνίστα Τσαρλς Λόιντ, στα τέλη του ’70, βρέθηκε στα 22 του να είναι ο πρώτος, μη Αμερικανός, με ηχογραφήσεις στη τζαζ εταιρία «Blue Note». Πέθανε το 1999 από επιπλοκές της υγείας του, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων.
Ο Ράντφορντ καταφέρνει να συγκινήσει τον θεατή, αποτυπώνοντας το πορτρέτο μιας εκρηκτικής προσωπικότητας, γεμάτης χιούμορ, που περιστοιχίζεται από φίλους και ωραίες γυναίκες, ενώ δεν διστάζει να πειραματιστεί με σκληρές καταχρήσεις.
Ο σκηνοθέτης συνδυάζει βίντεο από την προσωπική του ζωή και τις εντυπωσιακές εμφανίσεις του, με μαρτυρίες από τις πολυάριθμες γυναίκες που λάτρεψε και τον λάτρεψαν. Το ιδιαίτερο δεξιοτεχνικό ταμπεραμέντο του, με επιρροές από τον τζαζ πιανίστα Μπιλ Έβανς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε διαφορετικό κέντρο βάρους στους καρπούς, που του επέτρεπε να παίζει με δεκαπλάσια σχεδόν ταχύτητα, τον ανέδειξαν σε πιανίστα-φαινόμενο. Ο Πετρουτσιανί έζησε συναρπαστικά, ρουφώντας τη ζωή, στο σύντομο πέρασμά του. Θαμμένος δίπλα στον Σοπέν, στο φημισμένο νεκροταφείο του Περ Λα Σεζ, στο Παρίσι, έχει περάσει στο πάνθεον των μεγάλων μουσικών.
Το Μάμα Άφρικα, του Φινλανδού Μίκα Καουρισμάκι, αδερφού του γνωστού Άκι Καουρισμάκι, είναι ένα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ για τη Μάμα Άφρικα, τη θρυλική Νοτιαφρικάνα τραγουδίστρια Μίριαμ Μακέμπα.
Γεννημένη το 1932 στο Γιοχάνεσμπουργκ, έκανε τα τραγούδια της φωνή διαμαρτυρίας ενός ολόκληρου λαού, στα πέρατα του κόσμου. Η θεσπέσια γλυκιά φωνή, το όμορφο παρουσιαστικό και οι ανάλαφρες χορευτικές κινήσεις της, στο ντοκιμαντέρ του Λάιονελ Ρογκόσιν Come Back Africa, ενάντια στο απαρτχάιντ, ενθουσίασαν το κοινό στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, το 1959. Το καθεστώς, όμως, της απαγόρευσε την επάνοδο στην πατρίδα και απέκλεισε τα τραγούδια της. Εξόριστη, πλέον, η Μίριαμ Μακέμπα βρίσκεται στην Αμερική, στα τέλη του ’50, στο ζενίθ του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, με τους πύρινους λόγους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Η Μίριαμ, κάνει γνωστά τα βάσανα του σπαραγμένου από εμφύλιες διαμάχες λαού της, με τα τραγούδια της στα μπαρ της Νέας Υόρκης. Με τις πολύχρωμες παραδοσιακές αμφιέσεις της και την επιμονή της στη χρήση διάφορων αφρικανικών διαλέκτων, έγινε σύμβολο του αγώνα των αφροαμερικανών. Μαζί με τον διάσημο Τζαμαϊκανό τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε, στις ανά τον κόσμο συναυλίες του, μεταφέρουν το μήνυμα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Η Μίριαμ, ως φλογερή ακτιβίστρια, καταγγέλλει με σθένος από βήματος ΟΗΕ, το 1963, τις φρικαλεότητες του απαρτχάιντ και την άδικη φυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα. Ο γάμος της, όμως, με τον παθιασμένο ηγέτη των Μαύρων Πανθήρων Στόκλι Καρμάικλ, την έθεσε σε δυσμένεια και στις ΗΠΑ, με συνέπεια να ακυρωθούν συμβόλαια και να απαγορευτούν οι δίσκοι της.
Μετά την επάνοδο του Μαντέλα, επιστρέφει και η Μίριαμ στην πατρίδα της, το 1990. Συντετριμμένη και από το χαμό της μονάκριβης κόρης της, δεν παύει να είναι στο πλευρό των αδύναμων. Πέθανε στις 10 Νοέμβρη 2008, σε ηλικία 76 χρόνων.
Το συναρπαστικό αυτό ντοκιμαντέρ του Μίκα Καουρισμάκι, κατακλύζεται από τις εκστατικές αφρικανικές μελωδίες, συνεπαίρνοντας τους θεατές, που είναι έτοιμοι να λικνιστούν στους πρωτόγονους ρυθμούς.
Ιφιγένεια Καλαντζή
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!